Θρησκοληψία και αληθινή θρησκευτική πίστη
Τώρα πια οι χώροι της θρησκοληψίας και της αληθινής θρησκευτικής πίστης είναι σαφώς οριοθετημένοι, για να γνωρίζει ο καθένας, πού ανήκει με το προσωπικό του παράδειγμα, αλλά και για να μπορούμε και εμείς να διακρίνουμε τους ανθρώπους με βάση τις εξωτερικά εμφανείς επιλογές τους.
Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Ασχολούμενος κάποιος σήμερα με το ζήτημα, πόσοι άνθρωποι πιστεύουν τελικά στον Θεό και ειδικότερα στον Χριστό, καταλήγει σε ορισμένους αριθμούς που συνθέτουν το σχετικό ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι έχουν θρησκευτικό βίωμα. Εκείνο όμως που δεν μπορούν να μετρήσουν ποτέ οι σχετικές δημοσκοπήσεις είναι η εσωτερική σχέση που έχει ο καθένας, από όσους ομολογούν το θρησκευτικό τους βίωμα, με τον Θεό που λατρεύουν. Τον Χριστό.
Δεν είναι ούτε στην αρμοδιότητα ούτε στις προθέσεις του γράφοντος να ελέγξει το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνείδησης ουδενός. Δεν νομιμοποιείται άλλωστε να το πράξει, αφού η σχέση του καθενός με τον Θεό είναι προσωπική. Όταν λοιπόν ομιλούμε εδώ για εσωτερική σχέση, εννοούμε την συνέπεια του δηλούμενου θρησκευτικού βιώματος με την βασική διαδασκαλία Εκείνου που το εκφράζει. Δεν μπορείς δηλ. να λες ότι είσαι Χριστιανός και να λειτουργείς ως Τζιχαντιστής, την στιγμή που είναι σε όλους γνωστό ότι η πεμπτουσία της Χριστιανικής Διδασκαλίας (άσχετα, αν την αποδέχονται ή την απορρίπτουν κάποιοι) είναι η Εντολή της Αγάπης προς τον πλησίον. Κάτι ανάλογο δεν γίνεται και στην σχέση μας με άλλες αξιολογικές έννοιες, όπως είναι λ.χ. η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη; Πόσο πειστική είναι η ομολογία της προσήλωσης κάποιου στο ιδεώδες της Δημοκρατίας, όταν η πολιτεία του προβάλλει προς τα έξω συνεχώς μια αυταρχική νοοτροπία σε όλες τις αναφορές της ζωής του; Και ποιά άλλη θερμότερη συνηγορία περιμένει να δει κάποιος, πέρα από αυτήν που επιμαρτυρεί το προσωπικό παράδειγμα, για να αντιληφθεί, πώς εννοούν την Δικαιοσύνη, όσοι κόπτονται με θεωρητικές διακηρύξεις προς αυτήν, ενώ στην πράξη απεργάζονται την αδικία; Με αυτές τις σκέψεις γίνεται, νομίζω, φανερό, από ποιά οπτική γωνία βλέπουμε την εσωτερική σχέση εκείνων που δηλώνουν ότι έχουν χριστιανικό θρησκευτικό βίωμα με τον ίδιο τον Χριστό. Η σχέση αυτή οριοθετείται, αλλά και δοκιμάζεται από δύο έννοιες: Την Θρησκοληψία και την αληθινή πίστη στον Χριστό.
Δεν χρειάζεται να πούμε εδώ πολλά, για να προσδιορίσουμε την έννοια της αληθινής πίστης στον Χριστό, αφού τα γνωρίσματα αυτής της πίστης μας τα έδωσε ο ίδιος ο Ναζωραίος κατ’ επανάληψη. Μας τα έδωσε με σαφήνεια, όταν μάς έλεγε ότι δεν θα εισέλθουν στην Βασιλεία των Ουρανών όσοι απλά επικαλούνται το όνομά Του («Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλά ο ποιών το Θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς» (Ματθ ζ, 21. Βλ. και Ιω ιδ, 21).
Και μας τα έδωσε ακόμη με την ίδια σαφήνεια, όταν διευκρίνιζε χωρίς πολλά λόγια, πώς θα ξεχωρίζουμε ανάμεσά μας τους αληθινούς από τους ψεύτικους μαθητές Του: «Εν τούτω γνώσονται πάντες», μας είπε, «ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχετε αλληλοις» (Ιω, ιγ 35). Συμπληρώνει μάλιστα ο Κύριος ότι το μέτρο της μεταξύ μας αγάπης δεν είναι αυτό που συμβατικά συνήθως εκδηλώνουμε ο ένας προς τον άλλον, αλλά εκείνο που μας έδωσε ο Ίδιος: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα ημάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού;» (Ιω ιε, 12, 13). Στην κατεύθυνση που χάραξε ο Κύριος κινείται και ο λόγος του Αποστόλου Παύλου, που θεωρεί αδιάψευστο κριτήριο της αληθινής πίστης στον Χριστό την έμπρακτη ομολογία μας προς Αυτόν. Μιλάει ο Απόστολος Παύλος για «πίστιν δι’ έργων μαρτυρουμένην». Γιορτάσαμε την προηγούμενη εβδομάδα την Παγκόσμιο Ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Το τί ακριβώς είναι και τί συμβολίζει ο Σταυρός του Κυρίου για τους Χριστιανούς, το γνωρίζουμε όλοι. Εκείνο που φαίνεται να λησμονούμε είναι η σχέση του Σταυρού του Ναζωραίου με τον καθένα από εμάς, που θέλουμε να λεγόμαστε Χριστιανοί. Μας το θυμίζει και πάλι ο Χριστός, που επιδιώκει να μας κάνει συνοδοιπόρους Του στον Γολγοθά, εάν πιστεύουμε αληθινά σε Αυτόν: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ η, 34). Πώς μπορούμε να συνατήσουμε τον Χριστό στον Γολγοθά; Μέσω του προσωπικού σταυρού του που σηκώνει ο καθένας από εμάς.
Για να φορτωθούμε όμως τον προσωπικό σταυρό μας και να μπορέσουμε να φθάσουμε με αυτόν στον Γολγοθά, όπου μας περιμένει ο Κύριος, πρέπει, σύμφωνα με την προτροπή Του, να απαρνηθούμε τον εαυτόν μας. Αυτόν που είναι ζευγμένος στο «άρμα» του εγωισμού και σε κάθε παροξυσμό του μας τραβάει στον κατήφορο, στον οποίο κινείται αυτό το «άρμα». Ο κατήφορος δεν οδηγεί ποτέ στον Γολγοθά. Διότι ο Γολγοθάς είναι μαρτυρική ανάβαση, που σε οδηγεί στην κορυφή του μαρτυρίου. Και από εκεί στο ξάγναντο της Ανάστασης. Μόνον έτσι μπορεί να βιώσει κάποιος αληθινά τον Σταυρο-Αναστάσιμο χαρακτήρα της χριστιανικής Διδασκαλίας.
Τί σχέση όμως έχουν όλα αυτά με εκείνους, οι οποίοι ομολογούν μεν πίστη στον Χριστό, αλλά δεν φορτώνονται ποτέ κανένα σταυρό, για να ανεβούν με αυτόν στον Γολγοθά. Τον φορούν απλά ή τον κάνουν δια της χειρός τους επιδεικτικά ως ομολογία πίστεως προς τον Εσταυρωμένο. Χωρίς ωστόσο να συναλλάσσονται στις καθημερινές συναλλαγές τους με τους άλλους επιδεικνύοντας το «νόμισμα», που βγαίνει από το «νομισματοκοπείο» της αγάπης, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του Πολιτεύματος του Σταυρού.
Είναι λοιπόν προφανές ότι αυτού του είδους οι Χριστιανοί, οι απλά μεγαλοσταυρίτες, έχουν μια τυπική εξωτερική σχέση με τον Χριστό, η οποία αναλώνεται στα σύμβολα που τον εκφράζουν, απουσιάζουν όμως από την ζωή τους οι πράξεις που επιμαρτυρούν την εσωτερική τους συνάφεια με αυτά. Ομιλούμε σε αυτές τις περιπτώσεις για θρησκοληψία και για θρησκόληπτους, που τους ξεχωρίζει κάποιος δια γυμνού οφθαλμού από τους αληθινά θρησκευόμενους. Τους βλέπουμε στο πρόσωπο εκείνων, από το στόμα των οποίων βγαίνει μόνο «χολή» για τους συνανθρώπους τους, χωρίς να μπορεί να εμποδίσει την εκροή της ο Σταυρός που φέρουν στο στήθος τους ή τα σταυροκοπήματα που κάνουν υποκριτικά μπροστά στα εικονίσματα. Τους συνατούμε εκεί, όπου επιπολάζουν οι σαρκικά νηστεύοντες, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας μας, χωρίς όμως να νηστεύουν ποτέ από τα πάθη. Ακόμη και τα πιο ποτά, που μπορούν να τους οδηγήσουν σε κάθε είδους ανομία, η οποία φτάνει μερικές φορές ακόμη και στην θανάτωση του ενοχλητικού πλησίον. Με τα υλικά αυτά «τράφηκε» η παροιμία, που μας λέει ότι «ο Μανιάτης δεν τρώει λάδι την Τετάρτη, τον λαδά όμως τον «τρώει», αν το φέρει η συγκυρία»! Θρησκοληψίας εκφάνσεις είναι τα εικονίσματα στους οίκους ανοχής ή στα γραφεία των τοκογλύφων και των διαφόρων απατεώνων, που με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να παραπλανήσουν τα υποψήφια θύματά τους να τους εμπιστευθούν, τα οποία στην θέα των σχετικών συμβόλων της πίστεως εύλογα μπορούν να σκεφθούν: «Άνθρωπος του Θεού είναι ετούτος εδώ. Είναι δυνατόν να θελήσει να μας βλάψει;».
Έχει γίνει πια της μόδας να φορούν τον σταυρό ακόμη και οι διεστραμμένοι Σοδομίτες, που αποτελούν μέλη της λεγόμενης ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Και, εάν τύχει να σχολιάσει κάποιος επικριτικά το γεγονός, έχουν έτοιμη την απάντηση: «Ο Χριστός αγαπούσε τους αμαρτωλούς»! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαστρέβλωση της εκτυφλωτικής λάμψης προσωπικότητας του Θεανθρώπου από αυτήν. Ο Χριστός αγαπούσε πράγματι τους αμαρτωλούς. Ποιούς αμαρτωλούς όμως; Τους μετανοιωμένους αμαρτωλούς. Όχι εκείνους που εμμένουν στην αμαρτία και συνεχίζουν να πορεύονται στην οδό αυτής. Μας το έδειξε με την περίπτωση της πόρνης, που άλειψε με το μύρο τα Πόδια Του προ του Εκουσίου Πάθους Του. Μας το υπογράμμισε με το παράδειγμα του Ζακχαίου, αλλά και με την ομολογία του ευγνώμονος ληστή, ο οποίος αναγνώρισε με συντριβή επάνω στον σταυρό την αμαρτωλότητά του και έκλεψε στο παρά ένα την πρώτη θέση στον Παράδεισο με το περίφημο «Μνήθητί μου Κύριε» προς τον Εσταυρωμένο Ναζωραίο. Άλλωστε, όπως κατ’ επανάληψη μας τόνισε και ο ίδιος ο Χριστός, ήλθε στην γη, για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Για να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια και να τους σώσει μέσω αυτής. Δεν πρέπει οι ποικιλώνυμοι θρησκόληπτοι, που επιχειρηματολογούν με τον προαναφερθέντα τρόπο, να λησμονούν ότι οι αμετανόητοι αμαρτωλοί εκπροσωπούντο τα χρόνια εκείνα – και διαχρονικά έκτοτε – από τους Φαρισαίους, τους οποίους δεν δίστασε ο Κύριος να αποκαλέσει «όφεις, γεννήματα εχιδνών» και «τάφους κεκονιαμένους, οι οποίοι έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας» (Ματθ, κγ 33, 27).
Τώρα πια οι χώροι της θρησκοληψίας και της αληθινής θρησκευτικής πίστης είναι σαφώς οριοθετημένοι, για να γνωρίζει ο καθένας, πού ανήκει με το προσωπικό του παράδειγμα, αλλά και για να μπορούμε και εμείς να διακρίνουμε τους ανθρώπους με βάση τις εξωτερικά εμφανείς επιλογές τους.