Το «αμίλητο νερό» στα έθιμα της ελληνικής λαϊκής λατρείας
«Αμίλητο νερό» έπαιρναν στο σπίτι και στα διαβατήρια και ευετηρικά λαϊκά έθιμα της Πρωτοχρονιάς. Στους Μικρασιάτες μάλιστα, ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε το πρωί της Πρωτοχρονιάς το «αμίλητο νερό» και με αυτό στα χέρια έκανε ποδαρικό στο σπίτι του
Το νερό πρωταγωνιστεί, όπως είναι γνωστό, σε πολλά από τα τελετουργικά έθιμα της ελληνικής λαϊκής λατρείας. Ιδιαίτερη, μάλιστα, δύναμη πιστεύεται πως έχει το νερό από τη βρύση ή από την πηγή, το τρεχούμενο δηλαδή νερό, αφού πιστεύεται πως σε κάθε μια από τις πηγές αυτές ενοικεί και ένα δαιμονικό πνεύμα, συνήθως καλοποιό. Σε ορισμένα έθιμα του ελληνικού λαού, η δύναμη αυτή ενισχύεται με την τήρηση τελετουργικής σιωπής, οπότε και πρόκειται για «αμίλητο νερό». Η ουσιαστική έννοια της σιωπής είναι η αποφυγή του κρότου, που θα μπορούσε κατά τη λαϊκή μεταφυσική αντίληψη, όπως όλοι οι κρότοι, να αποδιώξει το πνεύμα που ζωοποιεί και ενδυναμώνει μαγικά το νερό.
«Αμίλητο νερό» χρησιμοποιείται σε διάφορα ελληνικά λαϊκά έθιμα. Κυρίως σε μαντικές εθιμικές πράξεις, όπως στον κλήδονα της εορτής του Γενεσίου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου), αλλά και κατά την εορτή του δια κολλύβων θαύματος του αγίου Θεοδώρου (πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), αλλά και την Πρωτομαγιά, στην Κύπρο. Στην περίπτωση αυτή, το νερό μέσα στο οποίο εμβαπτίζονται τα «σημάδια», μεταφέρεται την παραμονή από τη βρύση του χωριού, μέσα σε απόλυτη τελετουργική σιωπή του μεταφέροντος, την οποία προσπαθούν έντεχνα να διαταράξουν οι συγχωριανοί που τον συναντούν κατά την πορεία του από τη βρύση προς το σπίτι, με κάθε είδους πειράγματα. Μάλιστα, στον κλήδονα το αμίλητο νερό ενισχύεται μαγικά με το κόκκινο πανί, με το οποίο σκεπάζουν το δοχείο που το τοποθετούν.
Χρήση «αμίλητου νερού», πάντα από πηγή ή βρύση, μαρτυρείται και σε διάφορες μαγικές συνταγές της ελληνικής χειρόγραφης μαγικής παράδοσης. Κάποτε μάλιστα, για να ενισχυθεί η δύναμή του, το «αμίλητο νερό» πρέπει να προέρχεται από τρεις βρύσες ή τρία πηγάδια και να μείνει την παραμονή της τέλεσης του εθίμου στα άστρα, που με το φως τους ενισχύουν την υπερφυσική δύναμή του, όπως συνέβαινε στα έθιμα των Ρωμιών της Πόλης. Στη Λέσβο μάλιστα, το αμίλητο νερό προερχόταν από τη θάλασσα και μάλιστα έπρεπε να προέρχεται από σαράντα κύματα.
«Αμίλητο νερό» έπαιρναν στο σπίτι και στα διαβατήρια και ευετηρικά λαϊκά έθιμα της Πρωτοχρονιάς. Στους Μικρασιάτες μάλιστα, ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε το πρωί της Πρωτοχρονιάς το «αμίλητο νερό» και με αυτό στα χέρια έκανε ποδαρικό στο σπίτι του. Κατόπιν έχυναν το τελετουργικά ενισχυμένο αυτό νερό μέσα στο σπίτι ή στο κατώφλι, πιστεύοντας συνειρμικά ότι με παρόμοιο τρόπο θα έτρεχαν άφθονα τα αγαθά και τα πλούτη στο σπίτι, σε όλη τη χρονιά που άρχιζε. Στο Σιτοχώρι των Σερρών η όλη τελετουργία γίνεται τη δεύτερη μέρα του χρόνου και μαζί με το νερό παίρνουν από την πηγή ή τη βρύση και μια πέτρα με μούσκλια, μια «μαλλιαρή πέτρα», ώστε να εξασφαλιστεί στο σπιτικό σταθερότητα, υγεία και ευτυχία.
Οι Σαρακατσάνοι έπαιρναν το «αμίλητο νερό» τα Χριστούγεννα, ενώ οι κάτοικοι των Φαράσων έκαναν παρόμοια τελετουργία κατά τα Φώτα και οι παλαιοί Αθηναίοι κατά την 1η Μαρτίου, οπότε εθιμικά και ευετηρικά καλωσόριζαν την άνοιξη. Την Πρωτομαγιά έπαιρναν «αμίλητο νερό» σε χωριά του νομού Πέλλας, ενώ της Αναλήψεως έπαιρναν θαλασσινό «αμίλητο νερό» στον Πολυχνίτο της Λέσβου. Σε ορισμένες περιοχές, «αμίλητο νερό» χρησιμοποιούσαν και στην τέλεση ορισμένων μαγικών καταδέσμων και επωδών, ενώ στη Μεσσηνία χρησιμοποιούσαν «αμίλητο νερό» για το πιάσιμο του προζυμιού και το ζύμωμα των ψωμιών του γάμου.
Στο Σκαλοχώρι Βοΐου με «αμίλητο νερό» πότιζαν τελετουργικά τα λίγα στάχυα που άφηναν αθέριστα στο χωράφι, μετά την ολοκλήρωση του θερισμού. Τέλος, «αμίλητο νερό» χρησιμοποιούσαν σε μαγικό έθιμο της αποδημίας, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση καλού ταξιδιού και ανάλογης τύχης στον ξενιτεμένο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι η τήρηση της τελετουργικής σιωπής που ενδυναμώνει το νερό και το κάνει τελετουργικά και υπερφυσικά αποτελεσματικό, σύμφωνα με μια πανάρχαια αντίληψη για τη δύναμη της σιωπής, που απηχείται σε πολλές αντίστοιχες αναφορές αρχαίων ελληνικών και λατινικών πηγών.