Καλμούκος Θεόδωρος
Σωστή και τιμητική η κίνηση και η απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Δημητρίου να προσκαλέσει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο και να τον τιμήσει με απονομή επίτιμου διδακτορικού από τη Θεολογική Σχολή.
Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι αντιστρέφονται οι όροι και οι δυναμικές εδώ και ότι η σεπτή παρουσία του Αρχιεπισκόπου της μητρός Ελλάδος προσέδωσε τιμή, δόξα και ευλογία στη Σχολή, μ’ άλλα λόγια ο Ιερώνυμος τίμησε τη Σχολή, η οποία είχε την ευκαιρία να φιλοξενήσει έναν εκκλησιαστικό ηγέτη όχι τυχόντα, αλλά τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος μάλιστα, κατά κοινή ομολογία όσων τον γνώρισαν εν Βοστώνη, είναι ένας ιεράρχης εμφανώς μειλίχιος, ποιμαντικός, προσηνής, ανθρώπινος, με εκκλησιαστικότητα και θεολογικό λόγο ουσίας, όπως αποδείχθηκε το βράδυ της Παρασκευής στον Εσπερινό και το Σάββατο όταν εκφώνησε την κεντρική ομιλία στην τελετή της αποφοίτησης.
Ηταν η πρώτη φορά που δόθηκε η ευκαιρία τής κατά πρόσωπο γνωριμίας μου με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ενώ δημοσιογραφικά είχαν προηγηθεί κάποιες δηλώσεις του στο παρελθόν και πιο εκτεταμένα η συνέντευξη του Σαββατοκύριακου 12 και 13 Μαΐου και ομολογώ ότι ο θεολογικός του λόγος και στοχασμός με άφησε ενεό, διότι εδώ που τα λέμε στον χώρο μας, εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο, ο οποίος ξέρει γράμματα, υπάρχει μάλλον θεολογική πενία στον επισκοπικό λόγο.
Ιδού ένα βαθυστόχαστο δείγμα του θεολογικού λόγου του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Είπε: «Απέναντι στη βουή των ποικίλων θρησκευτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων ο ορθόδοξος κληρικός προβάλλει μία λιτή πρόσκληση. Καλεί όλους να συναντηθούν γύρω από την Αγία Τράπεζα και να συμμετάσχουν στο μέγιστο των μυστηρίων.
Για να γίνουν εκεί οι άνθρωποι ένα. Για να ενώσουν εκεί τις δυνάμεις τους ώστε να γίνει η αγάπη και η εν Χριστώ ενότητα τρόπος ζωής. Και μετά να συνεχίζεται η Θεία Λειτουργία στην καθημερινότητα του βίου μας και να γίνεται πηγή παρηγοριάς μέσω της ιεροσύνης και της θυσιαστικής της συμπαράστασης στις δοκιμασίες κάθε πονεμένου αδελφού μας. Τούτο σημαίνει να ζούμε μαζί, κλήρος και λαός, το γεγονός της Εκκλησίας.
Ομως, η ουσιαστική συμμετοχή του λαού στη ζωή της Εκκλησίας προϋποθέτει ζωντανές ενορίες. Στη σύγχυση των καιρών χρειάζεται να καταστεί σαφές, ότι οι ενορίες δεν είναι υποκαταστήματα παροχής θρησκευτικών υπηρεσιών, αλλά το κέντρο και το σημείο αναφοράς της ζωής μας. Εκεί αρχίζει η ζωή. Εκεί νοηματίζεται. Εκεί αγιάζεται. Εκεί λαμπρύνεται. Εκεί βρίσκει τον δρόμο της προς την αιωνιότητα».
Είναι εδώ ακριβώς που χάνουμε το παιχνίδι στην Αμερική, στην αλλοτρίωση της ενορίας, εκεί δηλαδή που υποστασιάζεται το καθ’ όλον της Εκκλησίας, η οποία έχει καταντήσει ένας εκκοσμικευμένος κοινοτισμός, με τον Επίσκοπο να αρθρώνει όχι λόγο θεολογικό και εκκλησιαστικό, αλλά λόγο οικονομικό και εξουσιαστικής επιβολής.
Καλό θα ήταν τον λόγο του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου να τον μελετήσουν πολλές φορές οι εδώ ιεράρχες μας και να τον στείλουν στους ιερείς τους στις κοινότητες σε αμφότερες τις γλώσσες, μήπως και αρχίσουμε κάποτε να υποψιαζόμαστε τουλάχιστον γι’ αυτό που είναι Εκκλησία, από αυτό που δεν είναι.