Εκείνη, κάπως ταραγμένη, ζητεί να αποφύγει την ομολογία. Καταφεύγει στην ασάφεια: «Άνδρα ουκ έχω», απαντά, αφήνοντας μάλλον να νοηθεί ότι μπορεί να ήταν ανύπαντρη η χήρα. Όμως ο Χριστός επιμένει. Με λεπτότητα, αγγίζει το τραύμα της ψυχής, για να το θεραπεύσει. «Καλά είπες ότι δεν έχεις άνδρα, διότι πέντε άνδρες πήρες και τώρα εκείνον που έχεις δεν είναι άνδρας σου. Ο Κύριος δεν αργεί να φθάσει στην ιδιαίτερη πτυχή της ζωής του ανθρώπου, με τον οποίο επικοινωνεί. Την ίδια τακτική ακολουθεί και στον διάλογό Του με τον πλούσιο νέο. Προχωρεί πέρα από την επιφάνεια, στο βαθύτερο μέρος της συνειδήσεως.
Δεν είναι δυνατό να συνομιλήσουμε με το Χριστό, χωρίς η συζήτηση να πάρει ένα χαρακτήρα καθαρά προσωπικό. Δεν μας αφήνει να μένουμε σε γενικότητες, σε θεωρίες. Σε στιγμές ουσιαστικού διαλόγου ξεσκεπάζει διακριτικά τη συμβατικότητα της ζωής μας και αποκαλύπτει κάποια κρυφή πληγή που δε μπορούμε εσαεί να παραθεωρούμε. Ζητεί να φέρει στην επιφάνεια την αμαρτία που εμείς απωθούμε στο σκοτεινό βάθος της συνειδήσεώς μας, γιατί μόνο αν τη δούμε κατάματα και τη συνειδητοποιήσουμε, θα σωθούμε από τη θανατηφόρο ακτινοβολία που εκπέμπει στον εσωτερικό μας κόσμο.
Συνήθως όμως αντιστεκόμαστε σ’ αυτή την προσέγγιση. Θα θέλαμε να αποφύγουμε την αποκάλυψη, να μένουμε σε γενικές συζητήσεις περί Θεού, περί αγάπης, πόνου και καλωσύνης. Απομακρύνουμε το χέρι του Χριστού, που έρχεται να δείξη και να θίξει την κρυμμένη προσωπική τους αμαρτία.
Η Σαμαρείτιδα, όταν ο Χριστός της αποκαλύπτει την προσωπική της αμαρτία, δεν αντιδρά, αλλ’ αναγνωρίζει τον Ιησού σαν απεσταλμένο του Θεού. Αυτό δε κυρίως επικαλείται, την ώρα που προσκαλεί τους συμπατριώτες της να σπεύσουν να συναντήσουν τον Κύριο. «Ελάτε να δείτε κάποιον που μου είπε όλα όσα έκαμα∙ μήπως είναι αυτός ο Χριστός;».
Σε ένα τέτοιο άγγιγμα των προσωπικών μας θεμάτων από τον Χριστό θα αναγνωρίζουμε καλύτερα τη λυτρωτική Του αποστολή.
Και θα μπορούμε από την προσωπική μας πείρα να καλέσουμε κι άλλους να Τον γνωρίσουν.
από τη Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής