Dogma

Η θεολογική ερμηνεία της Μεταμόρφωσης του Χριστού

Στο γεγονός της μεταμόρφωσης έχουμε τα έξης ενδιαφέροντα στοιχεία για μια ουσιαστική θεολογική προσέγγιση. Καταρχήν έχουμε την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία, δύο προσώπων της ιερής ιστορίας του Ισραήλ που συνδέονται άμεσα με την έλευση και την εμφάνιση του Μεσσία.

Ο χαρακτήρας του γεγονότος, επομένως, είναι σαφώς μεσσιανολογικός και άρα η όλη ευαγγελική διήγηση είναι καθαρά χριστοκεντρική . Με άλλα λόγια έρχεται να φωτίσει το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού και να δώσει σαφή απάντηση στο ιστορικό ερώτημα «τις γαρ ούτος έστιν ;».

Ο Ιησούς δεν είναι μόνο ιστορικό πρόσωπο, που γεννάται σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας και εν ημέραις Ηρώδου τον Μεγάλου»,που γενεαλογείται ως μέλος κάποιας συγκεκριμένης οικογένειας της φυλής και του γένους Δαβίδ, αλλά είναι και ο αναμενόμενος δια μέσου των αιώνων Χριστός του Κυρίου που θα έρθει για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Αυτή δε η έλευση του θα επιβεβαιωθεί, κατά την παράδοση, από την παρουσία των αποκαλυπτικών προσώπων του Μωϋσή και του Ηλία.

Η παρουσία δε αυτή του Μωϋσή και του Ηλία έχει μια βαθιά παράδοση στην εσχατολογία και τη μεσσιανολογία του Ισραήλ. Όπως και η εμφάνιση, κατά μια άλλη παράλληλη παράδοση, του Μωϋσή και του Ενώχ. Τα πρόσωπα αυτά αποτελούν την εγγύηση και την επιβεβαίωση μιας αληθινής μεσσιανικής παρουσίας αλλά και θεοφάνειας . Και δεν επιβεβαιώνουν μόνο την παρουσία του Μεσσία -Χριστού στο ιστορικό παρόν, αλλά τα ίδια τα πρόσωπα αυτά υπάρχει παράδοση ότι θα συνοδεύσουν τον Χριστό και κατά τη δευτέρα και ένδοξη εσχατολογική παρουσία. Γι’ αυτό ακριβώς και το γεγονός της μεταμόρφωσης αποτελεί πρόγευση και προμήνυμα και της ένδοξης δευτέρας παρουσίας. Έτσι στο γεγονός αυτό έχουμε την ιστορία της μεταμόρφωσης, αλλά και την προοπτική της εσχατολογικής εξέλιξης και πλήρωσης.

Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της μεταμόρφωσης είναι η εμφάνιση και η παρουσία του ακτίστου φωτός. Το φως της μεταμόρφωσης περιβάλλει κατά κύριο λόγο τον Ιησού Χριστό και κατ’ επέκταση τους μαθητές, τον κόσμο όλο και όλη την κτίση. Διερωτάται βέβαια κανείς τι είδους φως είναι αυτό και ποια η σημασία του. Μήπως πρόκειται για μια απλή ανταύγεια ακτίνων του ηλίου που φωτίζουν τα πράγματα και λαμπρύνουν τα αντικείμενα, ή πρόκειται για κάποιο άλλο «φως», άλλης φύσεως και άλλης ποιότητας; Το ερώτημα αυτό που τίθεται από πολλούς απαιτεί όχι μόνο ιστορική προσέγγιση αλλά και θεολογική διερεύνηση.

Η πατερική ερμηνευτική θεολογία κάνει ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Ειδικότερα ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του «Εξαήμερος», σχολιάζοντας τα γεγονότα της αρχικής δημιουργίας, ομιλεί σε κάποιο σημείο για ένα πρωταρχικό «φως» της πρώτης ημέρας. Αυτό το «φως» το αποκαλεί «φως καθαρότατον », «ειλικρινές» και « άϋλον ».

Το διακρίνει δε με κάθε σαφήνεια από το γνωστό μας φως του ηλίου και της σελήνης και αφήνει να νοηθεί ότι μάλλον πρόκειται για κάποιο «άκτιστο» φως που να δηλώνει την παρουσία του δημιουργού Θεού. Πολύ αργότερα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα μιλήσει και αυτός πάλι με μεγάλη σαφήνεια για την ύπαρξη ενός « ακτίστου φωτός» και θα το διακρίνει από κάθε κτιστό και υλικής φύσεως φως. Το κτιστό ανήκει στη δημιουργία και στον κόσμο μας, το άκτιστο ανήκει στο θεό και στην παρουσία του. Το ένα είναι υλικό και θαμπό, το άλλο είναι « άϋλο » και «καθαρότατο». Επομένως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου συναντάται με την ερμηνεία του Μεγάλου Βασιλείου και μπορεί να θεωρηθεί ως προηγούμενο για μας για την κατανόηση του φωτός της μεταμόρφωσης και του φωτός του κενού τάφου και της ανάστασης. Αυτό το ίδιο φως πληροί την πνευματική μας πορεία και μεταμορφώνει τις υπάρξεις μας. Υπ’ αυτή την έννοια το φως της μεταμόρφωσης του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος επιδέχεται βαθιά θεολογική προσέγγιση και δεν μας επ