Δεν είναι μόνο ότι αμαρτάνεις και να, λερώθηκε η ψυχή σου. Το θέμα είναι ότι όλη αυτή η αμαρτωλή κατάσταση επιδρά στον όλο άνθρωπο, όπως, ας πούμε, επιδρά το οινόπνευμα σ’ αυτόν που πίνει.
Το οινόπνευμα δεν κάνει ζημιά μόνο στο συκώτι, στο στομάχι, στους πνεύμονες, στην καρδιά, σε όλο το σώμα, αλλά επιδρά κατά τέτοιον τρόπο σ’ αυτόν που είναι υπό την επήρεια του οινοπνεύματος, ώστε ούτε να σκεφθεί σωστά μπορεί ούτε να κρίνει σωστά ούτε να καταλάβει σωστά, και επιπλέον έχει και συναισθηματικές διαταραχές.
Άλλο τώρα ότι δεν θα βρεις ποτέ κάποιον που είναι υπό την επήρεια του οινοπνεύματος –έναν μεθυσμένο, έναν αλκοολικό– ο οποίος θα παραδεχθεί και θα πει: «Ξέρεις, εγώ είμαι μεθυσμένος, είμαι υπό την επήρεια του οινοπνεύματος, και δεν είμαι στα καλά μου. Ούτε η λογική μου λειτουργεί σωστά, ούτε η κρίση μου είναι σωστή ούτε οι ενέργειές μου και οι εκδηλώσεις μου είναι σωστές. Και γι’ αυτό θα ακούσω τι θα μου πεις εσύ και θα συμμορφωθώ προς αυτά που θα μου υποδείξεις». Δεν θα συναντήσεις κανέναν τέτοιο.
Αυτός που πίνει, όχι μόνο βλάπτεται σωματικά, αλλά επηρεάζεται από το ποτό και σκέπτεται ανάλογα και ενεργεί ανάλογα. Και επιπλέον, δεν το καταλαβαίνει ότι δεν σκέπτεται σωστά και ότι δεν ενεργεί σωστά, και γι’ αυτό δεν έχει καμιά διάθεση να ακούσει εκείνον που έχει σώας τας φρένας.
Έτσι ακριβώς επιδρά στον άνθρωπο η αμαρτία. Και μάλιστα, να μου επιτρέψετε να πω, όταν η αμαρτία έχει και αρρωστημένο χαρακτήρα, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Και δεν μπορούμε στη γενιά μας να μην τα πούμε αυτά, γιατί κατά κανόνα οι άνθρωποι σήμερα έχουν και αρρωστημένες καταστάσεις.
Όταν λοιπόν διαπράττει κανείς αμαρτία, το θέμα δεν είναι απλώς ότι ενώπιον του Θεού είναι εν αμαρτίαις, και τι θα γίνει με τον άνθρωπο αυτόν, αλλά η αμαρτία επηρεάζει και το λογικό του και την ψυχή του και την καρδιά του και τα συναισθήματά του και τη βούλησή του και τα πάντα, και ανάλογα σκέπτεται και ανάλογα συμπεριφέρεται. Επιπλέον, καθόλου δεν πάει το μυαλό του να διερωτηθεί: «Για στάσου· σαν να μη σκέπτομαι καλά. Ας ρωτήσω κάποιον άλλο. Σαν να μην αισθάνομαι καλά, και όλη η βούλησή μου και η όλη εσωτερική μου κατάσταση σαν να μη λειτουργούν σωστά. Ας ρωτήσω κανέναν άλλο». Ακόμη και να έλθει ο άλλος και να του πει: «Χριστιανέ μου, δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως τα καταλαβαίνεις εσύ· δεν είναι τα πράγματα όπως τα κάνεις εσύ· δεν είναι τα πράγματα όπως τα λες εσύ», δεν θα το δεχθεί.
Και αν εδώ υπάρχει και αρρωστημένη κατάσταση, ακόμη πιο δύσκολα καταλαβαίνει κανείς· διότι ο άνθρωπος αμαρτάνει, επειδή υπάρχει μέσα του γενικότερα η αδυναμία. Δεν αμαρτάνει εν ψυχρώ, σαν να λέει: «Τώρα θα αμαρτήσω». Δεν ελέγχει πλήρως τον εαυτό του ο άνθρωπος. Υπάρχουν καταστάσεις μέσα στον άνθρωπο που διαφεντεύουν, και πάρα πολλές φορές επηρεάζεται από αυτές και αμαρτάνει.
Πιο συγκεκριμένα: Εάν κάποιος, έτσι ή αλλιώς, δεν αισθάνεται ότι είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, εάν δεν αισθάνεται ότι μπορεί και αυτός να σταθεί ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και να ζήσει σωστά έχοντας την υπόληψη και την αναγνώριση που θα ήθελε να έχει, αλλά αντίθετα αισθάνεται μειονεκτικά, αυτό πολύ του στοιχίζει, πολύ τον ενοχλεί και τον κάνει να είναι στενοχωρημένος και να έχει μέσα του θλίψη, κατάθλιψη.
Ο άνθρωπος αυτός τι θα κάνει; Δεν αντέχει αυτή την κατάσταση και αναζητεί κάτι που θα τον ευχαριστήσει. Και το κάνει αυτό, όχι τόσο γιατί θέλει να πάει να κάνει εκείνη τη συγκεκριμένη πράξη που θα τον ευχαριστήσει, αλλά σαν να τον σπρώχνει από μέσα του αυτή η έλλειψη που έχει, αυτή η άσχημη κατάσταση που έχει, αυτή η θλίψη που έχει, καθώς αισθάνεται ότι δεν μπορεί άνετα μαζί με τους άλλους να συνυπάρχει και νιώθει μειονεκτικά. Οπότε θα φάει πολύ· θα τρώει και δεν θα τελειώνει. Θα πάει να πιεί, θα βλέπει με τις ώρες τηλεόραση, αλλά και άλλα πράγματα θα κάνει.
Στην περίπτωση αυτή το θέμα δεν είναι μόνο ότι αμαρτάνει κανείς, όπως είπαμε, αλλά αμαρτάνει και κατά αρρωστημένο τρόπο, καθώς υπάρχει και το κίνητρο της αρρωστημένης καταστάσεως. Και γίνεται ένας φαύλος κύκλος, γίνεται ένα μπέρδεμα, και πού να τα ξεμπερδέψει κανείς!
Και θα λέγαμε ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν εξομολογηθεί κανείς, δεν φθάνει απλώς να πει: «Να, είμαι λαίμαργος». Δεν φθάνει απλώς να πει: «Κάθομαι με τις ώρες και βλέπω τηλεόραση ή κάθε τόσο θέλω να καπνίσω ή κάθε τόσο θέλω να πιώ». (Να μην αναφέρουμε άλλα χειρότερα, που μπορεί να κάνει.) Δεν φθάνει απλώς να αναφέρει αυτά τα συγκεκριμένα. Πρέπει να δει και βαθύτερα γιατί τα κάνει αυτά.
Άμα δεν δει αυτό το βαθύτερο που τον παρακινεί, αν δεν το προσέξει, ναι μεν, αφού είπε τις συγκεκριμένες πράξεις, τις συγκεκριμένες αμαρτίες, θα πάρει άφεση, όμως η πληγή μένει, η πηγή του κακού μένει, και η ψυχή παραμένει ατακτοποίητη. Έτσι, επαναλαμβάνει τα ίδια· και τι γίνεται;
Αν δηλαδή ο εξομολογούμενος δεν καταλάβει καλά τι του συμβαίνει, και αν ο πνευματικός δεν αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται, δεν θα βοηθηθεί αυτός ο εξομολογούμενος να δει ότι όλα ξεκινούν βαθύτερα από τη φιλαυτία του.
Γιατί ο άνθρωπος αισθάνεται μειονεκτικά; Διότι υπάρχει η φιλαυτία, η οποία στην προκειμένη περίπτωση έχει αρρωστημένο χαρακτήρα, εκδηλώνεται κατά αρρωστημένο τρόπο και επηρεάζει τον άνθρωπο κατά αρρωστημένο τρόπο. Να βοηθηθεί λοιπόν κανείς να δει τη φιλαυτία του, τον εγωισμό του· να δει όλο αυτό που κάνει τον άνθρωπο να έχει μεν μια γενική πίστη στον Θεό, να είναι θρησκευτικός άνθρωπος, αλλά η ύπαρξή του να μην ακουμπά στον Θεό, να μην είναι πιασμένη από τον Θεό. Διότι, άμα κανείς βρει τον Θεό, άμα ακουμπήσει στον Θεό, αν ανοίξει η ψυχή και έχει μέσα της τον Θεό, πάνε και οι φιλαυτίες, πάνε και οι αρρωστημένες καταστάσεις, και δεν αμαρτάνει κανείς. Γιατί να αμαρτήσει; Δεν αισθάνεται την ανάγκη να αμαρτήσει. Τα γεμίζει όλα ο Θεός, τα ικανοποιεί όλα ο Θεός.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, πού ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 168.