Ένας γέροντας ερημίτης κίνησε για το πιο κοντινό χωριό να πουλήση τα πανέρια του. Στον δρόμο που πήγαινε, τον βρήκε ο διάβολος κι από την πολλή κακία που του είχε, άρπαξε τα πανέρια από τα χέρια του κι έγινε άφαντος.
Τότε ο γέροντας, χωρίς να στενοχωρηθή καθόλου, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε:
– Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με απάλλαξες από το φορτίο μου κι από τον κόπο να κατέβω στο χωριό.
Τότε ο διάβολος, μην υποφέροντας την αταραξία του ερημίτη, τού πέταξε κατάμουτρα τα πανέρια, φωνάζοντας:
– Πάρτα πίσω, παλιόγερε.
Ο ερημίτης τα μάζεψε πάλι και συνέχισε τον δρόμο του για το χωριό.
(Περί Απαθείας στο «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι», τόμος τρίτος, εκδ. Ι. Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2002, σελ. 97-98).