Dogma

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής του ΤΥΦΛΟΥ

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής του Τυφλού

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Ιωάν. θ΄ 1-38)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ο Ιησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;

Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.

Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.

Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.

Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.

Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.

Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;

Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωυσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.

Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.

Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Νεοελληνική Απόδοση:

Τον καιρό εκείνο, καθώς εβάδιζε ο Ιησούς, είδε άνθρωπον γεννημένον τυφλόν και τον ερώτησαν οι μαθηταί του, «Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του διά να γεννηθή τυφλός;».

Απεκρίθη ο Ιησούς, «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά διά να φανερωθούν εξ αφορμής του τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να κάνω τα έργα εκείνου που με έστειλε για όσο είναι ημέρα· θα έλθη νύχτα, όταν κανείς δεν θα μπορή να εργασθή. Όσον καιρόν είμαι εις τον κόσμον, είμαι το φως του κόσμου».

Όταν είπε αυτά, έφτυσε χάμω και έκανε πηλόν με το φτύσιμο και άλειψε τον πηλόν επάνω εις τα μάτια του τυφλού και του είπε, «Πήγαινε, πλύσου εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ», το οποίον μεταφράζεται Απεσταλμένος. Έφυγε λοιπόν και πλύθηκε και επέστρεψε βλέπων.

Οι γείτονες και εκείνοι που προηγουμένως τον έβλεπαν ότι ήτο τυφλός, έλεγαν, «Δεν είναι αυτός που καθότανε και ζητιάνευε;». Μερικοί έλεγαν ότι αυτός είναι και άλλοι ότι είναι κάποιος που του μοιάζει. Εκείνος έλεγε, «Εγώ είμαι». Του είπαν τότε, «Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;». Απεκρίθη εκείνος, Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλόν και μου άλειψε τα μάτια και μου είπε, «Πήγαινε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και πλύσου». Όταν επήγα και πλύθηκα, απέκτησα το φως μου». Τότε τον ερώτησαν, «Πού είναι εκείνος;» και αυτός απεκρίθη, «Δεν ξέρω». Οδηγούν αυτόν, τον άλλοτε τυφλόν, εις τους Φαρισαίους. Ήτο δε Σάββατον, όταν έκανε ο Ιησούς τον πηλόν και άνοιξε τα μάτια του.

Τότε οι Φαρισαίοι πάλιν τον ερώτησαν πώς απέκτησε το φως του, αυτός δε είπε, «Μου έβαλε πηλόν εις τα μάτια και πλύθηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους είπαν, «Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί το Σάββατον». Άλλοι έλεγαν, «Πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνη τέτοια θαύματα;». Και έγινε διχασμός μεταξύ τους. Λέγουν πάλιν εις τον τυφλόν, «Συ τι λες γι’ αυτόν αφού σου άνοιξε τα μάτια;». Αυτός είπε, «Είναι προφήτης».

Οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ήτανε τυφλός και απέκτησε το φως του, έως ότου φώναξαν τους γονείς του και τους ερώτησαν, «Αυτός είναι ο υιός σας, διά τον οποίον λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει;». Απεκρίθησαν εις αυτούς οι γονείς του, «Ξέρομεν ότι αυτός είναι ο υιός μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν γνωρίζομεν, ούτε ξέρομεν ποιος άνοιξε τα μάτια του. Αυτός ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον· θα μιλήση για τον εαυτόν του».

Αυτά είπαν οι γονείς, του διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους, επειδή οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει να γίνη αποσυναγωγός όποιος ομολογήση ότι αυτός είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν, «Ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον». Εφώναξαν τότε διά δευτέραν φοράν τον άνθρωπον που ήτανε τυφλός και του είπαν, «Δόξασε τον Θεόν. Έμείς ξέρομεν ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός».

Εκείνος απεκρίθη, «Εάν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τότε πάλιν τον ερώτησαν, «Τι σου έκαμε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;». Αυτός τους απεκρίθη, «Σας είπα ήδη και δεν εδώσατε προσοχήν· γιατί θέλετε πάλιν να το ακούσετε; Μήπως θέλετε και σείς να γίνετε μαθηταί του;».

Τότε τον έβρισαν και του είπαν, «Συ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμεθα μαθηταί του Μωϋσέως. Εμείς ξέρομεν ότι εις τον Μωϋσήν εμίλησεν ο Θεός, αλλά γι’ αυτόν δεν ξέρομεν, από πού είναι».

Ο άνθρωπος τους απεκρίθη, «Αυτό ακριβώς είναι το εκπληκτικόν, ότι σεις δεν ξέρετε από πού είναι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρομεν δε ότι τους αμαρτωλούς ο Θεός δεν τους ακούει, αλλ’ εάν κανείς είναι θεοσεβής και κάνη το θέλημά του, εκείνον ακούει. Ποτέ πριν δεν ακούσθηκε ότι άνοιξε κάποιος τα μάτια τυφλού εκ γενετής. Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήτο από τον Θεόν, δεν θα μπορούσε να κάνη τίποτε».

Εκείνοι του απεκρίθησαν, «Συ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα στην αμαρτίαν και μας διδάσκεις;». Και τον έβγαλαν έξω. Άκουσε ο Ιησούς ότι τον έβγαλαν έξω και όταν τον ευρήκε, του είπε, «Πιστεύεις συ εις τον Υιόν του Θεού;». Απεκρίθη εκείνος, «Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;». Ο Ιησούς του είπε, «Τον έχεις ιδή· είναι μάλιστα αυτός που μιλεί μαζί σου». «Πιστεύω, Κύριε», είπε εκείνος και τον προσκύνησε.