Το Άγιον Όρος κατά τον Μακεδονικό Αγώνα
Της Βιργινίας Κωνσταντινίδη-Χαμουδοπούλου
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί κάθε Πέμπτη πανελλαδικά.
Είναι γνωστή η συμμετοχή του Αγίου Όρους κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Η Μονή Εσφιγμένου (18η σήμερα στη σειρά των 20 Μονών του Αγ. Όρους), όπως συνέβη το 1821, περιέθαλψε και ενίσχυσε οικονομικά τους Μακεδονομάχους. Ήταν το μοναστήρι υποδοχής κάθε φυγάδα και καταδιωκόμενου.
Ωστόσο τον Νοέμβριο του 1912 ένας βουλγαρικός λόχος κατόρθωσε να εισέλθει στο Όρος και να εγκατασταθεί στη Μονή Ζωγράφου.
Εκατοντάδες χιλιάδες προσφύγων κατέφυγαν στις Νέες Χώρες (τους τόπους που είχαν έλθει στα ελληνικά χέρια μετά τους βαλκανικούς πολέμους), όπου η Αθωνική Πολιτεία είχε αποκτήσει από τον 10ο αι. τεράστια μετοχειακή περιουσία. Οι Αγιορείτες επέδειξαν από την αρχή σημαντική αυτοπροσφορά, προκειμένου να διασωθεί από τη μεγάλη συμφορά ένα υπολογήσιμο μέρος προσφυγικού λαού.
Όμως η έλλειψη στο ζήτημα αυτό κυβερνητικής πολιτικής προκάλεσε δυσκολίες στις ελληνικές Αγιορείτικες Μονές, όπου έφθασαν στην απειλή διεθνούς επεμβάσεως, διότι τα αγιορείτικα Μετόχια που ήθελαν να προσφέρουν οι Αγιορείτες στους πρόσφυγες εμπλέκονταν με τα Μετόχια των Μονών των Σέρβων, των Βουλγάρων και των Ρώσων. Το Άγιον Όρος κινδύνεψε τότε να τεθεί υπό διεθνή Διοίκηση, παρ᾽ όλο που τα ¾ των Μονών ήσαν ελληνικές. Όλα αυτά τα Μετόχια απλώνονταν σε όλη τη Χαλκιδική, τη Μακεδονία και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Από την άλλη πλευρά οι Αγιορείτες υπερασπίζονταν, επί 10 αιώνες, τα δίκαια των 18 Μονών τους, που σεβάστηκαν βυζαντινοί αυτοκράτορες και Σουλτάνοι· διέθρεψαν μυριάδες γενεών που δεινοπαθούσαν από τις βάρβαρες κατακτήσεις, χωρίς ποτέ να απωλέσουν την κυριότητα της κτηματικής περιουσίας των Μονών τους.
Τώρα όμως η ακτήμονη προσφυγιά ζητούσε “κυριαρχία γης”, έναντι της προγονικής περιουσίας της, που εγκαταλείφθηκε στη Θράκη, στη Μ. Ασία και στον Πόντο με ευθύνη των ελληνικών Κυβερνήσεων. Έτσι υπογράφηκε η “Σύμβαση του Ελληνικού Κράτους με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους”, με την οποία παραδίδονταν στην Κυβέρνηση, υπό τον τύπον δεκαετούς μισθώσεως, χιλιάδες στρέμματα για την εγκατάσταση και καλλιέργεια από τους πρόσφυγες. Ακολούθησαν διενέξεις μεταξύ των δύο μερών της Συμβάσεως, διότι το ελληνικό Κράτος δεν μπορούσε να είναι πάντοτε συνεπές στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Δημιουργήθηκε έτσι ένα οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα που έφθασε μέχρι των ημερών μας.
Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι το Άγιον Όρος, του οποίου η Ελλάδα έγινε απόλυτη κυρίαρχος μετά τη συνθήκη της Λωζάννης (1923), επέδειξε και πάλι χριστιανική αγάπη και υποστήριξη προς τους πρόσφυγες, αφού στα 58 προνομιούχα μετόχια των Μονών του Άθω εγκαταστάθηκε ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων, με αποτέλεσμα τη στέρηση σημαντικών προσόδων για τις Αγιορείτικες Μονές. Το 1924 μεταξύ του Υπουργού Γεωργίας Γ. Μπακάλπαση και τριών αντιπροσώπων της Ιεράς Κοινότητας συμφωνήθηκε η μίσθωση των κτημάτων, όπως προαναφέραμε, με χρονική διάρκεια 10 χρόνων.
(Περί της εξελίξεως αυτής της Πράξεως βλ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, “Τα Κάστρα της Ορθοδοξίας”, Άγιον Όρος, τόμ. 2ος, σσ. 41-43.
Για το αυτοδιοικούμενο “Περιβόλι της Παναγίας” και την ιστορία των 20 Μονών του, βλ. της ελλογιμοτάτης κας Σοφίας Σφυρόερα, “Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας”, στη σειρά “Προσκυνήματα της Ορθοδοξίας”, της “Κιβωτού της Ορθοδοξίας”).
Η Εκκλησία της Ελλάδας
Από το βίαιο Βαυαρικό “Αυτοκέφαλο” του 1833, έως τον Μάρτιο του 1923 η Εκκλησία της Ελλάδας, μη έχοντας αυτοδυναμία, παρέμενε υπό τον έλεγχο του Κράτους.
Το 1850, μετά από συντονισμένες ενέργειες του Ιερού Κλήρου της Ελλάδας και του καταξιωμένου θεολόγου του 19ου αι. Κων/νου Οικονόμου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τη σύμφωνη γνώμη των Ιεραρχών-Μελών της Ιεράς Συνόδου Κων/πόλεως έστειλε στην Ελλάδα τον “Κανονικό Τόμο”, δια του οποίου η Εκκλησία μας αποκαθιστούσε τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αποκτούσε “Αυτοκεφαλία” σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες. Ανάμεσα σε άλλες διατάξεις ο Τόμος αυτός ανέφερε: 1) Η Εκκλησία της Ελλάδας κηρύσσεται ελεύθερη και ανεξάρτητη, 2) Υπερτάτη εκκλησιαστική αρχή αυτής θα είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, η οποία θα συνίσταται από Αρχιερείς, προσκαλούμενους κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας. Πρόεδρό της θα έχει τον εκάστοτε Μητροπολίτη Αθηνών, ο οποίος θα διοικεί τα της Εκκλησίας με βάση τους Ιερούς Κανόνες (τους εκ των Οικουμενικών Συνόδων), ελεύθερα και ακώλυτα από κάθε κοσμική επέμβαση…
Όμως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενο μελέτημα, το 1852 επεκράτησαν αντίθετες απόψεις, πιστές στην πολιτειοκρατία της Εκκλησίας, με επικεφαλής τον ιερέα Θεόκλητο Φαρμακίδη, και ψηφίστηκαν στη Βουλή οι νόμοι Σ´ και ΣΑ´, οι οποίοι σχεδόν επενέφεραν την Εκκλησία στον από του 1833 πολιτειοκρατούμενο χαρακτήρα της. Οι επιπτώσεις αυτών των υπό την εποπτεία της Πολιτείας νόμων στα εκκλησιαστικά θέματα, όπως εκλογή ιερέων, θέματα εκκλησιαστικής περιουσίας, διαφύλαξη των Ιερών Μοναστηριών, κινήσεις Επισκόπων και Μητροπολιτών εκ της Μ. Ασίας, εμπόδιζαν την ορθή οργάνωση και αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδας (1852-1923).
Όμως, λίγους μήνες μετά την εθνική συμφορά, και ενώ χιλιάδες πρόσφυγες κατέκλυζαν την Ελλάδα ζητώντας στέγη και εργασία, η θεία Πρόνοια, την 8η Μαρτίου 1923, έφερε στον Μητροπολιτικό Θρόνο των Αθηνών τον Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο, κατά κόσμον Παπαδόπουλο του Ανέστη (1868-1938). Αμέσως μετά τη χειροτονία του, κατόπιν αποφάσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας και με την έγκριση της Πολιτείας, ο Χρυσόστομος ονομάσθηκε “Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος”.
Ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Χρυσόστομος ο Α´, υπήρξε σπάνια θεολογική προσωπικότητα μεταξύ των πλέον πεπαιδευμένων, ικανών και σοφών Ιεραρχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Υιός ιερέως και ανηψιός μοναχού του Αγίου Όρους, καταγόταν από τη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης. Είχε φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών και στις Θεολογικές Ακαδημίες του Κιέβου και της Πετρούπολης, ασχολούμενος πάντοτε με επιστημονικές μελέτες. Το 1910 η Θεολογική Σχολή Αθηνών του απένειμε το δίπλωμα του επιτίμου διδάκτορος Θεολογίας «ως πολλά και σπουδαία έργα συγγράψαντος».
Το 1911 διορίσθηκε Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, διαδεχθείς τον μέχρι τότε Διευθυντή της Ριζαρείου π. Νεκτάριο Πενταπόλεως. Συγχρόνως διορίσθηκε καθηγητής της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε επί 9 έτη.
Συνέγραψε σε χωριστούς τόμους την Ιστορία των Εκκλησιών της Ανατολής. Για την Ελλάδα: Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, “Η Εκκλησία της Ελλάδος, απ᾽ αρχής μέχρι του 1934”, τετάρτη έκδοση 2011, Αποστολική Διακονία.
Ο χαρισματικός Χρυσόστομος ο Α´ με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, η οποία τότε είχε περιέλθει στα χέρια των Τούρκων, αφού βίωσε βαθιά πολιτικές και εκκλησιαστικές εξελίξεις, τις προ του 1922, ανέλαβε το 1923 να επαναφέρει την Εκκλησία στην αυτονομία της και τη διοικητική –και κυρίως πνευματική– εξάρτησή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αμέσως μετά τη χειροτονία του ως Αρχιεπισκόπου ο Χρυσόστομος: 1) Πρότεινε στην Ιερά Σύνοδο να συγκληθεί επίσημα το σύνολο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας για την κατακύρωση της εκκλησιαστικής ειρήνης και κυρίως την αναθεώρηση των διεπόντων την Εκκλησία νόμων. Προς τούτο έπεισε την Επαναστατική Κυβέρνηση να δεχθεί τη σύγκληση της Ιεραρχίας, η οποία συνήλθε την 3η Απριλίου 1923. 2) Έλαβε την ευθύνη αναθεωρήσεως του καταστατικού νόμου και αποφάσισε να καταργήσει τους νόμους Σ´ και ΣΑ´ του 1852, ώστε να καταστήσει την Εκκλησία αυτοτελή, απαλλαγμένη εκ των δεσμών της Πολιτείας.
Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 1923 δημοσιεύτηκε το βασιλικό διάταγμα α) του “αριστίνδην” [εκλογή εκ των αρίστων(;)] καταρτισμού νέας Συνόδου και β) με τη συμφωνία της “Επαναστάσεως” το περί “ορίου ηλικίας μεταθέσεως των Μητροπολιτών”. Όμως επεκράτησε η σθεναρά αντίσταση του Αρχιεπισκόπου και των Ιεραρχών στις παρεμβάσεις της Πολιτείας, με αποτέλεσμα να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 14 Δεκεμβρίου, δύο νέες αποφάσεις της Επαναστάσεως υψίστης σπουδαιότητας:
Η πρώτη καταργούσε τον νόμο ΣΑ´ του 1852 και μαζί του την πενταμελή!! Σύνοδο που ίσχυε από το 1833/1852. Η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδας ανετίθετο πλέον στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία θα συνερχόταν μία φορά το χρόνο και κατά τη διάρκεια της απουσίας της θα εκπροσωπείτο από τον Αρχιεπίσκοπο.
Οι υπόλοιπες τροποποιήσεις, ως προς τη διοίκηση της Εκκλησίας, τις οποίες επέφερε ο Χρυσόστομος, εκτίθενται στην 4η Έκδοση (2011) του συγγράμματός του “Η Εκκλησία της Ελλάδος…”, σσ. 216 κ.εξ.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, ως αδιαμφισβήτητη Τροφός και Μητέρα όλων των Ελλήνων, ήταν η πρώτη μετά την καταστροφή του 1922, η οποία στα χέρια του πρώτου Αρχιεπισκόπου της, ως ένας αυτοτελής οργανισμός, έγινε παράδειγμα συνετής Διοίκησης, σεβασμού στους Ιερούς Κανόνες, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας και πνευματικής ακτινοβολίας. Τις δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισε (π.χ. δικτατορία Παγκάλου), τις ξεπέρασε, ώστε να αγκαλιάσει ανενόχλητη το νέο ελληνικό αίμα της Μικράς Ασίας, που δυνάμωσε και καταξίωσε την ύπαρξή της.
Ως προς την αλλαγή του Ημερολογίου, η Επανάσταση αντιμετώπισε αποφασιστικά την εγκατάλειψη του Ιουλιανού (παλαιού) ημερολογίου, που υπολειπόταν κατά 13 ημέρες από το Γρηγοριανό (δυτικό): Επιτροπή από τον Υπουργό Οικονομικών Γ. Κοφινά και μέλη τους Καθηγητές Πανεπιστημίου Δ. Αιγινίτη, Χρυσόστομο Παπαδόπουλο και Αμίλκα Αλιβιζάτο έλαβε αυτή την απόφαση. Όμως η απόφαση αυτή δεν κάλυπτε τον εκκλησιαστικό τομέα. Ωστόσο μετά την επιστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο (Ιανουάριο 1924), το πολιτικό και εκκλησιαστικό ημερολόγιο ταυτίστηκαν τον Μάρτιο του 1924. Η επικύρωση περιλάμβανε την επιφύλαξη, ότι η μεταβολή δεν θα έθιγε το Πασχάλιο και τις εξαρτημένες από αυτό κινητές εορτές.
Η διόρθωση του ημερολογίου συνάντησε αντίδραση πολιτικής χροιάς, η οποία δεν θα είχε σημασία αν δεν παρουσιαζόταν μία μερίδα Αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι, αυτοαποκαλούμενοι “Ζηλωταί”, ήλθαν στην Αθήνα και κήρυξαν ότι με τη μεταβολή του ημερολογίου ανατράπηκε η Ορθοδοξία. Οι “Ζηλωτές” σχημάτισαν τη μερίδα των λεγομένων “Παλαιοημερολογιτών”.
Το νέο ημερολόγιο εφαρμόσθηκε σιγά-σιγά από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες πλην των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Σερβίας.
Στις συγγραφές του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου περιλαμβάνεται και “Η διόρθωσις του Ιουλιανού ημερολογίου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος”, Εκκλησία ΙΑ´, 1923, σ. 225.
Ευρύτατος κατάλογος των συγγραφών του Χρυσοστόμου υπάρχει στον τόμο “Η Εκκλησία της Ελλάδος”, σσ. 263-264, σημ. 45.
Ο Χρυσόστομος είχε αρχίσει να συγγράφει από το 1914, ως καθηγητής τότε της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.