ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Μάρκ. η’34-θ’1)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;
Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Νεοελληνική Απόδοση
Τον καιρό εκείνο, αφού εκάλεσε ο Ιησούς το πλήθος μαζί με τους μαθητάς του τους είπε: Εάν κανείς θέλη να με ακολουθήση, ας απαρνηθή τον εαυτόν του και ας σηκώση τον σταυρόν του και ας με ακολουθήση. Διότι όποιος θέλει να σώση την ζωήν του, αυτός θα την χάση, εκείνος δε που θα χάση την ζωήν του εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση. Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον να κερδίση τον κόσμον όλον και να ζημιωθή την ψυχήν του;
Η τι αντάλλαγμα είναι δυνατόν να δώση ο άνθρωπος διά την ψυχήν του; Διότι, όποιος εντρέπεται δι’ εμέ και διά τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν την μοιχαλίδα και αμαρτωλήν και ο Υιός του ανθρώπου θα αισθανθή ντροπή γι’ αυτόν, όταν έλθη με όλην την δόξαν του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους». Και τους έλεγε «Αλήθεια σας λέγω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς, που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν θάνατον, έως ότου ιδούν την βασιλείαν του Θεού να έρχεται με δύναμιν».