Η Τουρκία δεν θέλει να συνειδητοποιήσει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάθηκε οριστικά στα βάθη της ιστορίας αφήνοντας πίσω ανάγλυφα τα ίχνη της βαρβαρότητάς της. Γι’ αυτό προσπαθεί να ασκήσει σήμερα την πολιτική της σε απόλυτη ευθυγράμμιση με το μοντέλλο εξουσίας που είχαν διαμορφώσει οι προπάτορές της, άσχετα αν το μοντέλλο αυτό είναι ασύμβατο με τον πολιτισμό της εποχής μας.
Όπως και με άλλη ευκαιρία έχω σημειώσει, η Τουρκία είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, η οποία ζει το παρόν καθοδηγούμενη και εμπνεεόμενη από την λογική και τις μεθόδους τους παρελθόντος της. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να εκτιμηθούν οι κατ’ εξακολούθηση προκλήσεις και η επιθετικότητά της εναντίον της Ελλάδος με στόχο να επιβάλει τις απόψεις της στις διαφορές που έχουμε μαζί της. Αδιαφορεί για την διεθνή νομιμότητα που διαμορφώθηκε με τις διάφορες Διεθνείς Συνθήκες ή Συμβάσεις, πολλές από τις οποίες φέρουν και την δική της υπογραφή. Περιφρονεί Ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που καταδικάζουν τις παρανομίες της. Και γενικά είναι μια χώρα που δείχνει ότι δεν δεσμεύεται από τίποτε ούτε φοβάται κανένα. Θαρρείς και βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά την οποία οι προπάτορες της Τουρκίας έκαναν, ό, τι ήθελαν, χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα για τις πράξεις τους.
Για αυτήν τα αναρχική νοοτροπία των Νέο-Οθωμανών την ευθύνη φέρουν αποκλειστικά οι «μεγάλοι» που την ανέχονται ή την υποθάλπουν, για να μη κακοκαρδίσουν την Τουρκία, στην οποία έχουν εναποθέσει τα γεωστρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα.
Όλα όσα κάνει σήμερα η Τουρκία αποτελούν έκφραση ενός γενικότερου αναθεωρητισμού που διέπει την πολιτική της ήδη από τα χρόνια της εμφάνισης των Νεότουρκων του Κεμάλ Ατατούρκ (1908), οι οποίοι ανέτρεψαν το 1918 τον ηττημένο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1848-1918), που έδωσε «γην και ύδωρ» στους Συμμάχους και ανέλαβαν την εξουσία. Επισήμως ο σχετικός αναθεωρητισμός άρχισε με το σχέδιο εκκαθαρίσεων που κατέστρωσε ο Κεμάλ σε βάρος αλλόφυλων και αλλόδοξων πληθυσμών της Τουρκίας και συντελέστηκε με τις δύο διεθνώς αναγνωρισμένες γενοκτονίες: ήτοι αφ’ ενός των Αρμενίων (1915) και αφ’ ετέρου των Ποντίων (1914-1916).
Σήμερα μια όψη του τουρκικού αναθεωρητισμού εκδηλώθηκε με την μετροπή πριν από τρία χρόνια του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας, η οποία ύστερα από 86 χρόνια έπαψε να λειτουργεί ως Μουσείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, όπω την είχε καθιεώσει με νόμο του ο Κεμάλ και επανήλθε στο καθεστώς του Μουσουλμανικού Τεμένους, όπως ήταν καθ’ όλη την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ερντογάν, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, μετέτρεψε τελικά πάλι με δικό του νόμο την Αγία Σοφία σε τζαμί και την έδωσε προς χρήση στους αλάχου-ακμπαράκηδες. Η σκέψη αυτή «στριφογύρυζε», όπως είπε, για πολλά χρόνια στο μυαλό του, αλλά δίσταζε να την υλοποιήσει, επειδή φοβόταν την αντίδραση των ψεγάλων. Το έπραξε, όταν διαπίστωσε ότι δεν ασχολούνται με αυτά οι «μεγάλοι». Θα ήταν ορθότερο να πεί εδώ ότι το έπραξε, επειδή βεβαιώθηκε ότι οι «μεγάλοι» δεν ήσαν τελικά τα «θηρία» που φοβόταν, αλλά «κόττες». Μοιάζει εδώ το πράγμα με κάτι ανάλογο που είχε πει ο στρατηγός και πρωθυπουργός Γεώργιος Κονδύλης: «Εάν ήξερα ότι είναι τόσο εύκολο να αντιμετωπίσεις τον Ελληνικόό Λαό, θα τον κυβερνούσα από τότε που ήμουνα Λοχίας»! Εν πάση περιπτώσει, για να μείνουμε στο προκείμενο. Δεν ήταν ασφαλώς δικαίωμά του Ερντογάν να το πράξει αυτό, όπως πλημμελώς ισχυρίσθηκαν πολλοί, μεταξύ των οποίων και οι εν Χριστώ αδελφοί μας του Ξανθού Γενους!
Ήταν αντιθέτως καθήκον του, απορρέον από τις Διεθνείς Συμβάσεις που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, να σεβασθεί την Αγία Σοφία ως Οίκο αλλόδοξης Θρησκείας. Και όχι απλά να την διατηρήσει ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, αλλά να την αποδώσει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο οποίο ανήκει.
Την άποψη ότι είχαν δικαίωμα οι Τούρκοι να μεταβάλουν το καθεστώς της Αγίας Σοφίας και να την ξανακάνουν Τζαμί την προβάλλουν σήμερα επισήμως οι Τούρκοι. Ακούσαμε τις προάλλες έκπληκτοι τον εκπρόσωπο της Τουρκικής Προεδρίας κ. Τσελίκ ούτε λίγο πολύ να μας εγκαλεί όσους υποστηρίζουμε ότι δεν είχε δικαίωμα η Τουρκία να μετατρέψει σε τζαμί την Αγία Σοφία. «Τί δουλειά έχουν οι ΄Ελληνες», μας είπε, «να ανακατεύονται στα εσωτερικά μας ζητήγματα; Η Αγία Σοφία είναι δική μας. Μας ανήκει από το 1453. Και γι’ αυτό μπορούμε να την κάνουμε ό,τι θέλουμε»!!! Έχω κατ’ επανάληψη τονίσει και δεν θα πάψω ασφαλώς να το πω πάλι, όπου χρειασθεί, όπως εδώ, ότι η άποψη αυτή των Τούρκων και όσων την συμμερίζονται είναι εντελώς ξένη προς τον πολιτισμό της εποχής μας. Μπορεί ή άποψη αυτή να είχε εξουσιαστικό έρεισμα στην εποχή της Άλωσης, που την διείπε η βαρβαρότητα των ορδών του Μωάμεθ του Β΄ του κατακτητή, δεν έχει όμως καμιά απολύτως νομιμοποιητική βάση στην σημερινή δικαιοκρατούμενη εποχή, στην οποία προστατεύονται πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα από όλες ανεξαιρέτως τις Διεθνείς Συμβάσεις που τα προβλέπουν και τα κατοχυρώνουν.
Και θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα δεν είναι μόνο να έχεις την ελευθερία να ακολουθείς, όποια θρησκευτική πίστη θέλεις. Ανθρώπινο δικαίωμα είναι και το συμπλήρωμα της θρησκευτικής πίστης που επιλέγεις. Η ελευθερία δηλ. να εκδηλώνεις την θρησκευτική σου πίστη στους δικούς σου χώρους λατρείας, επί των οποίων δεν μπορεί νομικά να θεμελιωθεί δικαίωμα κυριότητας του κατακτητή. Ο κατακτητής αποκτά την κυριότητα των εδαφών που κατέκτησε και των ευρισκομένων επ’ αυτών χτισμάτων. Ουδέποτε όμως μπορεί να επικαλεσθεί σήμερα δικαίωμα κυριότητας επί των χώρων λατρείας που υπάρχουν στα κατεχόμενα manu militari εδάφη. Οι χώροι λατρείας αποτελούν συστατικό του ανθρωπίνου δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως. Και η βαρβαρότητα των Οθωμανών που στέρησε κάποτε ακόμη και την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως των υποδουλωθέντων Ελλήνων, αλλά και το δικαίωμα στην ελεύθερη χρήση των σεβασμάτων τους δεν αποτελεί τίτλο χρησικτησίας.
Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει ο κ. Τσελίκ ή να φροντίσει να το μάθει από τους νομικούς συμβούλους του και να μη καυχάται με τόσο χονδροειδή τρόπο για την βαρβαρότητα της σημερινής Τουρκίας. Για όλα αυτά όμως φταίνει άλλοι που αφήνουν τους Τούρκους να εκδηλώνουν τις σχετικές βαρβαρότητές τους.
Ο αναθεωρητισμός όμως της Τουρκίας δεν σταματάει στην Αγία Σοφία. Εκδηλώνεται παράλληλα και προς την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδος σε όλα τα νησιά του Βοειο-Ανατολικού Αγαίου και της Δωδεκανήσου, τα οποία μας παραχωρήθηκαν αντιστοίχως με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και με την Συμφωνία των Παρισίων το 1947. Και στις δύο περιπτώσεις με την πρόβλεψη στα αντίστοιχα διεθνή κείμενα ότι τα νησία αυτά θα είναι αποστρατιωτικοποιημένα «προς εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης». Αυτήν την φράση, η οποία κατά το αληθές νόημά της αποτελεί απλά τον λόγο της απαίτησης της αποστρατιωτικοποίησης των παραχωρούμενων στην Ελλάδα νησιών, η Τουρκία την ερμηνεύει ως διαλυτική αίρεση της σχετικής παραχώρησης με αποτέλεσμα, κατά τα λεγόμενα των Τούρκων, εφ’ όσον τα μνημονευόμενα νησιά είναι στρατιωτικοποιημένα, να μη έχει μεταβιβασθεί τελικά η κυριότητά τους στην Ελλάδα.
Επομένως, κατά τους τουρκικούς ισχυρισμούς, τα εν λόγω νησιά εξακολουθούν να ανήκουν στην Τουρκία. Γι’ αυτό και όλοι πια σήμερα ομιλούν στην Τουρκία για τα «νησία τους», που τελούν υπό την παράνομη κατοχή της Ελλάδος και πρέπει να φροντίσουν να τα απελευθερώσουν! Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί ο άλλος συναφής αναθεωρητισμός της Τουρκίας για την λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα»; Με τον ίδιο τρόπο αντιδρούν και όλοι οι βρυκόλακες στις ταινίες επιστημονικής φανατασίας. Μόλις βλέπουν τα υποψήφια θύματά τους να φορούν Σταυρό, προσπαθούν να τα πείσουν να τον βγάλουν από επάνω τους, για να μπορέσουν να τα «δρακουλέψουν» ευκολότερα. Εάν αναλογισθεί κάποιος ότι αυτός που απειλεί σήμερα την διεθνή ειρήνη δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Τουρκία, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου. Τους τα είπε άλλωστε δικός τους Καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου, που τον εξαφάνισαν αμέσως: «Τί περιμένατε να κάνουν οι Έλληνες, όταν διατηρούμε απέναντι από τα νησιά τους την Στρατιά του Αιγαίου και όταν κατέχουμε δια των όπλων την μισή Κύπρο; Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτο. Με τους βαρβάρους πάντως που τους άφησαν οι «μεγάλοι» να ριζώσουν στα μέρη μας δεν πρόπειται να ησυχάσουμε ποτέ.