Το μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως
Του Αρχιμ. Ιάκωβου Κανάκη στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Είναι ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου και την λογική η Σάρκωση του Θεού. Αυτός που δημιούργησε τον κόσμο να βρίσκεται στην κοιλία της Θεοτόκου. Αποτελεί όλο αυτό ένα μυστήριο, το πώς δηλαδή έχουμε τέλεια ένωση των δύο φύσεων, της θείας και της ανθρώπινης σε ένα Πρόσωπο. Σε αυτήν ακριβώς την ένωση έγκειται η σωτηρία των ανθρώπων. Προσέλαβε ο Χριστός την ανθρώπινη φύση και έτσι την θεράπευσε, της έδωσε δυνατότητα θεώσεως, την έσωσε. Η ένωση των δύο φύσεων έγινε ασυγχύτως, δεν υπήρξε σύγχυση. Δεν είχαμε επίσης καμία τροπή ή μεταβολή στην «σύσταση» των φύσεων αυτών. Ο Χριστός, ως Θεός, κατά την ύπαρξή του και την δράση του ποτέ δεν χωρίστηκε από την ανθρώπινη του φύση. Κάποιες φορές αναφέρεται ότι πάσχει, ότι πονά, ότι κλαίει, αλλά και τότε δεν έπαψε να είναι Θεός. Ο Χριστός είναι το μόνο πρόσωπο που ήταν τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος. Δεν είναι άλλο πρόσωπο αυτός που πεινάει και άλλος αυτός που χορταίνει τους πεινασμένους. Δεν είναι άλλος αυτός που προσεύχεται και άλλος αυτός που επιτελεί θαύματα. Ο Ίδιος πεθαίνει και ο Ίδιος ανασταίνει νεκρούς. Ο Ίδιος αναφέρεται ότι έκλαψε, αλλά ο Ίδιος είναι όταν με τα θαύματά του είναι σαν να σκούπισε τα δάκρυα των ανθρώπων που πονούσαν ή πενθούσαν.
Είναι χαρακτηριστική η ύπαρξη των δύο θελημάτων του Χριστού, πού προέρχονται από τις δύο φύσεις του, όταν προσευχήθηκε λίγο πριν την σύλληψή του στην Γεθσημανή. Υπάρχει το θέλημα που προέρχεται από την αδυναμία της σάρκας του, αλλά υπάρχει και το θέλημα της θείας φύσης του που σημειώνεται ως «μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω». (βλ. Λκ.24, 22,44.). Είναι σημαντικό ότι, ενώ είχε δύο ξεχωριστά θελήματα, δεν υπήρξε εναντίωση του ενός προς το άλλο. Μπορούμε να πούμε ότι την φυσική ικανότητα της θελήσεως του σαρκωμένου Θεού Λόγου την κινούσε το θεϊκό θέλημά Του. Όταν ήθελε η θεία φύση παραχωρούσε στην σάρκα να πάσχει και να ενεργεί τα ανήκοντα στην φύση της.
Ο Χριστός ως Θεός, τα γνώριζε όλα. Έτσι δεν είχε ανάγκη για σκέψη και κρίση. Από την φύση του είχε κλήση προς το καλό και αποξένωση από το κακό. Η υπόσταση του Χριστού δεν ήταν μια κοινή ανθρώπινη υπόσταση, που θα μπορούσε να «τραπεί», αλλά ως Θεός Λόγος είναι άτρεπτος και αναμάρτητος. Ο ένας Χριστός ενεργούσε με την θεία και την ανθρώπινη ενέργειά του, ως Θεός και ως άνθρωπος.
Όταν λέμε ότι ο Χριστός έλαβε την ανθρώπινη φύση, αυτό σημαίνει ότι είχε όλα τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου. Η πείνα, η δίψα, η κόπωση, η φθορά, ο φόβος είναι μερικά από αυτά. Όλα αυτά τα πήρε και τα αγίασε. Λέμε ότι ο Θεός έλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, εκτός της αμαρτίας. Αυτό το λέμε γιατί η αμαρτία είναι παρά φύση κατάσταση, η οποία δεν ανήκει στην φύση του ανθρώπου. Ο Χριστός που Ενανθρώπησε δεν γνώρισε εκ πείρας την αμαρτία, ο Θεός τον άφησε να κατακριθεί ως αμαρτωλός για χάρη των ανθρώπων. Δεν είχε ο Χριστός αμαρτωλή σάρκα, αλλά αναμάρτητη, παρά το ότι είχε ίδια φύση με την φύση μας. Έλαβε το φθαρτό της ανθρώπινης φύσης μας και το θεράπευσε. Με την σάρκα αυτή νίκησε την αμαρτία και ανέστησε την «πεσμένη» σάρκα. Ενώ δεν ήταν ένοχος θανάτου, πέθανε όμως, με το δικό του θέλημα, για να σώσει όλο το ανθρώπινο γένος.
Δεν μπορούμε να συλλάβουμε εύκολα το ύψος και το βάθος της θεολογίας της Ενανθρωπήσεως του Χριστού. Είναι μέγιστη η εορτή της Γέννησης του Χριστού και χρειάζεται από εμάς η ανάλογη προετοιμασία, αλλά και η συνέχεια πνευματικά για την κατανόηση και βίωση όλου αυτού του Μυστηρίου.
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας