Το παπικό πρωτείο
Το θέμα του πρωτείου του Πάπα Ρώμης είναι και αυτό ένα από τα βασικά θέματα που χωρίζουν τους χριστιανούς. Γράψαμε ανωτέρω γενικώς και απλώς το πρωτείο του Πάπα, χωρίς να προσδιορίζουμε, αν αυτό αναφέρεται σε πρωτείο τιμής, ή πρωτείο εξουσίας ή ακόμη σε πρωτείο αγάπης, ή αληθείας, ή διακονίας.
Και επράξαμε αυτό, γιατί πράγματι το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης πέρασε ή περνάει από τα διάφορα ανωτέρω είδη ή φάσεις κατά καιρούς και αναλόγως των προσώπων. Έτσι θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι το πρωτείο αληθείας και αγάπης το είχε η Ρώμη κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής Εκκλησίας. Χαρακτηριζόταν μάλιστα και ως προκαθημένη της αγάπης. Και γι’ αυτό ιδιαιτέρως δικαιούνταν και το πρωτείο τιμής και της διακονίας.
Ύστερα όμως σιγά-σιγά μετατοπίστηκε το περιεχόμενο του πρωτείου και εμφανίστηκε το εκκλησιαστικό αυτό πρωτείο διακονίας ως πρωτείο εξουσίας, το οποίο μάλιστα απροσδοκήτως συνδέθηκε και με την έννοια, με την ιδιότητα του αλαθήτου. Συγκεκριμένως: Ο Πάπας θεωρήθηκε ή απαίτησε την ιδιότητα του αποκλειστικώς αλαθήτου επί της γης. Ο Πάπας αναβιβάστηκε στο ex cathedra αλάθητο ως επίσκοπος Ρώμης. Σ’ αυτήν την κατάληξη συνέβαλαν και ορισμένα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο νεότερο ευρωπαϊκό χώρο. Μεταξύ αυτών ήταν και τα ορμητικά ρεύματα της διαμαρτυρήσεως, η εμφάνιση του Προτεσταντισμού, όταν με επί κεφαλής τους μεταρρυθμιστές Λούθηρο, Καλβίνο, Ζβίγγλιο κ.τ.λ. πλήθος Ρωμαιοκαθολικών χριστιανών ομαδόν εγκατέλειπαν την Εκκλησία τους και ακολουθούσαν τον Προτεσταντισμό.
Στην απόδοση αυτής της συγκεντρωτικής και αποκλειστικής μοναρχικής εξουσίας και δυνάμεως στον Πάπα προχώρησαν οι Ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι κυρίως για λόγους άμυνας, προκειμένου να ανακόψουν την απομάκρυνση-φυγή των μελών-πιστών οπαδών τους. Έτσι προσέφερε η Σύνοδος των Ρωμαιοκαθολικών επισκόπων την εξουσία της σε ένα πρόσωπο. Έτσι έχασε το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας που υποδείχθηκε από τους Αποστόλους (βλ. αποστολική Σύνοδο του 49 μ.Χ.), την αίγλη του και τη δύναμή του και αυτά περιήλθαν στον Πρώτο, στον Πάπα της Ρώμης ως «κεφαλή» της στρατευόμενης Εκκλησίας.
Ωστόσο κεφαλή της Εκκλησίας με όλη τη σημασία της λέξεως είναι ο Ιησούς Χριστός ως Θεός και αλάθητος νομοθέτης της, αλλά και ως μελλοντικός κριτής της Οικουμένης. ’λλωστε και οι Προτεστάντες ως ένα λόγο ή αιτία για τη διαμαρτύρησή τους επρόβαλαν και το ότι οι Παπικοί με επί κεφαλής τον Πάπα εισήγαγαν νεοτερισμούς στην Ευαγγελική αλήθεια της Εκκλησίας.
Δυστυχώς όμως και οι ίδιοι οι Προτεστάντες με την απομάκρυνσή τους από την αυθεντική και κανονική παράδοση των εφτά Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας κατέληξαν να έχουν πολλές ερμηνείες της Αγίας Γραφής, πολλές απόψεις, πολλές προσωπικές γνώμες. Αποτέλεσμα ήταν να διασπαστούν μεταξύ τους και να γίνουν η να αποκτήσουν πολλούς μικρούς πάπες, παπίσκους, διεκδικούντες το αλάθητο. «Ενός κακού γινομένου μύρια έπονται», λέει η παροιμιώδης σοφία του λαού.
Σήμερα βεβαίως και οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες έχουν αντιληφθεί την ολισθηρή αυτή οδό και με διάφορες ενέργειες, όπως συναντήσεις, Συμβούλια (πρβλ. το ΠΣΕ) επιχειρούν να επανέλθουν, ή μάλλον να επαναφέρουν τα πράγματα, στην ορθή οδό της πρώτης χιλιετίας της Εκκλησίας. Χρησιμοποιούμε και το ρήμα επαναφέρουν, γιατί το ρήμα επανέλθουν απαιτεί και προϋποθέτει και κάποια επιστροφή, και κάποια ταπεινοφροσύνη, την οποία δεν γνωρίζουμε ότι την έχουν εγκολπωθεί όλοι και ιδίως οι ηγέτες τους.
Ευτυχώς ο νυν Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος, ασχέτως αν μερικοί (καχύποπτοι) διατείνονται ότι ενεργεί υποκριτικώς, δείχνει ότι διαπνέεται από το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης. Πάντως είτε ειλικρινώς είτε υποκριτικώς ενεργεί, ασφαλώς εφ’ όσον το πράττει προβληματίζει τους χριστιανούς, και εφ’ όσον θέλει μπορεί να συντελέσει αποτελεσματικώς, ώστε τα πράγματα σ’ αυτή την τρίτη χιλιετία να εξελιχθούν ορθώς και παραδοσιακώς.
Σ’ αυτή του τη βούληση και ενέργεια μεγάλη δυσκολία δεν πρέπει να βρει. Γιατί:
1) Θα έχει τη χάρη και τη συνέργεια του Θεού, επειδή «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. 4,6).
2) Την άδεια ή μάλλον την εξουσιοδότηση εκ μέρους της Βατικανείου Γενικής Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την έχει.
3) Την ανθρώπινη, επιστημονική βοήθεια εκ μέρους των κανόνων της Λατινικής γλώσσας (Γραμματικής, Συντακτικού) επίσης από αιώνων την έχει και μάλιστα την παραέχει, ιδίως στα δύο βασικά θέματα διαφωνίας: Το Filioque και το ex ( a ) Cathedra . Για το πρώτο έχουμε αναφερθεί στο προηγούμενο άρθρο. Για το δεύτερο θα μιλήσουμε με τη βοήθεια του Θεού προσεχώς.
Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Εκκλησιολογικά,
Διεκκλησιαστικά, Πολιτειοκρατικά ,
Αθήνα 2017, εκδ. Επτάλοφος, σελ. 30-33