Οι αρχαίοι Αθηναίοι του πέμπτου αιώνος χωρίζουν τον πολιτισμό στην προ του Προμηθέως κατάσταση, που την περιγράφει δραματικά ο Αισχύλος σαν κατάσταση χειρότερη ακόμα και από την ζωή των ζώων, και τη μετά τον Προμηθέα ζωή, κατά την οποία οι άνθρωποι είχαν το πλεονέκτημα της φωτιάς και βγήκαν από τις τρύπες της γης, κατασκεύασαν εργαλεία, σπίτια κι άλλα γνωρίσματα του πολιτισμού· και όλα αυτά τους τα έδωσε και τους τα δίδαξε ο τιτάνας Προμηθεύς “δια λίαν φιλότητα βροτών”.
Κατά τα άλλα όμως, δηλαδή σε όσα δεν περιορίζονται στην τροφή και στην κατοικία, οι άνθρωποι παρέμειναν στην ίδια φτώχια και ορφάνια. Ο ίδιος ο Προμηθέας λέει πως ανάμεσα στα άλλα καλά, που έκανε στους ανθρώπους, ήταν ότι τους απάλλαξε από το φόβο του θανάτου.
“Θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον” (Προμ. 257)
(Έκανα τους ανθρώπους να μη (προ)βλέπουν θάνατο)
Στην ερώτηση του χορού πώς το μηχανεύτηκε αυτό, ο Προμηθεύς απαντά:
“Τυφλάς εν αυτοίς ελπίδας κατώκισα” (Προμ. 259)
(Έβαλα μέσα στις καρδιές τους τυφλές ελπίδες).
Τους έδωσε λοιπόν δώρο ψυχολογικό να παραμερίζουν και να ξεχνούν το φόβο του θανάτου με ελπίδες απραγματοποίητες.
Έτσι οι ποιητές μας οι αρχαίοι διεκτραγωδούν την αβάσταχτη ορφάνια και κακομοιριά των προγόνων μας, που ζούσαν βίον “πολυώδυνον δι’ απειροσύνην άλλου βιότου” (λόγω άγνοιας άλλης ζωής) κατά τον Ευριπίδη (Ιππόλυτος).
Και σ’ αυτή τη θεολογία βρήκαν οι Καππαδόκες Ιεράρχες μας (και όχι μόνον αυτοί) τον ειδωλολατρικό κόσμο που, αφού έσφαξε εκατομμύρια Χριστιανών, κουράστηκε κάποτε και παραδόθηκε στους πράους ποιμένες, για να οδηγηθεί απ’ αυτούς στους ουράνιους λειμώνες της κατά Χριστόν ζωής.
Επειδή όμως η θεολογία του κάθε λαού διαμορφώνει και την κοινωνιολογία και την ηθική του, οι Ιεράρχες είχαν να ποιμάνουν ένα κόσμο, που ζούσε κατ’ εικόνα των θεών τους. Η θέση της γυναίκας ήταν παραπλήσια με τη θέση του κτήνους· ο Ευριπίδης μάς διεκτραγωδεί στο δράμα «Μήδεια» την αθλιότητα της γυναίκας στην κοινωνία του χρυσού αιώνος.
“Πάντων δ’ όσ’ εστ’ έμψυχα και γνώμην έχει,
γυναίκες εσμέν αθλιώτατον φυτόν.”
(Απ’ όλα τα όντα, που έχουν ψυχή και σκέψη
οι γυναίκες είμαστε το αθλιότερο ζωντανό.)
Οι Αθηναίοι αγέρωχα και προκλητικά διακηρύσσουν ότι εφαρμόζουν στην πολιτική τους το δίκαιο του ισχυροτέρου και απολογούνται ότι ούτε αυτοί δημιούργησαν αυτόν το νόμο ούτε πρώτοι τον χρησιμοποίησαν και ότι αυτός ο άγραφος νόμος θα μείνει να ισχύει στους αιώνες. Ο άγραφος νόμος διατυπώνεται λιτά: “ου αν τις κρατή, άρχει”, δηλαδή εκεί όπου νικάει κανείς, εκεί εξουσιάζει.
Αυτός ήταν ο αρχαίος κόσμος, που κληρονόμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος και τον παρέδωσε στους Ιεράρχες, για να τον αναμορφώσουν. Και δεν ήταν τόσο ευκολομεταχείριστος αυτός ο παλιός κόσμος. Τρεις αιώνες πάλεψε σκληρά και αντιστάθηκε με αγριότητα τρομακτική στην επίθεση σωτηρίας, που έκαναν οι Απόστολοι, οι Ομολογητές, οι Ιεράρχες και προπαντός οι Μάρτυρες. Ο Ιουλιανός ο παραβάτης μέσα στον 4ο αιώνα σκότωσε απάνθρωπα πολλούς Χριστιανούς. Και όμως ο παλιός κόσμος με όλη την απάνθρωπα σκληρή αντίστασή του λύγισε και άφησε την τελευταία πνοή του πάνω στους τάφους των μαρτύρων και κάτω από τα ειρηνικά επιτραχήλια των πρεσβυτέρων.
Οι Ιεράρχες έπρεπε να βρεφοκομήσουν το νέο κόσμο με σοφία και πραότητα. Και πρώτα σπούδασαν τη σοφία και τη γλώσσα του παλιού κόσμου. Έγιναν θερμοί φίλοι των ισχυρών του πνεύματος των αρχαίων Ελλήνων. Μίλησαν με άριστα Αττικά στον πεζό αλλά και στον ποιητικό λόγο. Απέδειξαν οι Καππαδόκες και οι Σύροι Ιεράρχες μας (Σύρος ήταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος) ότι κουβαλούν μαζί τους το Άγιο Πνεύμα, γιατί ξεπέρασαν τους Αττικούς συγγραφείς, μολονότι έζησαν και έδρασαν παραπάνω από 1.000 χιλιόμετρα μακριά από την Αττική. Ο σοφός Βιλαμόβιτς γράφει ότι όλοι οι Αττικοί πεζογράφοι φαίνονται ως κακοτέχνες μπροστά στον εκ Συρίας Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Και οι άλλοι Ιεράρχες, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Κύριλλος, ο Αθανάσιος θεμελιώνουν με το λόγο τους την αληθινή πίστη, που είναι μία πια, και οδηγούν και την οικουμένη να ενωθεί και να γίνει και αυτή μία. Φέρνουν ειρήνη στον κόσμο και εγκαινιάζεται η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη και η φιλανθρωπία στον κόσμο ως οφειλή, που τη χρωστάει η οικουμένη στους φτωχούς, στα ορφανά, στις χήρες, στους αιχμαλώτους, στους δούλους. Ο κόσμος παραξενεύεται, οι αδικημένοι της μοίρας αναπνέουν και χαμογελούν, ενώ ο μαθητής τού Σωκράτη ρητόρευε ότι “όπως όταν δυστυχούμε δεν μας μιλάει κανείς, έτσι κι όταν ευτυχούμε να μη μας φθονεί κανείς”, αντίθετα οι Ιεράρχες μας αποκαλούσαν τους φτωχούς αγίους και τους ανέπαυαν στις Βασιλειάδες τους.
Πρωτοφανή πράγματα σε όλον τον κόσμο! Ο Χρυσόστομος έχτιζε λεπροκομεία. Ο Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, που είναι γνωστός ως Ανδρέας Κρήτης, διακόνησε την Εκκλησία ως ορφανοτρόφος. Οι εύποροι νοικοκυραίοι είχαν στρωμένο τραπέζι στη σάλα των αρχοντικών τους και τις αυλόπορτές τους συνεχώς ανοιχτές για τους φτωχούς. Ιδρύθηκαν τα πρώτα ξενοδοχεία-νοσοκομεία μέσα στις πόλεις με γιατρούς άντρες και γυναίκες. Οι πλούσιοι εξαγόραζαν αιχμαλώτους από τους πειρατές και τους λευτέρωναν. Έτσι ο πατέρας τού Ιωάννου του Δαμασκηνού στη Συρία εξαγόρασε τον αιχμάλωτο Κοσμά και τον έκανε αδερφό τού γυιού του. Και έγιναν οι δυό τους οι κορυφαίοι ποιητές του κόσμου.
Οι γυναίκες βγήκαν από την αφάνεια χωρίς να χάσουν τη σεμνότητά τους κι έγιναν μάρτυρες, ονομαστές μητέρες και αδερφές αγίων, νοσοκόμες, ορφανοτρόφοι, διακόνισσες σαν την οσία Ξένη, ποιήτριες σαν την Κασσιανή, φιλάνθρωπες και φιλόθεες βασίλισσες σαν την αγία Ελένη, την Πουλχερία και πολλές άλλες.
Κι ενώ στον παλιό κόσμο η γυναίκα ζούσε στη σκιά της κοινωνίας και της οικογένειας και για πρώτη φορά μίλησαν για τιμή της γυναίκας, όταν είδε ο χορός τη Μήδεια να σφάζει τα παιδιά της, για να εκδικηθεί τον άπιστο άντρα της, με τους φρικτούς στίχους:
“Άνω ποταμών ιερών χωρούσι παγαί…
έρχεται τιμά γυναικείω γένει.
Ουκέτι δυσκέλαδος φάμα γυναίκας έξει…”
(Αντίθετα στο ρεύμα των ποταμών προχωρούν οι πηγές…
έρχεται τιμή στων γυναικών το γένος.
Δεν θα κατέχει πια κακή φήμη τις γυναίκες).
Τώρα πια καλλικέλαδος φήμη έρχεται στις γυναίκες μάρτυρες σαν την αγία Μαρίνα, γυναίκες μάρτυρες και σοφές σαν την Αικατερίνα, γυναίκες όσιες σαν τη Νόννα, την Εμμέλεια, τη Μακρίνα, γυναίκες τίμιες χήρες στην πρώτη νιότη τους σαν την Ανθούσα. Για τέτοιες γυναίκες θ’ άξιζε να γυρίσουν τα ποτάμια ανάποδα από την έκπληξή τους.
Οι Ιεράρχες μας ετίμησαν το μοναχισμό και με το παράδειγμά τους και με τα συγγράμματά τους. Σ’ όλον τον κόσμο και στη μακρινή Σκωτία ακόμα τηρούσαν τους μοναστικούς κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου.
Οι Ιεράρχες στάθηκαν ηγέτες, αγωνιστές και στους κοινωνικούς αγώνες. Ο Βασίλειος εξευτέλισε με τη γιγάντεια πίστη του τον αυτοκράτορα, που τον απειλούσε, ο Χρυσόστομος εκήρυττε στα πλήθη των πιστών της Βασιλεύουσας ότι τα πλούτη, που κρατούν οι πλούσιοι στις αποθήκες τους, ανήκουν στους φτωχούς και οι πλούσιοι τους τα κλέβουν.
Ο καινούργιος λόγος των Τριών Ιεραρχών μας έμαθε τον κόσμο να γιορτάζει τα Χριστούγεννα και τις άλλες γιορτές, δίδαξε τον κόσμο ότι “ο Άδης επικράνθη και γαρ καθηρέθη” και γι’ αυτό μπορεί πια ο καθένας να βροντήξει το “Χριστός ανέστη” πάνω στους τάφους κι όχι να καταπίνει την πίκρα του σαν το Σοφοκλή μ’ εκείνον το στίχο της Αντιγόνης του:
“Άιδα δε μόνον φεύξιν ουκ επάξεται”
(μόνο του Άδη απαλλαγή δεν θα καταφέρει ο άνθρωπος).
Τώρα με το νέο ήθος των Ιεραρχών μας μπορούμε πια να γιορτάζουμε την Ανάσταση και να ζούμε τον αληθινό ανθρωπισμό, τον θεανθρωπισμό, απαγγέλλοντας λογαοιδικώς:
“Έστη ο Θεός εν συναγωγή θεών.
Εγώ δε λέγω υμίν θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες.”
Αυτό είναι το νέο που μας δίδαξαν οι Ιεράρχες μας και πρώτοι-πρώτοι απ’ αυτούς οι Τρεις Ιεράρχες μας.
Κωνσταντίνος Γανωτής