Γι’ άλλη μία φορά, τα Ευαγγέλια και η γνήσια Χριστιανική πίστη δεν θεωρούν τα θαύματα ως αποδείξεις που επιβάλλουν την πίστη, αφού αυτό θα στερούσε από τον άνθρωπο ο,τι ο Χριστιανισμός θεωρεί ως το πολυτιμότερο αγαθό, την ελευθερία. Ο Χριστός θέλει τους ανθρώπους να Τον πιστεύουν εκούσια, δίχως τον εξαναγκασμό του θαύματος. “Εάν αγαπάτέ με”, λέγει ο Χριστός, “τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε”. Και αγαπούμε τον Χριστό- δυστυχώς, τόσο λίγο – όχι λόγω των θαυμάτων και της παντοδυναμίας Του, αλλά λόγω της αγάπης και της ταπεινώσεώς Του, κι επειδή, όπως αυτοί που τον άκουαν, έλεγαν: “Ουδέποτε ελάλησεν ούτως άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος”.
Ο Χριστός όμως επιτέλεσε θαύματα: το Ευαγγέλιο είναι γεμάτο από ιστορίες για θεραπείες αρρώστων, για αναστάσεις νεκρών, και ούτω καθεξής. Μπορούμε, λοιπόν, να ερωτήσουμε ποιο είναι το νόημα αυτών των θαυμάτων, που έτσι κι αλλιώς ο Χριστός επέλεξε ν’ αποκαλύψει στον κόσμο; Αν, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, δεν επιτελούσε θαύματα εκεί όπου οι άνθρωποι δεν Τον πίστευαν, αν επέπληττε τους ανθρώπους που αναζητούσαν και προσδοκούσαν θαύματα απ’ Αυτόν, τότε γιατί τα έκανε;
Όλα τα θαύματα που γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο, προκλήθηκαν από την αγάπη του Χριστού. «Εσπλαχνίσθη περί αυτών…», μας λέει ο ευαγγελιστής. Σπλαχνίστηκε τους γονείς, των οποίων η νεαρή θυγατέρα είχε μόλις πεθάνει, τη χήρα που είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της, αυτούς που διασκέδαζαν και χαίρονταν στο γάμο και δεν είχαν αρκετό κρασί, τον τυφλό, τον παράλυτο, αυτούς που υπέφεραν. Αυτό σημαίνει πως πηγή των θαυμάτων είναι, οπωσδήποτε, η αγάπη. Τα θαύματα, ο Χριστός δεν τα έκανε για τον εαυτό Του – για να δοξαστεί, για ν’ αποκαλύψει τη θεότητά Του ή για να την αποδείξει στους ανθρώπους – αλλά μόνο από αγάπη. Κι επειδή αγαπά, δεν αντέχει να βλέπει τον άνθρωπο φυλακισμένο από το κακό να υποφέρει.
π. Αλέξανδρου Σμέμαν