Ο άνθρωπος του Χριστού κινείται στην οδό της θείας τελειότητας, νικώντας διαμέσου των ευαγγελικών αρετών το κακό και την αμαρτία μέσα του και μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει. Πορεύεται πάντοτε από το ενα καλό στο άλλο, από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο, από το μεγαλύτερο προς το μέγιστο. Ακόμη, ποτέ δεν σταματά, δεν βραδυπορεί, διότι κάθε σταμάτημα σημαίνει πνευματική παράλυση, νέκρωση, θάνατο. Με κάθε καθαρή σκέψη, με κάθε άγιο αίσθημα, με κάθε αγαθή επιθυμία και καλό λόγο, αυτός οδεύει προς την ανάσταση, προς την αθανασία, προς την αιώνια ζωή.
Νικώντας την αμαρτία και τον θάνατο ο άνθρωπος του Χριστού διέρχεται σε αυτή τη ζωή τρία κύρια στάδια χριστιανικής «εξέλιξης»: την εν Χριστώ γέννηση, την εν Χριστώ μεταμόρφωση, την εν Χριστώ ανάσταση. Ο τελικός σκοπός του αγώνα του είναι να αναστηθεί μαζί με τον Χριστό. Αυτό όμως σημαίνει τη νίκη του θανάτου. Ιδού, εσυ νίκησες ήδη τον θάνατο, αν πίστεψες ολόψυχα στην ανάσταση του Θεανθρώπου, διότι Αυτός είπε: «Ο πιστεύων εις εμέ εχει ζωήν αιώνιον», «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 6:47, 5:24).
Αμέσως μόλις πιστέψει και μόνο όταν πιστέψει στον αναστάντα Θεάνθρωπο αρχίζει ο άνθρωπος να γίνεται άνθρωπος, διότι ελευθερώνεται απο την αμαρτία και τον θάνατο και αποκτά την αίσθηση της αθανασίας. Η αμαρτία είναι αρρώστια, η οποία αμβλύνει, αφήνει υπανάπτυκτη, παραλύει μέσα στον άνθρωπο την αίσθηση της αθανασίας, ώστε ο άνθρωπος να μη φθάνει μέχρι τον Θεό τον ζώντα και αληθινό ούτε με τη σκέψη ούτε με την αίσθηση. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ανάπηρος, ημιάνθρωπος, υπάνθρωπος. Ο Θεάνθρωπος νίκησε την αμαρτία και τον θάνατο με την ανάσταση, για να εγείρει τον άνθρωπο στην αθανασία και την αιώνια ζωή, να ζωοποιήσει μέσα του την υπανάπτυκτη και νεκρωθείσα αίσθηση της αθανασίας και να την ανακαινίσει, ώστε να αισθανθεί ο άνθρωπος τον Θεό και την αιώνια ζωή ως το νόημα της ανθρώπινης ζωής και επάνω στη γη και στον ουρανό.
Στην πραγματικότητα η Εκκλησία του Θεανθρώπου δεν είναι άλλο παρά το θείο εργαστήριο, μέσα στο οποίο ακατάπαυστα ανανεώνεται, ενδυναμώνεται και αναζωογονείται η ανθρώπινη αίσθηση και συνείδηση της προσωπικής αθανασίας και του απείρου. Η προσευχή δεν καθιστά άπειρη την ψυχή, όταν την ενώνει με τον Θεό; Η αγάπη δεν απαθανατίζει την ψυχή, όταν την ανυψώνει ως τον Θεό; Η ευσπλαγχνία, η καλοσύνη, η ταπείνωση, η δικαιοσύνη, δεν απαθανατίζουν άραγε τον άνθρωπο, μεταφέροντας το είναι του στη βασιλεία της αλήθειας του Χριστού; Είναι απολύτως βέβαιο ότι με την κάθε ευαγγελική αλήθεια ο άνθρωπος νικά μέσα του λίγο από τον θάνατο, εωσότου τον νικήσει οριστικά και εξασφαλίσει στον εαυτό του την αθανασία και την αιώνια ζωή.
Στην θεανθρώπινη πρόοδο ο άνθρωπος οδεύει ακατάπαυστα δια του Χριστού ως δια της οδού του Θεού, δηλαδή δια της θείας Αληθείας, στην ζωή την αιώνια και αθάνατη. Όλα όμως αυτά τα χάρισε ο Θεάνθρωπος Χριστός στο ανθρώπινο γένος με την ανάστασή Του. Όλη η αλήθεια όλων των κόσμων, όλο το νόημα όλων των κτισμάτων, όλη η χαρά όλων των όντων δόθηκαν στο ανθρώπινο γένος με την ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Γι’ αυτό η ανάσταση του Χριστού είναι το πιο αποφασιστικό γεγονός στην ιστορία του κόσμου· από αυτήν πηγάζει η αιώνια και θεία αξία όχι μόνο του κάθε ανθρώπου ως μεμονωμένου προσώπου, αλλά και όλων των ανθρώπων μαζί.
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 144-6 (με γλωσσική απλοποίηση)