Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολὴν ταύτην·
Άνθρωπός τις ἀποδημῶν, ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως.
Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. Ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. Ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. Ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.
Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. Ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.
Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! Ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. Ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ταύτα ειπών έλεγεν, ο έχων ώττα ακούειν, ακουέτω.
Νεοελληνική Απόδοση:
Είπεν ο Κύριοςτήν εξής παραβολή:
«Κάποιος άνθρωπος που θα πήγαινε ταξίδι, εκάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωκε όλα τα υπάρχοντά του. Σε έναν έδωκε πέντε τάλαντα, σε άλλον δύο, σε άλλον ένα, στον καθένα κατά την ικανότητά του, και έφυγε αμέσως για ταξίδι.
Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, τα εμπορεύθηκε και εκέρδισε άλλα πέντε. Επίσης, εκείνος που επήρε τα δύο, εκέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που επήρε το ένα, επήγε και έσκαψε εις την γην και έκρυψε το χρήμα του κυρίου του.
Ύστερα από πολύ χρόνο, έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και τους ζητεί λογαριασμό.
Εκείνος που είχε πάρει τα πέντε τάλαντα, προσήλθε και έφερε άλλα πέντε τάλαντα και είπε, «Κύριε, μου παρέδωκες πέντε τάλαντα· κύτταξε, εκέρδισα άλλα πέντε τάλαντα». Ο κύριός του του είπε, «Εύγε, δούλε καλέ και πιστέ. Εις ολίγα εφάνηκες πιστός, , εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου».
Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει τα δύο τάλαντα, και είπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· κύτταξε, εκέρδισα άλλα δύο τάλαντα». Ο κύριος τού είπε, «Εύγε, δούλε καλέ και πιστέ. Εις ολίγα εφάνηκες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω». Είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου».
Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντον, και είπε, «Κύριε, σε ήξερα ότι είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί, όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις εκεί, όπου δεν εσκόρπισες, και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου εις την γην, ιδές έχεις ό,τι είναι δικό σου». Ο κύριος τού απεκρίθη, «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω εκεί, όπου δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί, όπου δεν εσκόρπισα. Έπρεπε λοιπόν να βάλης τα χρήματά μου εις τους τραπεζίτας και εγώ, όταν επέστρεφα, θα τα έπαιρνα πίσω με τόκον.
Πάρτε από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα, διότι στον καθένα που έχει, θα δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν· από εκείνον όμως που δεν έχει, θα του αφαιρεθή και αυτό που έχει. Και τον άθλιον δούλον ρίξτε έξω εις το σκοτάδι, εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών».
Και λέγοντας αυτά είπε: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει».