Οι γέροντες της Σκήτης, όταν το έμαθαν, τον κάλεσαν και τον κατήχησαν με την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας για τα άχραντα Μυστήρια. Εκείνος όμως επέμενε στην πλάνη του· οι πατέρες τον άφησαν, αλλά προσευχήθηκαν να τον φωτίσει ο Θεός, ώστε να καταλάβει την αλήθεια. Μία Κυριακή ο αναχωρητής συμμετείχε στη θεία λειτουργία από το άγιο βήμα του ναού της Σκήτης.
Τη στιγμή που ο ιερέας πήρε στα χέρια του το πρόσφορο για να προσκομίσει, ο πλανεμένος μοναχός είδε κατάπληκτος ένα βρέφος ξαπλωμένο πάνω στην αγία τράπεζα. Κι όταν άρχισε να διαμελίζει τον Άρτο φάνηκε άγιος άγγελος από το θυσιαστήριο κρατώντας στο χέρι του ένα μαχαίρι. Συγχρόνως με τον ιερέα διαμέλισε κι αυτός το θείο Βρέφος κι έχυσε το Αίμα Του στο άγιο Ποτήριο. Ο αναχωρητής ταράχθηκε. Μα ύστερα από λίγο, όταν πήγε να κοινωνήσει, συνέβη κάτι πιο φοβερό.
Είδε μέσα ατό άγιο Ποτήριο ανθρώπινη σάρκα βαμμένη στο αίμα. Κλαίγοντας τότε ομολόγησε την πλάνη του και παρακάλεσε τον Κύριο να σκεπάσει με τη χάρη Του τα θεία Μυστήρια, για να τολμήσει να κοινωνήσει. Πραγματικά, μέσα στο άγιο Ποτήριο είδε πάλι ψωμί και κρασί, από τα οποία μετάλαβε ευχαριστώντας το Θεό.
(Μοναχής Θεοδώρας, «Γεροντικόν», εκδ. Λυδία)