Θα έχουμε ακούσει πολλές φορές αρκετούς να περιγράφουν κάποιο συμβάν της ζωής τους πολύ έντονα και να το αποδίδουν σε θαύμα. Άλλες πάλι φορές, θα έχουμε ακούσει κάποιους άλλους να θέλουν χειροπιαστά παραδείγματα για να πιστέψουν, εξαρτώντας την πίστη τους από ένα θαύμα. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιοι άλλοι θεωρούν κάποια θαυμαστά γεγονότα στη ζωή τους, ως απλές συμπτώσεις ή συγκυρίες. Για να κατανοήσουμε την πλατειά έννοια του θαύματος πρέπει να εξετάσουμε το θέμα αυτό σφαιρικά.
Ακούμε στις ευαγγελικές διηγήσεις για τα θαύματα του Ιησού Χριστού που τα περιγράφουν οι Ευαγγελιστές, ως σημεία. Η θεραπεία του σεληνιαζομένου, του δαιμονιζομένου, το σταμάτημα της τρικυμισμένης θάλασσας, ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων ανδρών και άλλα παρόμοια, δηλώνουν την αυθεντικότητα του θαύματος. Γιατί το θαύμα δεν εξηγείται με τη λογική. Οι άνθρωποι πολλές φορές με τις λαμβάνουσες παραστάσεις, τα υλιστικά ενδιαφέροντα και τα καπνογόνα της απιστίας που τους θολώνουν το πεδίο, δεν αφήνουν στην καρδιά τους χώρο, για να αναπτυχθεί η έννοια του θαύματος. Έτσι, απορρίπτουν καθετί που δεν μπορούν να το εξηγήσουν με την απλή λογική τους.
Άλλοι ερμηνεύουν το θαύμα με την μέθοδο της παραψυχολογίας. Άλλοι αναπτύσσουν την θεωρία των απεριορίστων εσωτερικών δυνάμεων που κρύβει ο κάθε άνθρωπος. Όταν απελευθερωθούν αυτές οι θεραπευτικές δυνάμεις από μέσα του, μπορούν να δημιουργήσουν το θαύμα. Είναι η λεγομένη αυθυποβολή. Τα θαύματα, όμως, του Χριστού μας δεν έχουν σχέση με καμία αυθυποβολή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής του Τυφλού. Ο Χριστός κάνοντας το θαύμα δημιούργησε στον τυφλό οφθαλμούς. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το θαύμα έγινε με αυθυποβολή; Όχι βέβαια, γιατί ένα τέτοιο επιχείρημα θα ήταν έωλο. Όταν διαβάζουμε για τις νεκραναστάσεις ή για την θεραπεία των δαιμονιζομένων, δεν μπορούμε να στηρίξουμε κάπου αυτή την θεωρία της αυθυποβολής. Τα θαύματα στην ορθόδοξη μας πίστη, είναι ξεχείλισμα της αγάπης και της δυνάμεως του Θεού. Δεν θα χρειάζονταν στη ζωή μας, εάν δεν αμαρτάναμε. Η αμαρτία κολοβώνει τον άνθρωπο και δημιουργεί ελλείψεις, τις οποίες καλύπτει το θαύμα.
Διαβάζουμε στη Γένεση για τον προπτωτικό άνθρωπο, ο οποίος ήταν κυρίαρχος της κτίσεως, επειδή δεν είχε αμαρτήσει. Μετά την πτώση και την αμαρτία, έχασε αυτή την παραδείσια κατάσταση. Έτσι χρειάζεται το θαύμα, το οποίο λειτουργεί στη σφαίρα της πίστεως. Η ρίζα κάθε θαύματος είναι ο Χριστός. Αν πραγματικά έχουμε καθαρά μάτια στη ψυχή μας και δεν βλέπουμε τα πάντα αντεστραμμένα ως μία εικονική πραγματικότητα, μπορούμε να βιώσουμε το θαύμα. Στο θαύμα, η αγιότητα της καρδιάς υπερέχει από την ευρύτητα του μυαλού.
Ο Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος έλεγε πάντα για μία άθεη δασκάλα, η οποία εξηγώντας το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε χιλιάδων ανθρώπων με τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, τόνισε στους μαθητές της ότι ο λόγος εκεί είναι παραβολικός και όχι πραγματικός. Εννοούσε δηλαδή, ότι χόρτασε το πλήθος με τον λόγο του Θεού, γιατί πώς θα μπορούσαν να χορτάσουν με τα δύο ψάρια και τα πέντε ψωμιά τόσοι πολλοί! Αναπτύσσοντας αυτή την θεωρία πίστευε ότι έτσι θα εξηγούσε με λογικά επιχειρήματα το θαυμαστό αυτό γεγονός και θα κλόνιζε την πίστη των παιδιών στην τάξη. Σηκώθηκε όμως ένα φωτισμένο από τον Θεό παιδί και της είπε: Στο Ευαγγέλιο κυρία λέει ότι στο τέλος περίσσεψαν και δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αυτά από τι ήταν γεμάτα; Από τα λόγια του Χριστού! Βλέπουμε, λοιπόν, σε ποια αποτελέσματα μπορεί να μας οδηγήσει η απολυτότητα της λογικής εάν περιπλανώμεθα μόνο στα μονοπάτια της!
Ας αφήσουμε χώρο να καλλιεργηθεί και να υφανθεί στην καθαρή καρδιά μας το θαύμα, όχι ως ένα εντυπωσιακό τρικ και εφέ, αλλά ως μία νέα πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού, που θα μας ενδυναμώσει και μας θωρακίσει ακόμη περισσότερο. Άλλωστε, η αποδοχή του θαύματος από μέρους των πιστών προϋποθέτει ταπεινή καρδιά, καθάρια πίστη και απλότητα, εκεί, δηλαδή, που αναπαύεται ο Θεός.