ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ Μητροπολίτης Ιλίου
Ἡ σημερινή Συνοδική θεία Λειτουργία στήν ὁποία συμμετέχει κλῆρος καί λαός τῆς πρωτευούσης μέ παρόντες τούς πολιτικούς ἄρχοντες καί αὐτούς τῆς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως, ἐπαναλαμβάνεται ἀδιάκοπα τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀπό τό 843 μ.Χ μέχρι τίς μέρες μας.
Αὐτή της ἡ ἐπανάληψη εἶναι ἄραγε ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐμμονῆς ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας γιά νά διατηρηθεῖ στήν μνήμη τῶν συγχρόνων μιά ἀλληλουχία ἱστορικῶν γεγονότων χαμένων στό παρελθόν; Μιά προσπάθεια γιά νά καταδειχθεῖ στήν σημερινή κοινωνία τῆς ἀπόλυτης ἀφθονίας ἀγαθῶν γιά τούς λίγους καί τῆς ἀπόλυτης στέρησής τους ἀπό τούς πολλούς, ἡ δυναμική τῆς γνωστῆς φράσης : «Τίς ἐστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος;» Ἤ ἔρχεται γιά νά προβάλλει καί νά ὑπενθυμίσει τήν ἐπικαιρότητα τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως ὡς ἱκανῆς νά νοηματοδοτήσει γιά ἄλλη μιά φορά τόν ἀγώνα διεξόδου ἀπό ὅσα μᾶς ταλανίζουν καί μᾶς ταλαιπωροῦν ὡς ἔθνος τά τελευταῖα χρόνια;
«Οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι» θεοφόροι Πατέρες μας συνέδεσαν τή γιορτή τῆς τιμῆς στήν ὀρθόδοξη πίστη μας μέ τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, ἐπειδή ἀκριβῶς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ εἰκόνα ἀποκαλύπτει τή στενή σχέση ἀνάμεσα στό κτιστό καί τό ἄκτιστο, στό δημιούργημα καί στό Δημιουργό του.
Στή διάρκεια τοῦ ἑνός καί ἡμίσεως σχεδόν αἰῶνος (726-843μ.Χ) πού διήρκεσε ἡ διαμάχη κεντρική θέση κατεῖχε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καθώς σέ αὐτό ἑνώθηκε ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαίρετως καί ἀχωρίστως» σύμφωνα μέ τό δόγμα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας.
Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ καί Λόγου δίδει τή δυνατότητα στήν Ἐκκλησία νά ἀποδώσει διά τῶν εἰκόνων τή διαδρομή τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του καί τήν προσδοκία τῆς ἐρχομένης Βασιλείας Του, ἔχοντας πάντοτε στή συνείδησή της ὅτι εἰκονίζει «Θεόν σεσαρκωμένον» καί ὄχι κάποιον ἄνθρωπον ἐξαίρετον γιά τή σοφία, τή διδασκαλία, τήν κοινωνική του δραστηριότητα, τήν ἄσκηση γοητευτικῆς ποδηγεσίας τῶν συνανθρώπων του, τήν κατάκτησή τους μέ τή σαγήνη τοῦ θαύματος.
Καί τό πρόσωπο αὐτό, τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μεσσία, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ γυιοῦ τοῦ ἀνθρώπου, στόν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν εἰκονίζεται μοναδικά ὑπεροχικό καί σέ αὐτοκρατορική ἀποθέωση ὑπερυψούμενο πάνω ἀπό τίς ἄλλες ἀνθρώπινες μορφές, ὅπως στίς μεγάλες συνθέσεις τῶν Ναῶν τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης.
Καί αὐτό συμβαίνει ἐπειδή «ἡ δυτική θρησκευτική ζωγραφική δέν φιλοδοξεῖ νά ὑπερβεῖ τήν καιρική καί ἐφήμερη φαινομενικότητα τῆς ὀντικῆς ἀτομικότητας, τήν ὑποταγή της στούς νόμους τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου» . Ἀναπαριστάνει τόν κόσμο τῆς πτώσης, ἀφοῦ ὁποιαδήποτε γυναίκα μπορεῖ νά ζωγραφηθεῖ σάν Παναγία καί ὁποιοσδήποτε νέος ἄνδρας νά παραστήσει τόν Χριστό ἤ κάποιον ἅγιο. Ἡ ζωγραφική ἐκεῖ εἶναι νατουραλιστική, φωτογραφική τῶν προσώπων καί τῶν τοπίων, ἐπειδή λειτουργεῖ μόνο διδακτικά, θρησκευτικά ὄχι ἀποκαλυπτικά.
Ἀντίθετα ἡ βυζαντινή εἰκόνα δέν εἶναι μιά ἁπλή ζωγραφική πρόταση πού φέρει τή σφραγίδα – ὑπογραφή τοῦ δημιουργοῦ της . Εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού ἱστορεῖ τίς Εἰκόνες διά χειρός τοῦ ἁγιογράφου, καθώς εἶναι ἡ ἁγιογραφία ἄσκηση ὑποταγῆς τῆς ἀτομικῆς διεξιοτεχνίας στήν δοκιμασμένη πείρα τῶν προγενεστέρων δασκάλων τῆς τέχνης, συντονισμένη μέ τήν καθολική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας . Ἡ Εἰκόνα καλεῖ στήν ἄμεση κοινωνία καί σχέση μέ τά εἰκονιζόμενα. Σέ μιά δυναμική «διάβαση» πρός τό πρωτότυπο .
Ἔτσι ἡ βυζαντινή εἰκόνα δέν διακοσμεῖ τόν ναό. Καλεῖ σέ μιά λειτουργική βίωση τῶν εἰκονιζομένων . Μιά προσωπική κατάφαση στήν ἄμεση παρουσία τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος – ζώντων καί κεκοιμημένων, στρατευομένων καί θριαμβευόντων – στήν ἀνακεφαλαίωση τῆς δημιουργίας, πού πραγματοποιεῖται κάθε φορά πού συνεπιτελοῦμε κλῆρος καί λαός τή λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ, τή διηνεκή ἀνάμνηση τοῦ παραδοθέντος ἀπό τόν Χριστό στούς μαθητές Του Μυστικοῦ Δείπνου.
Ἔτσι ἡ εἰκονογραφία τῶν Ναῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ξεκινᾶ κάποιες φορές ἀπό τόν ἐξωνάρθηκα, ὅπου εἰκονίζονται τά πρόσωπα τῶν ἑλλήνων φιλοσόφων καί ἀρχαίων ποιητῶν, πού προσπάθησαν νά ρίξουν κάποιο φῶς στή ζοφερή εἰκόνα τῆς μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στόν Παράδεισο καθημερινῆς ζωῆς καί νά τῆς δώσουν κάποιο νόημα καί προοπτική.
Συνεχίζεται στόν ἐσωνάρθηκα καί στόν κυρίως Ναό μέ τή διαδρομή τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἐκτοπισμό του ἀπό τό χῶρο τοῦ Παραδείσου, πού τοῦ δόθηκε «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν» , στήν ἀφιλόξενη γῆ τῆς ἐξορίας του ἀνάμεσα στίς τριβόλους καί τά ἀγκάθια, παρέα μέ τή φθορά τήν ἀρρώστια καί τόν θάνατο, ὥσπου νά συναντήση μετά ἀπό αἰῶνες ἀγωνιώδους ἀναμονῆς τήν ἀναστημένη καί ἀποκαταστημένη εἰκόνα του στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπισε.
Ἑνός Θεοῦ, ὅμως, πού στό ἱερό βῆμα στό χῶρο τῆς προσκομιδῆς, ἐκεῖ πού προετοιμάζεται ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, τό πρόσφορο καί τό νάμα, τό ψωμί καί τό κρασί τοῦ ἀνθρώπινου μόχθου καί τῆς ἀνθρώπινης ἐναγώνιας ἀναζήτησης, γιά νά μεταμορφωθεῖ, νά μετουσιωθεῖ στή διάρκεια τῆς Λειτουργίας τῆς εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ, στήν πράξη τῆς ἀποκατάστασης στό ἀρχαῖο κάλλος τοῦ ἀνθρώπου καί συμπάσης τῆς δημιουργίας∙ ἐκεῖ ὁ Θεός εἰκονίζεται πάσχων σύμφωνα μέ τό ὅραμα τοῦ Ἡσαΐα: «οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ … οὐδέ κάλλος, ἀλλά τό εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καί ἐκλεῖπον παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων … οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται … αὐτός δέ ἐτραυματίσθη διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν … τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» .
Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ἐνανθρώπισή Του, ἀποκαθιστᾶ στόν ἄνθρωπο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ. Τό ἀνθρώπινο σῶμα πλάσθηκε ὡς ὑλικός ναός γιά νά φανερωθεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Νά ἐργασθεῖ στήν ὅλη ὕπαρξή του ὁ ἄνθρωπος τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά κατασταθεῖ ἱερό θυσιαστήριο, κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά γίνει δηλαδή μιά «μυστική Ἐκκλησία» κατά τόν τρόπο τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, πού δημιουργήθηκε μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ὅμως ἡ Παραδείσια προοπτική διαταράχθηκε καί ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος σύρθηκε τραυματισμένος καί πληγωμένος στούς αὐχμηρούς δρόμους ἑνός ἀφιλόξενου καί ἐχθρικοῦ πιά κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀπό στολίδι καί κόσμημα εἶχε γίνει κόλαση.
Ἔτσι: «ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο» ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι «μίαν ἐντολήν παρέβην τήν τοῦ Δεσπότου καί τῶν ἀγαθῶν παντοίων ὑστέρημαι» . Γιατί; Ἐπειδή θέλησε νά ζήσει μιά «εἰκονική πραγματικότητα» ξένη πρός τή φύση καί τόν προορισμό του. Ὁ πονηρός συριγμός τοῦ ἀντιδίκου κολάκευσε τά αὐτιά του. Νά γίνει Θεός στή θέση τοῦ Δημιουργοῦ του, χωρίς ἄσκηση καί εὐλογία. Ὁ ἁπαλός συριγμός μεταποιήθηκε σέ καυτές λέξεις, πού καθώς ἐντυπώνονταν στό μυαλό του γίνονταν παιχνίδι ἐξουσίας καί κυριαρχίας: «οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε∙ … διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοί καί ἔσεσθε ὡς θεοί» .
Καί ἔπρεπε νά τραυματισθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες μας ἕνας Θεός, νά χάσει ἡ ὄψη Του, τό πρόσωπό Του, τό σῶμα Του κάθε ὀμορφιά καί χάρη, νά ἐξευτελισθεῖ περισσότερο ἀπό κάθε ταπεινό καί οὐτιδανό ἄνθρωπο, γιά νά ἰαθοῦμε. Γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Καί ὑπέστη ὁ Θεός αὐτή τήν ἔσχατη ταπείνωση, ἐπειδή δέν ἤθελε νά καταστραφεῖ ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας Του, ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἀντίθετα ἤθελε τοῦτον «σώζεσθαι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» . Ἐπειδή τόν ἐρχόμενον πρός Αὐτόν «οὐ μή ἐκβάλλει ἔξω», ἀλλά τόν διαβιβάζει ἀπό τήν εἰκονική πραγματικότητα τῆς πτώσης πού κυριαρχεῖ πιά στόν κόσμο τοῦτο, στήν ἀποκατάσταση τῆς Εἰκόνας στό χῶρο καί τόν τόπο τῆς Βασιλείας Του, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας Του, διά τῆς Ἀναστάσεως.
Τό ἀκούσαμε αὐτό στά λόγια ἀπό τή Μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου μέ τά ὁποῖα ξεκίνησα τήν ὁμιλία μου. Ἡ Ἐκκλησία – μᾶς λέγει ὁ ἅγιος – εἶναι Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὅπως καί ὁ Θεός ἔτσι καί αὐτή ἐνεργεῖ στούς πιστούς της ἑνωτικά, ἔστω καί ἄν ἔχουν διαφορετικούς χαρακτῆρες καί ἄν κατάγονται ἀπό διαφορετικούς τόπους καί μέ ἄλλες πολιτιστικές προϋποθέσεις. Ἡ κοινή πίστη-ἐμπιστοσύνη στό Θεό Πατέρα εἶναι ἐκείνη πού ὁδηγεῖ στήν ἑνότητα ὅλους γιά νά φανερωθεῖ ἡ Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας! Νά ξαναγίνουμε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ὅπως πλασθήκαμε.
Νά, λοιπόν, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιμένει αἰῶνες τώρα νά λιτανεύει τίς εἰκόνες της τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἐπειδή αἰῶνες τώρα ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν Εἰκόνα «τῆς ἐλευθερίας τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» , πού τοῦ δωρήθηκε καί περιπλανιέται σέ χώρους μιᾶς εἰκονικῆς πραγματικότητας πλαστῆς καί περιορισμένης ἀπό τόν γήϊνο χῶρο καί χρόνο, πού κατασκεύασε μέ τήν παρακοή καί τήν ἀποστασία του.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ ψευδαίσθηση ὅτι μπορεῖ νά φθάσει στόν οὐρανό κτίζοντας τόν πύργο τῆς Βαβέλ.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ αἴσθηση ὅτι τά κρεμμύδια τῆς δουλείας στή χώρα τῆς Αἰγύπτου καταξιώνουν τήν ὕπαρξη του.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ δίψα του γιά ἐξουσία καί ἡ δημιουργία πολιτικῶν ἤ οἰκονομικῶν αὐτοκρατοριῶν.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ κυριαρχία του στίς δυνάμεις τῆς φύσεως πού θεωρεῖ ὅτι τοῦ ἐξασφαλίζουν ὑπεροχή.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ προσπάθειά του νά παρατείνει ὅσο τό δυνατόν περισσότερο τό προσδόκιμο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ πεποίθησή του ὅτι κατέχει κατ’ ἀποκλειστικότητα τήν ἀλήθεια στό χῶρο τῆς πολιτικῆς, τῆς φιλοσοφίας, τῆς θρησκείας.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ προσωπίδα πού φορᾶ στίς διονυσιακές τελετές πού φθάνουν μέχρι τῆς μέρες μας μέ τήν εὐωχία τῆς κοσμικῆς ἀποκριᾶς.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ διακήρυξη γιά τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀντικατάστασή του ἀπό τόν ὑπεράνθρωπο.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ ἄποψη πώς οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μας.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ ἀπαξίωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης.
Εἰκονική πραγματικότητα ὁ εὐτελισμός τοῦ ἔρωτα καί τῆς μοναδικότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Εἰκονική πραγματικότητα ὅτι ἡ εὐτυχία του ἐξαρτᾶται ἀπό τήν εὐημερία τῶν τιμῶν τῶν οἰκονομικῶν μεγεθῶν.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ ἀναζήτηση ἀσφάλειας καί εὐημερίας μέ τήν δημιουργία διακρατικῶν πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν ἑνώσεων.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ ἀλόγιστη καί χωρίς ὅρια προαγωγή τῆς γνώσης δίχα τῆς ἀρετῆς καί τοῦ ἤθους.
Εἰκονική πραγματικότητα ἡ πεποίθηση ὅτι ὅλα τελειώνουν ἐδῶ.
Εἰκονική πραγματικότητα τό παράλογο μιᾶς ἐπίγειας μόνο διαδρομῆς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μέ ἀρχή καί τέλος τήν ἀνυπαρξία.
Καί ἡ Εἰκόνα; Ἡ κατακερματισμένη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἡ διασπασμένη σέ ἑκατοντάδες ψευδαισθήσεις, πῶς ἀνασυντίθεται; Πῶς θα σωθεῖ ἀπό τόν αἰῶνα τοῦτο; Πῶς θα ὁλοκληρωθεῖ – αὐτό σημαίνει ἄλλωστε τό ρῆμα σώζω – σάν προσωπικότητα; Πρέπει νά σκύψει ὁ καθἐνας μας καί νά ἀνακαλύψει τούς σπινθῆρες τῆς Εἰκόνας τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ μέσα του. Νά δεῖ καί νά ἀντικρύσει τήν Βασιλεία Του, ἡ ὁποία «ἐντός ἡμῶν ἐστί» .
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστί κόκκῳ συνάπεως, ὅν λαβών ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ» . Καί ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ, ἐνῶ εἶναι μικρότερος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους, ὅταν μεγαλώσει ξεπερνᾶ ὅλα τά λαχανικά.
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστί ζύμη» , πού ἀνακατεύθηκε μέ τό ἀλεύρι καί ζημώθηκε σέ ψωμί.
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστίν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ» , πού τόν ἀνακάλυψε ἕνας ἄνθρωπος καί τόν ἔκρυψε. Καί χαρούμενος πουλᾶ ὅλα ὅσα ἔχει καί ἀγοράζει τό χωράφι ἐκεῖνο.
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστί ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλούς μαργαρίτας» . Αὐτός, ὅταν βρίσκει ἕνα πανάκριβο μαργαριτάρι, πουλᾶ ὅλη του τήν περιουσία γιά νά τό ἀγοράσει.
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστί σαγήνῃ (δίχτυ) βληθείσῃ εἰς τήν θάλασσα» , πού ἔπιασε κάθε λογῆς ψάρια. Καί ὅταν γέμισε τό ἔσυραν ἔξω στό γιαλό καί κάθισαν καί μάζεψαν τά καλά ψάρια σέ πανέρια, ἐνῶ τά ἄχρηστα τά πέταξαν μακριά.
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστίν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ» . Καί ἔστειλε τούς δούλους του νά φωνάξουν τούς προσκεκλημένους. Καί αὐτοί μέ διάφορες προφάσεις ἀδιαφόρησαν γιά τόν γάμο. Καί ξανάστειλε τούς δούλους στά σταυροδρόμια καί τούς ἀγρούς νά καλέσουν ὅσους βροῦν γιά τούς γάμους, γιατί πολλοί τελικά εἶναι οἱ καλεσμένοι, ἀλλά λίγοι οἱ ἐκλεκτοί.
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστίν ἀνδρί φρονίμῳ, ὅστις ᾠκοδόμησε τήν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπί τήν πέτραν» . Καί ἔπεσε βροχή καί πλημμύρισαν τά ποτάμια καί φύσηξαν οἱ ἄνεμοι καί ὅρμησαν πάνω στό σπίτι, ἀλλά αὐτό δέν γκρεμίσθηκε γιατί ἦταν θεμελιωμένο πάνω στό βράχο.
Νά δεῖ ὅτι αὐτή ἡ Εἰκόνα: «ὁμοίᾳ ἐστίν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τόν ἀμπελῶνα αὐτοῦ. Καί συμφωνήσας μετά τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τήν ἡμέραν ἀπέστειλεν αὐτούς εἰς τόν ἀμπελῶνα αὐτοῦ» . Στή διάρκεια τῆς ἡμέρας καί κατά τακτά χρονικά διαστήματα προσέλαβε καί ἄλλους. Ὅταν ἔδυσε ὁ ἥλιος πρόσταξε τόν οἰκονόμο του νά δώσει ὅ,τι ἦταν δίκαιο στούς ἐργάτες ἀρχίζοντας ἀπό τούς τελευταίους προσληφθέντας πρός τους πρώτους. Μέ ἔκπληξη οἱ πρῶτοι εἶδαν ὅτι πῆραν – ἄν καί βάσταξαν τόν κόπον καί τό καύσωνα τῆς ἡμέρας – τά ἴδια μέ τούς ἐσχάτους. Στή διαμαρτυρία τους γιά τήν καταφανή ἀδικία ὁ κύριος τοῦ ἀμπελώνα ἀπάντησε σέ κάποιον ἀπ’ αὐτούς: φίλε δέ σέ ἀδικῶ. Πῆρες ὅ,τι σοῦ ὑποσχέθηκα. Ἄν θέλω νά δώσω καί στόν τελευταῖο τά ἴδια δικαίωμά μου δέν εἶναι; Μήπως ζηλεύεις πού εἶμαι καλός μέ ὅλους; «οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καί οἱ πρῶτοι ἔσχατοι».
Ἡ Εἰκονική πραγματικότητα τῆς ἀπώλειας καί τῆς ἀποστασίας.
Ἡ Εἰκόνα τῆς μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου στό ἀρχαῖο κάλλος.
Στίς μέρες μας ὁ κόσμος ὑποδέχεται κάθε νέο ἄνθρωπο πού γεννιέται μέ δεκάδες ἐφιαλτικά σύνδρομα: ἐμπόριο ἐξοπλισμῶν, ἀπειλή πυρηνικῆς καταστροφῆς, συστήματα καταπίεσης καί ἀλλοτρίωσης, συστήματα παρακολούθησης καί τῶν πιό ἰδιωτικῶν στιγμῶν, ἄλογες ἐπεμβάσεις στά ἐσωτερικά ἄλλων χωρῶν, ἐξάντληση τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πηγῶν τῆς γῆς μας, μόλυνση τῶν θαλασσῶν μέ ἀπόβλητα, καταστροφή τῆς προστασίας μας ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα μέ τό ἄνοιγμα τῆς τρύπας τοῦ ὄζοντος, ρατσιστικά φαινόμενα βίας, πού ἐξαπλώνονται σέ ὅλο τόν πλανήτη νεκρανασταίνοντας ὀδυνηρές μνῆμες καί ματοβαμμένες καταστάσεις τοῦ παρελθόντος, ὑστερία στήν καταναλωτική βουλιμία καί ἐμπορία τῆς ἡδονῆς, ἀνεξέλεκτη ἔκρηξη – καί γι’ αὐτό ἐπικίνδυνη – κάθε πληροφορίας μέσω τοῦ διαδικτύου καί τόσα ἄλλα!
Καί μεῖς, καθώς τόν βαπτίζουμε αὐτόν τόν νέο ἄνθρωπο, τό νήπιο, στήν κολυμβήθρα καί τόν κάνουμε ἀναδεκτό τῆς Ἐκκλησίας, μοιάζουμε καί μεῖς νήπιοι σάν καί αὐτόν, μιά καί στεκόμαστε ἀνίσχυροι καί ἀδύνατοι νά ἐπηρεάσουμε τήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας καί τίς τύχες τοῦ πλανήτη μας. Ἀδύναμοι γιατί «χάσαμε τήν ἐπίγνωση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἡ ἀσθένεια καί ἀδυναμία μας ‘τελειοῖ’ τή μεταμορφωτική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας» . Ἡ δύναμή μας παραμένει κρυμμένη στόν κόκκο τοῦ σίτου, στόν μικρό σπόρο τοῦ σιναπιοῦ, στή μυστική δυναμική τῆς ζύμης τῆς χαμένης στό νεκρό φύραμα τοῦ κόσμου, στήν εὐχαριστιακή ὑπόσταση τῆς ὕπαρξης μας πού κοινωνεῖ σέ κάθε Θεία Λειτουργία.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἀδιάκοπα τόσους αἰῶνες τώρα τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας λιτανεύουμε τίς Εἰκόνες. Γιά νά διατρανώσουμε ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρούσα στόν κόσμο μας μέ τή Σαρκωσή Του, ἔρχεται διαρκῶς καί ἀκατάπαυστα. Γιά νά δείξουμε ὅτι ἡ προσωπική περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἁμαρτίας-ἀστοχίας τοῦ καθενός μας δέν μπορεῖ νά ἀναιρέσει τή δυναμική τῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας ὡς μεταμορφωτικῆς δύναμης τούτου δῶ τοῦ κόσμου. Ἡ λιτανεία τῶν Εἰκόνων ἀσταμάτητα κάθε χρόνο θέλει νά μᾶς μάθει τόν τρόπο νά συλλαβίσουμε ξανά ἀπό τήν ἀρχή τήν ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Τήν ἀλήθεια πού δέν ἐξαντλεῖται σέ λέξεις καί ἰδεολογήματα. Τήν ἀλήθεια ὡς πρόσωπο, ἐκεῖνο τοῦ σαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, καί ὡς σχέση καί τρόπο ὕπαρξης κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας καί μακαρίας Τριάδος.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί οἱ συνεπιτελοῦντες σήμερα τό Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ,
Ἡ λιτανεία τῶν Εἰκόνων ἔχει ἕνα καί μοναδικό σκοπό: νά τεχνουργήσει πάλι στόν καθένα μας τήν Εἰκόνα τοῦ δι’ἡμᾶς παθόντος καί ἀναστάντος Χριστοῦ καί νά διατρανώσει τήν ἀγάπη Του.
Καί ἄν ὅλα ὅσα ψέλλισα μέχρι τώρα σᾶς φαίνονται βαριά θεολογικά γραφήματα, ἄς ἀκούσουμε τή δροσερή φωνή τοῦ ποιητή πού χαράχθηκε στή μνήμη μας, νά μᾶς ὁδηγεῖ ἁπλά στό ἴδιο μυστήριο:
«Γειά σου Ἀπρίλη, γειά σου Μάρτη
καί πικρή Σαρακοστή.
Βάζω πλώρη καί κατάρτι
Καί γυρεύω ἕνα νησί,
πού δέν βρίσκεται στό χάρτη.
Μεσ’ τῆς ἐρημιᾶς τ’ ἀγέρι
ὅλα ἁγιάζουνε μέ μιᾶς.
Πιάνεις τοῦ Θεοῦ τό χέρι
καί στά κύματα ἀκουμπᾶς
Γειά σας ἔχθρες, γειά σας μίση
καί γινάτι καθενός.
Ἅμα βρεῖς τό ἐρημονήσι,
ὅλα τἄλλα εἶναι καπνός.
Μιά φορά νά τὄχεις ζήσει» .
Καλή καί εὐλογημένη Σαρακοστή. Καλή Ἀνάσταση