Αυτές οι δύο ερωτήσεις, η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος και η καθαρότητα της συνειδήσεως, η εσωτερική καθαρότητα, όπως θα λέγαμε, έχουν σχέση η μία με την άλλη. Γιατί είναι αδύνατον να αποκτήσει κανείς το Πνεύμα το Άγιον, είναι αδύνατον να τον επισκιάσει το Πνεύμα το Άγιον, εάν δεν έχει καθαρότητα συνειδήσεως, αν δεν έχει εσωτερική καθαρότητα. Και περισσότερο θα έπρεπε να ασχοληθούμε με την καθαρότητα της συνειδήσεως, γιατί έτσι και «καθαρισθεί» κανείς, αμέσως έρχεται και η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος. Από την στιγμή που θα «καθαριστεί», λέγω, είναι πια δοχείο της Χάριτος.
Και τώρα θα πρέπει να κάνουμε την ερώτηση: «Πώς μπορεί κανείς να αποκτήσει καθαρότητα συνειδήσεως;». Αν θέλαμε με μια φράση να απαντήσουμε, θα λέγαμε «να απαλλαγεί από κάθε τι που είναι “παρά φύσιν” στην ανθρώπινη ύπαρξη, να ζήσει δηλαδή ο άνθρωπος την φυσική του κατάσταση». Και όταν λέμε «να ζήσει ο άνθρωπος την φυσική του κατάσταση» – γιατί δεν ζούμε την φυσική μας κατάσταση – εννοούμε να ζει όπως ακριβώς τον έπλασε ο Θεός να ζει. Γιατί η αμαρτία, το κακό που υπεισήλθε στον άνθρωπο είναι κάτι ξένο ως προς ημάς. Η αμαρτία, η οποία λερώνει την συνείδηση, αμαυρώνει τον εσωτερικό άνθρωπο, τον σπιλώνει, και δεν έχουμε καθαρότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έλλειψη του Θεού.
Και όταν λέμε έλλειψη του Θεού… Τι είναι ο Θεός; Είναι αγάπη. Ο Θεός είναι φως. Ο Θεός είναι αλήθεια. Ο Θεός είναι ζωή. Όταν λείπουν αυτά και βάζουμε τον θάνατο μέσα, βάζουμε το ψέμα, βάζουμε την υποκρισία, βάζουμε την κακία, τον ατομισμό, τότε φεύγουμε από την ζωή και μπαίνουμε στον θάνατο. Φυσικά λέγοντας «στον θάνατο», καταλαβαίνετε ποιον θάνατο. Από την στιγμή που ο άνθρωπος ζει τον «θάνατο», δηλαδή την αμαρτία, τότε δεν μπορεί να έχει καθαρότητα. Η κατάρα, η οποία ακολουθεί μετά την πτώση, αυτή είναι, το να δυσκολευόμαστε να απαλλαγούμε από αυτόν τον θάνατο, από την αμαρτία.
Γι’ αυτό λέγει ο απόστολος Παύλος εκείνο το «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος· τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7:24). Ποιος θα με απαλλάξει από αυτόν τον θάνατο εμένα τον ταλαίπωρο άνθρωπο; Γιατί με αυτά ο άνθρωπος είναι ταλαίπωρος, γίνεται ελεεινός, άξιος κλαυθμών, δυστυχής όντως. Έτσι αμαυρώνεται η εικόνα του Θεού. Εικόνα του Θεού μεν, αλλά αμαυρωμένη. Απομακρύνεται ο άνθρωπος από το πεδίο της Χάριτος, παύει να είναι κάτω από την Χάρη του Θεού και είναι αδύνατον να έχει την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος. Γίνεται χοντρός εσωτερικά, και φτάνει στο σημείο να μην καταλαβαίνει, να μην αισθάνεται, να μη νιώθει, γιατί… η συνείδηση είναι κάτι που είτε πολύ «λεπτύνεται» είτε πολύ «παχύνεται».
Εμείς μπορούμε την συνείδηση να την «παχύνουμε», να την σκληρύνουμε και να φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε σημεία και τέρατα, να αμαρτάνουμε και να νομίζουμε ότι δεν κάνουμε τίποτα κακό, ότι καλά βαδίζουμε. Και μπορεί ο άλλος να «λεπτύνει» τόσο πολύ την συνείδησή του, ώστε μια καλή του ενέργεια να θεωρείται από τον ίδιο αμαρτία, ενώ από τον έχοντα παχυλή συνείδηση να θεωρείται αρετή. Βλέπετε; Τεράστια διαφορά! Η ίδια η ενέργεια για τον ένα να είναι αμαρτία, για τον άλλο να είναι αρετή. Η συνείδηση λοιπόν του ανθρώπου «σκληρύνεται» ή «παχύνεται», καθαρίζεται ή μολύνεται.
Όλοι μας θέλουμε να έχουμε καθαρή συνείδηση. Για να έχουμε καθαρή συνείδηση, πρέπει να προσέχουμε την καθημερινή μας ζωή, δηλαδή το πώς θα ζούμε, όχι στο μέλλον, τώρα πώς θα ζήσουμε, αυτή την στιγμή πώς θα ζήσω. Βέβαια, επειδή σαν άνθρωποι από μόνοι μας δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιο είναι το συμφέρον μας, υπάρχει ο νόμος του Θεού, ο γραπτός νόμος του Θεού που μας λέγει τι πρέπει να κάνουμε. Για να «καθαρίσουμε» την συνείδησή μας από τα πονηρά έργα και να την απαλλάξουμε από την νεκρότητα, για να «ζήσει», πρέπει να θελήσουμε να εφαρμόσουμε τον νόμο του Θεού.
Τώρα στην σημερινή εποχή έχουμε φθάσει σε τέτοια κατάσταση που ο νόμος του Θεού είναι άγνωστος στους ανθρώπους. Τι λέγω «στους ανθρώπους;». Στους Χριστιανούς! Δεν γνωρίζουμε τι θέλει ο Θεός από εμάς. Βέβαια αυτός που φταίει είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Μπορεί να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, επειδή συνηθίσαμε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, μπορεί να θέλουμε να ζούμε συμβατικά έτσι σαν Χριστιανοί – σαν Χριστιανοί, λέγω –, αλλά να μην είμαστε πραγματικοί Χριστιανοί, γιατί δεν ξέρουμε τον νόμο του Θεού, γιατί δεν εφαρμόζουμε στην ζωή τον νόμο του Θεού.
Από το βιβλίο: ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Α’, Ιερόν Ησυχαστήριον “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2020, σελ. 15 (αποσπάσματα).