Το άγιο Φως που αξιώθηκαν να ατενίζουν οι Απόστολοι δια της αγιοπνευματικής ελλάμψεως και του θείου φωτισμού στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ, αυτή η θέα των αρρήτων μυστηρίων που θα καταστεί βιωματική εμπειρική θεολογία ως μερική γνώση και Αποκάλυψη Θεού, αυτή η θεωρία της άκτιστης θείας δόξας θα παρακινήσει τον άγιο Ανδρέα Κρήτης να καταθέσει τα κάτωθι: «Ὄν ὁ ὑπερούσιος εἰς οὐσίαν ἀληθῶς ἐλθῶν, καί ὑπέρ οὐσίαν οὐσιωθεῖς, διά σαρκός ἠμίν πεπολίτευται. Ὅς δή καί ὑπερβαλλόντως ἐπί τοῦ ὅρους ἐξήστραψεν. Οὐ τότε γενόμενος ἑαυτοῦ διαυγέστερος ἤ ὑψηλότερος· ἄπαγε· ἀλλ’ ὅπερ καί πρότερον ἤν, τοῖς τελουμένοις τῶν μαθητῶν καί μυουμένοις τά ὑψηλότερα κατά ἀλήθειαν θεωρουμένοις. Τά δί’ ὧν οὔν ὁ βίος ἐκεῖνος συνέστηκε ρήματα τέ καί πράγματα, οἶς καί ἀπέραντος ὁ βυθός τῆς περί ἠμᾶς οἰκονομίας τοῦ Λόγου συναποδείκνυται, οὐκ ἀπεικότως ἄν εἰς τά ἱμάτια τοῦ Σωτῆρος λαμβάνοιτο. Ἤ ἐκεῖνα δί’ αὐτῶν σημαίνοιτο τή ἀνακαθάρσει τοῦ Πνεύματος ἀμφότερα λάμποντα ὡς τό Φῶς, διά τήν παντελῆ καθαρότητα καί τήν εἰς ἄκρον φανότητα».[1]
Παραπομπές:
[1] Αγίου Ανδρέα Κρήτης, Λόγος εἰς τήν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Χριστοῦ, Migne, 97,932-957.