Dogma

Το Έπος του ’40 στη νεοελληνική λογοτεχνία

Ο Στράτης Μυριβήλης έλεγε στην πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, στις 27 Οκτωβρίου 1960, ότι υπάρχουν στη ζωή των λαών ορισμένες ημερομηνίες κρίσιμες, ορόσημα και σταθμοί, που υψώνονται σαν βίγλες. Από την υψηλότατη κορυφή τους μπορεί ένα έθνος να αγναντεύει εποπτικά όλη την περιπέτεια της ιστορικής του διαδρομής.

Για το Έπος του ’40 η λογοτεχνία ίσως είναι η μοναδική οπτική γωνία μέσα από την οποία είναι πλέον σήμερα δυνατόν να προσεγγίσουμε σωστά όσα συνέβησαν τότε στην Ελλάδα, χωρίς να διακινδυνεύουμε να παρασυρθούμε από συμφέροντα, έξωθεν επεμβάσεις, αδελφοκτόνες συγκρούσεις και προ πάντων ανιστόρητες τοποθετήσεις.

Ο Στράτης Μυριβήλης έλεγε στην πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, στις 27 Οκτωβρίου 1960, ότι υπάρχουν στη ζωή των λαών ορισμένες ημερομηνίες κρίσιμες, ορόσημα και σταθμοί, που υψώνονται σαν βίγλες. Από την υψηλότατη κορυφή τους μπορεί ένα έθνος να αγναντεύει εποπτικά όλη την περιπέτεια της ιστορικής του διαδρομής.

Το βλέμμα του καλλιτέχνη, και εν προκειμένω του λογοτέχνη, είναι εκείνο που απορροφά από τα γεγονότα ό,τι και όπως αυτό αγγίζει την ψυχή του. Οι εντυπώσεις καταγράφονται και διατηρούνται αναλλοίωτες και αδιαπραγμάτευτες, γιατί ο λογοτέχνης δεν αποβλέπει ούτε στην ενημέρωση ούτε στη διαπαιδαγώγηση. Τα επιτυγχάνει όμως χωρίς προγραμματισμό και τα δύο. Όπως έγραφε ο Πέτρος Χάρης στο περιοδικό «Νέα Εστία», «Τα λογοτεχνικά κείμενα μας δίνουν την κρυφή, την εσωτερική δύναμη των γεγονότων ή, αν θέλετε, την ψυχή των ανθρώπων που τα πραγματοποίησαν. Και οι νέοι κερδίζονται μόνον όταν αισθάνονται ότι επικοινωνούν με τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, με τον ψυχικό κόσμο που τα προετοίμασε και τα διαμόρφωσε».

Από τον Όμηρο και τον Ησίοδο ο ποιητικός λόγος μετέφερε τα γεγονότα ως παραμύθι. Διατηρούσε την ιστορία φυλαγμένη καλά μέσα σε ένα παχύ επίστρωμα μύθων και διηγήσεων, που έκανε τον ακροατή να αφουγκράζεται και να αφομοιώνει όσα μπορούσε. Εκείνοι που γνωρίζουν να θραύουν το περίβλημα μπορούν και να διαβάζουν και να μαρτυρούν την ιστορία. Η παραπληροφόρηση δεν έγινε καθεστώς στην εποχή μας.

«Είναι δύο εβδομάδες τώρα που μ’ ένα τελεσίγραφο, μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των εθνών, για το περιεχόμενο, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασαν, η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώσει τα εδάφη της, ν’ αρνηθεί την ελευθερία της και να κατασπιλώσει την τιμή της. Οι Έλληνες δώσαμε, στην ιταμή αυτή αξίωση της φασιστικής βίας, την απάντηση που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθιά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής μας γης, με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρώπινης ιστορίας. Κι αυτή τη στιγμή, κοντά στο ρεύμα του Θυάμιδος και στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των μακεδονικών βουνών, πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να πεθάνουμε μέχρις ενός. Σ’ αυτόν τον άνισο και σκληρότατο, αλλά και πεισματώδη αγώνα, που κάνει τον λυσσασμένο επιδρομέα να ξεσπάζει κατά των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, να καίει, να σκοτώνει, ν’ ακρωτηριάζει, να διαμελίζει τους πληθυσμούς στις ανοχύρωτες κι άμαχες πόλεις μας και στα ειρηνικά χωριά μας, έχουμε το αίσθημα ότι δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνον υπόθεση: ότι αγωνιζόμαστε για τη σωτηρία όλων εκείνων των υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι μας πρόγονοι και που σήμερα βλέπουμε ν’ απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητος και της βίας. Ακριβώς αυτό το αίσθημα εμπνέει το θάρρος σ’ εμάς τους Έλληνας διανοουμένους, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ν’ απευθυνθούμε στους αδελφούς μας όλου του κόσμου, για να ζητήσουμε, όχι την υλική, αλλά την ηθική βοήθειά τους: Ζητούμε την εισφορά των ψυχών, την επανάσταση των συνειδήσεων, την εργασία, το κήρυγμα, την άμεση επίδραση, παντού όπου είναι δυνατόν, την άγρυπνη παρακολούθηση και την ενέργεια για έναν καινούριο πνευματικό Μαραθώνα, που θα απαλλάξει τα δυναστευόμενα έθνη από τη φοβέρα της πιο μαύρης σκλαβιάς που είδε ποτέ ο κόσμος. Όταν μια τέτοια επανάσταση συντελεσθεί, η Νίκη θα στεφανώσει το μέτωπο και του τελευταίου, του πιο ταπεινού εργάτη. Με τη μεγάλη και σταθερή αυτή ελπίδα, σας στέλνουμε τον πιο αδελφικό μας χαιρετισμό: Κωστής Παλαμάς, Σπ. Μελάς, Άγγ. Σικελιανός, Σωτ. Σκίπης, Δημ. Μητρόπουλος, Νίκος Βέης, Κ. Δημητριάδης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στράτης Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγ. Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Άριστος Καμπάνης».

Ήταν το κείμενο της εκκλήσεως που απηύθυναν μερικοί από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής προς τους συναδέλφους τους στον κόσμο, δίνοντας το στίγμα, το νόημα και το περιεχόμενο του Αγώνα του Σαράντα. Ακολούθησαν με ένα αναλόγου περιεχομένου μανιφέστο και άλλοι πολλοί, εξίσου, τότε ή λίγο αργότερα, διάσημοι Έλληνες λογοτέχνες. Στο κείμενο του μανιφέστου αυτού μεταξύ άλλων τονιζόταν: «Ο ιταλικός φασισμός βαδίζει προς τον θάνατο κι εμείς οι Έλληνες σκάβουμε τον τάφο του. Μπορεί να πεθάνουμε, αλλά θα πεθάνει κι αυτός. Θα τον σκοτώσει το ελληνικό πνεύμα, που έχει σκοτώσει εχθρούς μεγαλύτερους και φοβερώτερους απ’ αυτόν. Ελεύθεροι άνθρωποι όλων των εθνών, συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ιδεολόγοι, μην ξεχνάτε ότι η Ελλάδα πολεμά για τη μοίρα του κόσμου».

Κι ακολουθούν οι υπογραφές των Έλλης Αλεξίου, Ηλία Βενέζη, Νικ. Βρεττάκου, Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου, Κ. Δημαρά, Οδ. Ελύτη, Γ. Θεοτοκά, Άλκη Θρύλου, Λιλής Ιακωβίδη, Μ. Καραγάτση, Σωκρ. Καραντινού, Θράσου Καστανάκη, Γ. Κατσίμπαλη, Γ. Κοτζιούλα, Λέοντα Κουκούλα, Φάνη Μιχαλόπουλου, Γ. Μυλωνογιάννη, Λιλίκας Νάκου, Μελή Νικολαΐδη, Τ. Μπαρλά, Ασημάκη Πανσέληνου, Σοφίας Παπαδάκη, Κλέωνα Παράσχου, Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, Γ. Σεφέρη, Τατιάνας Σταύρου, Άγγελου Τερζάκη, Κ. Τσάτσου, Δημ. Φωτιάδη, Πέτρου Χάρη, Γιάννη Χατζίνη, Αιμίλιου Χουρμούζιου, Δ. Νικολαρεΐζη και Μήτσου Παπανικολάου.

Όλοι αυτοί κατόπιν έγραψαν σημαντικά, γνωστά περισσότερο ή λιγότερο έργα, εμπνευσμένα από τις εμπειρίες τους στον πόλεμο ή στα μετόπισθεν. Ο Μυριβήλης έδωσε από τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο το βιβλίο «Ώρα της Ιστορίας», ο Βενέζης το «Χρονικό του Σαράντα» κι ακόμη ο Άγγελος Βλάχος, ο Λουκής Ακρίτας και ο Πέτρος Χάρης. Πώς άραγε να χωρέσουν όλα αυτά σε λίγες γραμμές; Ο Παλαμάς είχε σωπάσει μερικά χρόνια πριν από το ’40. Παρ’ όλα αυτά, λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου, πέρα από το ποίημα που αφιέρωσε «Στη Νεολαία μας»,

 

Αυτό κρατάει ανάλαφρο μέσ’ στην ανεμοζάλη

Το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,

Τούτο το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα

μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα.

 

έγραψε και ένα άλλο που φέρει τον τίτλο «Νίκη»:

 

Η Ελλάδα είναι αβασίλευτη, με δάφνες και με κρίνα,

της νίκης. Παντοδύναμος την έπλασε τεχνίτης.

Η δόξα, το καμάρι της, η αλήθεια είναι δική της.

Κι αν είναι και στον πόλεμο μέσα, η ζωή θυσία

ο τάφος είναι πέρασμα προς την Αθανασία.

Ο Άγγελος Σικελιανός, προϊδεασμένος από τα διεθνή γεγονότα που είχαν προηγηθεί της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα και τον τορπιλισμό της «Έλλης» τον Δεκαπενταύγουστο του Σαράντα στην Τήνο, έγραψε εκείνον τον Αύγουστο την τραγωδία του, «Σίβυλλα», όπου προφητικά παρουσιάζει τον λαό να αναζητεί τη σωστή κατεύθυνση, τον «όρθιο σκοπό». Αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου έγραψε και το ακόλουθο κείμενο, που φαίνεται πεζό, αλλά διαπνέεται από μια σπάνια ποιητική έξαρση κι είναι εν πολλοίς γνωστό:

«Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: ακόμα ένα Εικοσιένα! Και ήρτες τέλος Συ, Μητέρα-Μέρα, όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατό τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!…. Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα των Εικοσιοκτώ του Οχτώβρη του 1940, κι ως τώρα με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου, θα βρισκόμαστε στα σπλάγχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί».

Πώς να παραβλέψουμε το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη για τον εικοσιεννιάχρονο χαλκίτη πρώτο νεκρό αξιωματικό του Αλβανικού Πολέμου (Στ΄);

 

Ήταν γενναίο παιδί∙

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του

Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά

Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι

(Φτάσανε τόσο εύκολα μέσ’ στο μυαλό

Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)

Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά

Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του

Φωτιά στην άνομη φωτιά-

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια

Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν

το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν τον έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!

Λιτό, μα παραστατικό το «Επίγραμμα» του Λέοντα Κουκούλα:

Δε χάθηκες, μα κι ούτε θα χαθείς

Κι ας έρθουν πάλι οι Πέρσες και οι Λατίνοι.

Δεν είσαι κάστρο για να πατηθείς.

Είσαι το φως, Ελλάδα, που δεν σβήνει.

Επίσης το «Μάνα και γιος» (1940) του Νικηφόρου Βρεττάκου:

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε

κι η μάνα κράταε τα βουνά, ορθός να στέκει ο γιος της, μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος

σα να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν

τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν

οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν «Ίτε, παίδες Ελλήνων…».

Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταυρώναν στον ορίζοντα,

Ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμιά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.

Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν

Και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες

Κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους

Κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,

μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα

κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα

χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω από την άλλη.

Η πρώτη εντύπωση από την απόφαση των Ελλήνων να αντισταθούν στην επίθεση του Άξονα ακολουθήθηκε από αισθήματα θαυμασμού και ευγνωμοσύνης. Περιοριζόμαστε στον χώρο των Γάλλων διανοουμένων. Ο Roger Milliex, καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, συγκέντρωσε σε ένα βιβλίο μαρτυρίες και σκέψεις Γάλλων διανοουμένων, που είδε το φως πολύ αργότερα, το 1979. Σε αυτό περιέχονται κείμενα του Andre Gide, Octave Merlier, Francois Mauriac, Georges Bernanos, Albert Camus, Paul Eluard, Jean Paul Sartre, Andre Maurois και Andre Mirambel. Κάποιοι από αυτούς είναι γνωστοί στο ευρύτερο ελληνικό κοινό, άλλοι είναι περισσότερο γνωστοί στους ειδικούς μελετητές – ασφαλώς όλοι, μορφές στον πνευματικό και συγγραφικό κόσμο της πατρίδας τους.

Αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι εκείνοι που έτσι ξερά αναφέρθηκαν είναι η σκέψη που είχε διατυπώσει ο Ευάγγελος Παπανούτσος λέγοντας πως «Εμείς αυτή την ημέρα έχομε να κάνομε κάτι άλλο, πολύ μεγάλο: να ξαναζωντανέψουμε στη μνήμη μας την 28η Οκτωβρίου του 1940, να θυμηθούμε σε ποιους θριάμβους οδηγεί η ομοψυχία έναν λαό (όσο μικρός και να είναι, όποιους κι αν έχει αντιπάλους) και σε ποιες αθλιότητες η αδελφική διένεξη». Κι ακόμη εκείνο που για τον Σικελιανό είχε μεγάλη σημασία: ότι η αντίσταση του ελληνικού λαού απέναντι στον δόλιο επιδρομέα ξεπερνούσε κατά πολύ τα ελληνικά σύνορα και αναδεικνυόταν σε παγκόσμιο ορόσημο στον αγώνα όλων των λαών για την ελευθερία τους. Τούτο ακριβώς διατράνωναν και η έκκληση και το μανιφέστο.

Η επιγραμματική παρατήρηση του Αντρέ Ζιντ σε απόσπασμα επιστολής του προς τον Κ. Δημαρά επιβεβαιώνει την άποψη αυτή: «Ξαναγίνεστε για μας ο θρίαμβος της αρετής, της αληθινής αξίας του απλού ανθρώπου. Και πόση ευγνωμοσύνη σας χρωστάμε! Έχετε ξαναδώσει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα κάποιες αφορμές εμπιστοσύνης προς τον άνθρωπο, θαυμασμού, αγάπης και ελπίδας».

Τα κείμενα της λογοτεχνίας, τα εμπνευσμένα όχι μόνον από το Έπος του Σαράντα, αλλά και από τις άλλες εποποιίες, μα και τις καταστροφές του Έθνους στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, αποτελούν πηγές για νερό καθαρό. Ας μην περιμένουμε την Πολιτεία και ας μην την κατηγορούμε μεμψιμοιρώντας. Πολιτεία είναι ο καθένας από εμάς και εμείς ανατρέφουμε για την ευκολία μας γενίτσαρους. Είναι καιρός του ποιείν, αν πραγματικά θέλουμε να μη σβήσει η εθνική μας μνήμη ή να έχουμε απάντηση για όσους «δεν γνωρίζουν» ή δεν τους «συμφέρει» να γνωρίζουν.

Επιμ. Λίτσα Χατζηφώτη