Τα μυστήρια του Θεού πρέπει να μείνουν για σένα μυστήρια, διότι δεν είσαι Θεός και δεν μπορείς να γνωρίζεις ό,τι είναι γνωστό στον μόνο Σοφό, Παντοδύναμο Θεό. Είσαι το δημιούργημα των χειρών Του, το πιο ασήμαντο δημιούργημά Του.
Θυμήσου ότι υπήρχε καιρός, κατά τον οποίο δεν υπήρχε τίποτε και μετά από αυτό δημιουργήθηκε ό,τι υπάρχει τώρα εκ του μηδενός από τον Λόγο του Θεού. «Χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιω. 1:3).
Όταν μιλούμε για τον ένδοξο Θεό, για το θέλημά Του και τον νόμο Του, πρέπει να ξεχνάμε όλως διόλου τη δική μας δόξα και να παραδιδόμαστε στη θεωρία της δόξας του Θεού και του πάνσοφου και πανεύσπλαχνου θελήματός Του.
Αυτές τις στιγμές δεν πρέπει να σκεπτόμαστε την ατέλειά μας, την οποία ο πονηρός φέρνει στη διάνοια και τα συναισθήματά μας για να μας ταπεινώσει στα μάτια μας, να μας βυθίσει σε ντροπή, απογοήτευση και απελπισία. Πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι δεν υπάρχει τελειότητα σε τίποτε επίγειο και σε καμία επίγεια δόξα. «Διότι εκ μέρους γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν» (Α’ Κορ. 13:9).
Εκείνος ο οποίος ντρέπεται και κοκκινίζει για την ατέλειά του, ντρέπεται διότι βλέπει φάντασμα που εμφανίζεται στη φαντασία του και είναι υπερήφανος για τη φαντασιώδη τελειότητά του.
Όσοι δεν πιστεύουν στην πανταχού παρουσία του Θεού, υποβιβάζουν τη δύναμη του Θεού, διότι δεν αποδίδουν σε Αυτόν και αυτή την ιδιότητα την οποία έχει ο αέρας, αφού ο αέρας βρίσκεται παντού. Και δεν είναι πανταχού ο Δημιουργός του αέρα;
Απιστία στην πανταχού παρουσία του Θεού – ή γενικά κάθε αμαρτία – είναι ισχυρή απόδειξη της πανταχού παρουσίας Του. Διότι κατά τον χρόνο της απιστίας η καρδιά μου στενοχωρείται, υποφέρει, βασανίζεται· ο νους μου σκοτίζεται και βρίσκομαι ολόκληρος σε κατάσταση εγκατάλειψης και λύπης.
Όταν όμως πιστεύω με ζώσα πίστη ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών σε κάθε τόπο και επομένως είναι πάντοτε μαζί μου και εντός μου, η καρδιά μου διευρύνεται, είναι ελεύθερη, χαίρεται, και ο νους μου είναι διαυγής και καθαρός· είναι σε κατάσταση ψυχικής αγαλλίασης.
Έτσι, αυτό το οποίο με καταστρέφει, αυτό το ίδιο χρησιμεύει ως η μεγαλύτερη απόδειξη της ύπαρξης Εκείνου για τον Οποίο αμφέβαλλα.
Η απιστία με βασανίζει, διότι αποτελεί συκοφαντία της καρδιάς μου ή του πονηρού πνεύματος κατά του Θεού, ο Οποίος είναι η ζωή μου. Η διανοητική άρνηση της ίδιας της ζωής από την ελεύθερη ψυχή μου είναι πραγματικά και φυσικά ο θάνατός της.
Επίσης, ο Θεός είναι Ον σκεπτόμενο, αλλά και η ψυχή μου επίσης είναι ον σκεπτόμενο, που προήλθε από το πρώτο· η συνομιλία και συναναστροφή μου λοιπόν με τον Θεό γίνεται μέσω της σκέψης, της πίστης της καρδιάς· αυτό λοιπόν είναι σαφής και ισχυρή απόδειξη ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών.
Όταν δεν έχω τέτοια σκέψη, αυτό σημαίνει ότι έχω την αντίθετη, την αρνητική· και όταν η σκέψη που με ενώνει με τον Θεό δεν υπάρχει μέσα μου, τότε δεν υπάρχει για εμένα αληθινή ζωή, αλλά φάντασμα, τρόπον τινά, μιας ψευδούς, κτηνώδους ζωής.
Από το βιβλίο: Αγίου Ιωάννου πρωθιέρεως της Κρονστάνδης, Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 15, 17.