Θέλω να με γνωρίζει ο Θεός
Πολύ της μόδας έγιναν στην εποχή μας και θεωρούνται μοντέρνες ιδέες τα θολά, βαλτωμένα απόνερα πολύ παλιών θρησκευτικών θεωριών για το τι είναι ο Θεός και ποια είναι η σημασία του για τον άνθρωπο.
Το να μιλάει κανείς σήμερα με τους «παρωχημένους» όρους Χριστός, Παναγία, Αγία Τριάδα, προσευχή, άγγελος, δαίμονας, διάβολος, άγιος, θαύμα, Θεός και μάλιστα Θεός – πρόσωπο, είναι πολύ ξεπερασμένο. Αντιθέτως αν πει τις μαγικές λέξεις ανώτερη ή απρόσωπη δύναμη, συμπαντική ή θετική ή αρνητική ενέργεια, προσωπική αύρα, διαλογισμός, γιόγκα, εξωσωματική εμπειρία κλπ., είναι ευθυγραμμισμένος απόλυτα με την προοδευτική, κουλτουριάρικη διανόηση, που, νομίζοντας ότι έχει εξελιχθεί και φθάσει σε ανώτερη «γνώση», περιφρονεί οτιδήποτε δεν ανήκει στη «γνώση» αυτή.
Αλλά τι σημαίνει απρόσωπη δύναμη; Μια δύναμη που δεν προσωποποιείται σε μια συγκεκριμένη οντότητα. Μια ουσία, μια φύση που δεν υλοποιείται σε μια ιδιαίτερη ενσυνείδητη μορφή, δεν «υποστασιάζεται» σε πρόσωπο, όπως λέει η θεολογική γλώσσα, δεν αποτελεί μια αυτοτελή ύπαρξη. Συνεπώς δεν έχει τα γνωρίσματα, τις ιδιότητες ενός διακεκριμένου όντος. Δηλαδή δεν έχει καμιά συνείδηση του εαυτού της. Δεν ξέρει ότι υπάρχει, εφόσον δεν μπορεί να σκεφθεί. Είναι υποταγμένη στους νόμους που διέπουν τη φύση της. Δεν έχει προσωπική ελευθερία να κινηθεί έξω από αυτούς, να ενεργήσει, να κάνει κάτι διαφορετικό. Δεν έχει προσωπική θέληση, ούτε προσωπικά συναισθήματα ή οτιδήποτε άλλο προσωπικό χαρακτηρίζει μια χωριστή ύπαρξη.
Ας το δούμε, για πιο εύκολα, σε μια φυσική δύναμη. Ας πάρουμε την ενέργεια σε μια από τις γνωστές της μορφές, π.χ. τον ηλεκτρισμό. Γεμίζει τον φυσικό κόσμο, χωρίς να υλοποιείται σε μία συγκεκριμένη, ξεχωριστή, συνειδητή ύπαρξη, που να μπορεί δηλαδή να σκέφτεται, να αισθάνεται, να γνωρίζει άλλα όντα, να έρχεται σε σχέση μαζί τους, να αγαπά ή να μισεί. Όποιος το ισχυρισθεί αυτό θα θεωρηθεί αμέσως ηλίθιος. Εκδηλώνεται μόνο όπως επιβάλλουν οι φυσικοί νόμοι που την διέπουν. Δεν έχει προσωπική ελευθερία ούτε θέληση να πράξει κάτι που δεν εντάσσεται στους νόμους αυτούς. Δεν έχει συνείδηση της ύπαρξής της, δηλαδή δεν ξέρει καν ότι υπάρχει σαν ουσία ή ενέργεια. Είναι μια τυφλή δύναμη. Όποιος μπορεί να ελέγξει τους φυσικούς νόμους, μπορεί να ρυθμίσει και τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί ο ηλεκτρισμός. Έτσι ο άνθρωπος υποτάσσει τον ηλεκτρισμό και του υπαγορεύει με τι τρόπο θα εκδηλώνεται. Εκεί όμως που δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος των φυσικών νόμων, ο ηλεκτρισμός δρα τυφλά και ο άνθρωπος είναι έρμαιο της απρόσωπης δύναμής του (π.χ. κεραυνός). Δεν μπορεί να ελπίζει σε κάποια ευσπλαχνία εκ μέρους μιας αδυσώπητης τυφλής δύναμης.
Τι σημαίνει προσωπική ύπαρξη; Να υπάρχει κάποιος με συγκεκριμένη οντότητα. Να έχει συνείδηση του εαυτού του. Να νοιώθει, να ξέρει ότι υπάρχει. Να γνωρίζει τον εαυτό του, δηλαδή να μπορεί να πει, «είμαι ο τάδε». Να είναι πρόσωπο, προσωπικότητα. Να σκέφτεται, να θέλει, να μπορεί να ενεργήσει ελεύθερα, είτε για το καλό του είτε για το κακό του. Να έχει συναισθήματα, να μπορεί να αγαπήσει ή να μισήσει. Να μπορεί δηλαδή να σχετισθεί κατά βούληση με άλλα συνειδητά όντα, να κινηθεί προς αυτά ή να απομακρυνθεί από κοντά τους. Να έχει όλα τα γνωρίσματα μιας ύπαρξης που έχει ενσυνείδητη αίσθηση του εαυτού της.
Τέτοια όμως ύπαρξη ενσυνείδητη, προσωπική, όχι απρόσωπη, είναι και ο Θεός, όπως μας τον φανέρωσε ο Χριστός. Έχει απόλυτη συνείδηση ότι υπάρχει. Είναι ελεύθερος να ενεργήσει όπως θέλει. Δεν υποτάσσεται παρά τη θέλησή του σε κανένα τυφλό νόμο. Έχει την ικανότητα να αγαπάει και μάλιστα απέραντα. Γνωρίζει τον άνθρωπο, μπορεί και θέλει να σχετίζεται μαζί του και μάλιστα τον προσκαλεί σε μία, ελεύθερη πάντα, πραγματική ένωση μαζί του. Όπου ο άνθρωπος δεν χάνει το δικό του πρόσωπο, τη δική του ύπαρξη, τη δική του αυτοσυνειδησία. Αλλά δέχεται την ενέργεια (αγάπη) του Θεού και, χωρίς να χάσει τίποτε απ’ τη δική του ενσυνείδητη οντότητα, βιώνει και μιαν άλλη θαυμαστή πραγματικότητα. Σαν το σίδερο που θερμαίνεται στη φωτιά, ενώνεται με την ενέργειά της (τη θερμότητα) και κοκκινίζει, χωρίς να παύει ποτέ να είναι σίδερο.
Η ένωση όμως με μια απρόσωπη τυφλή θεότητα, λένε οι υπέρμαχοί της, σημαίνει να διαλυθεί η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στην απρόσωπη ανώτερη(;) δύναμη. Όπως πέφτει μια σταγόνα στον ωκεανό και διαχέεται, χάνεται. Γίνεται ένα μαζί του. Από εκεί και πέρα η σταγόνα παύει να υπάρχει ξεχωριστά, να έχει προσωπική ζωή, ελευθερία, οντότητα. Ούτε ο ωκεανός ούτε η σταγόνα έχουν αίσθηση ότι υπάρχουν. Η οποιαδήποτε ενέργειά τους υποτάσσεται στους νόμους που διέπουν τη φύση του νερού.
Δηλαδή: Ένωση με απρόσωπη δύναμη σημαίνει στο εξής ουσιαστικά ανυπαρξία για μένα, απώλεια της αίσθησής μου ότι υπάρχω προσωπικά. Γι’ αυτό και προτιμώ τον Θεό που υπάρχει ως πρόσωπο και μάλιστα τριαδικά. Τον Θεό που ξέρει τι του γίνεται, γνωρίζει καλά τον εαυτό του, αλλά γνωρίζει κι εμένα με το όνομά μου, με αγαπάει, με καλεί – χωρίς να με αναγκάζει – κοντά του και μου χαρίζει μια αιώνια, προσωπική, ενσυνείδητη ζωή, πληθωρικά γεμάτη απ’ τον υπέροχο πλούτο της δικής του ζωής. Τον ένα τριαδικό Θεό που κοντά σε μένα γνωρίζει και όλα τα άλλα λογικά του πρόβατα, «τα καλεί κατ’ όνομα» και κάνει τα πάντα γι’ αυτά, ώστε να τα συναγάγει εις «μίαν ποίμνην».
Είναι η μόνη διαθέσιμη προσφορά αυτού του είδους. Πώς να την απορρίψω;
Γι’ αυτό και «πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα, Παντοκράτορα, …και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, …και εις το Πνεύμα το Άγιον, …το εκ του Πατρός εκπορευόμενον…». Στον τρισυπόστατο προσωπικό Θεό, τον οποίο ανακαλύπτω και συναντώ, σε μια ασύγκριτη σχέση αγάπης, μόνο μέσα στη μία, αγία, καθολική και αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία μου.
Από το περιοδικό ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 391, Φεβρ. 2016 (επηυξημένο).