Θέλει θόρυβο η πίστη;
Υπάρχουν άνθρωποι που εξαιτίας της θέσης τους ή των έργων τους προσελκύουν τη δημοσιότητα, είτε το θέλουν είτε όχι. Υπάρχουν και κάποιοι που αγωνίζονται συνειδητά γι’ αυτήν. Για να ακούσουν τα «μπράβο» των άλλων, να συζητηθεί το όνομά τους.
Κάποτε φτάνουν στο σημείο να ευχαριστούνται ακόμη και με το να σχολιάζονται για το κακό το οποίο κάνουν. Δεν τους ενδιαφέρει όμως η αιτία ή το περιεχόμενο. Αρκεί να ασχοληθούν οι άλλοι μαζί τους. Η εποχή μας έχει αναγάγει αυτή τη στάση ζωής σε απόλυτη αξία, μέσω της εικονικής πραγματικότητας, μέσω του Διαδικτύου. Τώρα δεν είναι λόγοι ή έργα που οδηγούν στη συζήτηση για τους ανθρώπους. Είναι η εικόνα, η φωτογραφία, η σωματική διάσταση. Ζητούμε να μας συζητούν γι’ αυτό που φαινόμαστε. Κάποτε η τύχη του κόσμου και τω λαών, κατά άνθρωπον, κρίνεται από το ποιοι θα γίνουν ηγέτες όχι γι’ αυτό που είναι και πρεσβεύουν, αλλά γι’ αυτοί που δείχνουν προς τα έξω, την εμφανισιμότητα, την επικοινωνιακότητα, ίσως το «απόλυτο τίποτα».
Απέναντι σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι λειτουργούν με σεμνότητα. Με μέτρο. Όχι μόνο δεν αυτοπροβάλλονται, αλλά και όταν χρειάζεται να ελκύσουν το ενδιαφέρον των άλλων για συγκεκριμένους λόγους, προχωρούν σχεδόν κρυφά. Χωρίς θόρυβο. Ει δυνατόν να μην τους αντιληφθεί κανείς. Είναι όσοι γράφουν ιστορία μέσα από την ταπεινή διακονία. Όσοι ζούνε και πορεύονται στον χρόνο όντας γνωστοί από λίγους που μπορούν να τους εκτιμήσουν, κυρίως όμως από τον Θεό. Αυτοί που δεν κραυγάζουν και που δε θα γίνουν γνωστά τα αιτήματα, τα όνειρα, τα «θέλω» τους, που δε θα τους χρησιμοποιήσουν οι λίγοι και ισχυροί, αλλά θα μείνουν στις καρδιές όσων τους συναντούν όντας οι γείτονες της διπλανής πόρτας, αυτοί που είναι διαθέσιμοι οτιδήποτε κι αν συμβεί, αυτοί που ξέρουν να αγαπήσουν, να συμπαρασταθούν, ακόμη κι αν δεν μπορούν να απαντήσουν στα ερωτήματα των μεγάλων και τρανών.
Δύο ανθρώπινους τύπους, έναν επιφανή και έναν ταπεινό, συνάντησε ο Χριστός, όταν, μετά τη θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών, επιστρέφει στην Καπερναούμ. Από την μία τον αρχισυνάγωγο Ιάειρο, γνωστό και σπουδαίο στην περιοχή, το δωδεκάχρονο κορίτσι του οποίου ήταν ετοιμοθάνατο. Από την άλλη μία αιμορροούσα γυναίκα, η οποία επί δώδεκα έτη ήταν καταδικασμένη να μην μπορεί να προχωρήσει στη ζωή όπως όλες οι άλλες γυναίκες, καθώς η αιμορραγία της φύσης της την καθιστούσε ανίκανη να κάνει οικογένεια, να αγαπήσει, να γεννήσει παιδιά. Ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Η καταδικαστική αρρώστια επέμενε. Ο Ιάειρος πηγαίνει και παρακαλεί δημόσια τον Χριστό να έρθει στο σπίτι του και να γιατρέψει την άρρωστη θυγατέρα του. Η αιμορροούσα, αισθανόμενη ντροπή για τη ασθένειά της, αλλά και με μεγάλη ταπείνωση «προσελθούσα οπίσω ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής» (Λουκ. 8, 44). «Πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου Του κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε». Κανείς δεν την είδε, στριμωγμένη κι αυτή μέσα στο πλήθος που περιτριγύριζε τον Ιησού. Μόνο ο Χριστός κατάλαβε ότι έφυγε από Αυτόν δύναμη θεραπευτική. Και όταν απαίτησε να φανερωθεί «ποιος Τον άγγιξε», τότε «τρέμουσα» (Λουκ. 8,47) η γυναίκα έπεσε στα πόδια Του και ομολόγησε ενώπιον όλων την αρρώστια και την ίαση. Για να ακούσει το «θάρσει, θύγατερ. Η πίστις σου σέσωκέ σε. Πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. 8,48). Στη συνέχεια ο Χριστός θα αναστήσει και την νεκρή κόρη του Ιάειρου, δείχνοντας ότι ο Θεός ακούει και βλέπει όσους αγαπούν και πιστεύουν, ανεξαρτήτως αν κάνουν θόρυβο ή μένουν κρυμμένοι.
Ας μείνουμε στην αιμορροούσα γυναίκα. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά της παρουσίας της. Πρώτα το ότι προσπάθησε να αντιμετωπίσει την ασθένειά της με τα ανθρώπινα μέσα. Την επιστήμη. Τη γνώση. Δεν έμεινε απαθής στο πρόβλημά της. Μοιρολατρική. Παραιτημένη. Το δεύτερο είναι ότι πίστευε στον Θεό. Πίστευε ότι στα αδύνατα των ανθρώπων υπάρχει η δύναμη του Θεού και αυτή την πίστη την εξέφρασε στο πρόσωπο του Χριστού. Το τρίτο είναι η ταπεινή προσέγγιση. Δεν αισθάνθηκε ικανή να βγει δημόσια να ζητήσει το θαύμα. Άξια να παρακαλέσει ή να απαιτήσει. Μόνο αγγίζει κρυφά το ιμάτιο του Χριστού, δείχνοντας ότι δεν ήθελε τον θόρυβο, αλλά γνώμονάς της η ελπίδα ότι ο Θεός δε θα την απορρίψει για την αμαρτωλότητά της, καθότι εκείνα τα χρόνια η αρρώστια θεωρούνταν ως η τιμωρία από τον Θεό για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Και αναγνωρίζοντας τη δική της αναξιότητα, αγγίζει. Και σώζεται.
Δε θέλει θόρυβο η ζωή. Η πίστη. Η σχέση με τον Χριστό. Δε θέλει καμία απαίτηση. Συναίσθηση της αναξιότητάς μας θέλει. Ελπίδα και τόλμη να αγγίξουμε, όχι όμως γιατί δικαιούμαστε, αλλά γιατί Εκείνος μας αγαπά. Δε θέλει θόρυβο ούτε η σύγχρονη ζωή. Δεν έχει νόημα να προβάλλουμε μάταια την εικόνα μας, το πρόσωπό μας, τον εαυτό μας, αλλά μόνο όταν μας ζητηθεί από τον Θεό και τους ανθρώπους όχι για να έχουμε μία πρόσκαιρη δόξα, αλλά για να λειτουργήσει η δύναμη του Θεού και μέσα μας και δι’ ημών στον κόσμο. Γιατί ο Θεός αποκαλύπτεται μέσω των ανθρώπων. Μέσω της πίστης και της αγάπης. Και τότε ακόμη και οι σπουδαίοι, όπως ο Ιάειρος, λαμβάνουν απάντηση δια της παρουσίας του Χριστού στη ζωή τους. Όλη η δόξα του Ιάειρου δεν αξίζει μπροστά στη δύναμη της παρουσίας του Χριστού. Το ίδιο και η περιουσία της αιμορροούσης, ακόμη και η σιωπηλή της κίνηση. Τα πάντα Χριστός. Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια την οποία λησμονεί ο κόσμος και που καλούμαστε τελικά δια των αγίων και της δικής μας ζωής να ζούμε και να φανερώνουμε με τις λιγοστές μας δυνάμεις.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός