Ιδίως εμείς οι γυναίκες να προσέξουμε λίγο περισσότερο: είναι μέσα στη φυσιολογία μας, μέσα στην ιδιοσυγκρασία μας εύκολα να παραπονούμαστε, εύκολα να μεταθέτουμε την ευθύνη κάπου αλλού και «φρακάρει» η ψυχή και δεν μπορεί να ανοίξει.
Έχω την ταπεινή γνώμη ότι όλο αυτό γίνεται, γιατί, χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, θέλει να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος και δεν βρίσκει άλλον τρόπο καλύτερο και ανώτερο, πιο πνευματικό και πιο υψηλό· έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνει και χωρίς να το συνειδητοποιεί πολύ-πολύ, πέφτει στο παράπονο. Αυτή, ξέρετε, είναι διαβολική κατάσταση.
Ο διάβολος, δεν φτάνει που αμάρτησε, που ξέφυγε από τον νόμο του Θεού και έχασε την τρυφή τού παραδείσου, καθώς ήθελε να γίνει θεός, έχει και παράπονο τώρα: παραπονείται κατά του Θεού και θέλει ο Θεός να μετανιώσει για ό,τι έπαθε ο διάβολος, να του βάλει, λέει, μετάνοια.
Στην κίνηση αυτή ο διάβολος θέλει να παρασύρει και τον άνθρωπο. Έχει τόσο φθόνο ο διάβολος, έχει τόση ζήλια, που δεν θέλει να βλέπει τον άνθρωπο σε μετάνοια, σε ταπείνωση, στον δρόμο της σωτηρίας, και βάζει τα δυνατά του κατά κάποιον τρόπο για να παρασύρει και τον άνθρωπο σ’ αυτή την αρνητική κατάσταση, σ’ αυτό το παράπονο βασικά.
Παθαίνουμε ό,τι παθαίνουμε, παραπονούμαστε, γιατί δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι είμαστε πλάσματα του Θεού, δεν είμαστε εμείς οι θεοί οι οποίοι μπορούμε να ρυθμίσουμε και να κυβερνήσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω από εμάς. Τώρα, αν κανείς έχει τη συναίσθηση ότι είναι όντως πλάσμα του Θεού και έχει να κάνει με τον Πατέρα-δημιουργό, γιατί να παραπονεθεί;
Όλη αυτή η φοβερή κατάσταση ξεκινάει από μέσα μας, επειδή έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάποιος ή κάποια που να μην έχει αυτό το εσωτερικό μίασμα. Όλα τα αρνητικά που ακολουθούν, όλες οι άσχημες καταστάσεις ξεκινούν από τη μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Γι’ αυτό θυμώνουμε, γι’ αυτό εκνευριζόμαστε, γι’ αυτό παρεξηγούμαστε, γι’ αυτό τα βάζουμε πότε με το ένα, πότε με το άλλο.
Ένας που δεν έχει καθόλου ιδέα για τον εαυτό του, ένας που αισθάνεται ότι δεν είναι τίποτε, αυτός δεν έχει όλα αυτά τα αρνητικά. Το τίποτε δεν παθαίνει τίποτε, λέει· ό,τι και να το κάνεις, είναι τίποτε. Παθαίνει αυτός που είναι κάτι· χρειάζεται να γίνει πολλή δουλειά, για να βγει από μέσα μας αυτό το κάτι· κατ’ αρχήν να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε κάτι.
Έκανα λίγο τον κόπο, συνέλεξα κάποια από τα αποφθέγματα του πατρός Συμεών που αναφέρονται στο παράπονο, για να πούμε τα πράγματα ακριβώς όπως λέχθηκαν και όχι όπως και όσο τα θυμόμαστε:
«Αν φύγει από τη μέση το όποιο παράπονο και το πείσμα, αν φύγει αυτό το ότι ρίχνεις την αιτία κάπου αλλού, σε κάποιον άλλον, έρχεται ταπείνωση και λύτρωση». Μόλις ταπεινωθεί κανείς, μόλις διώξει το όποιο παράπονο, μόλις μετανοήσει, αμέσως έρχεται η σωτηρία, λυτρώνεται ο άνθρωπος, λέει ο Πάτερ. Και συνεχίζει:
«Θέλουμε βέβαια σωτηρία, αλλά δεν ξέρουμε από τι θέλουμε σωτηρία. Από τον παλαιό άνθρωπο πρέπει να σωθούμε. Εμείς όμως, και όταν αγωνιζόμαστε για σωτηρία, το μέλημά μας είναι μην τυχόν πάθει κάτι ο παλαιός άνθρωπος. Γι’ αυτό αυτοδικαιώνεσαι, βιάζεσαι να νιώσεις καλά και δεν περιμένεις να γίνουν σιγά-σιγά τα πράγματα. Παραπονείσαι, θυμώνεις, πληγώνεσαι συχνά, γκρινιάζεις, θίγεσαι, πικραίνεσαι, χολώνεσαι. Η όλη δηλαδή στάση, διάθεση και κίνηση της ψυχής μας είναι τέτοια, που μοιάζει να λέμε στον Θεό: “Θεέ μου, κάνε κάτι να μην πάθει τίποτε ο παλαιός άνθρωπος, κάνε κάτι ώστε και αυτός να μπει στον παράδεισο”. Πώς θα νιώσεις έτσι σωτηρία, πώς θα έλθει η χάρη;»
«Αν προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι ο καθένας μας μέσα του σαν να έχει ένα κρατούμενο με τον Θεό. Όμως πίστη στον Θεό σημαίνει πως ό,τι κι αν συμβεί, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, ό,τι κι αν επιτρέψει ο Θεός, εσύ να μη βγάλεις από μέσα σου κανένα παράπονο και ούτε τον παραμικρό σκανδαλισμό».
Εδώ είναι που γίνεται το μεγάλο μακελειό· με το παραμικρό σκανδαλιζόμαστε. Να δούμε όμως πρώτα τι είναι αυτός ο σκανδαλισμός. Υπάρχει ένα άλλο απόφθεγμα εδώ του Πατρός, που μας εξηγεί επακριβώς τι είναι ο σκανδαλισμός:
«Ο σκανδαλισμός έχει να κάνει με το όλο είναι του ανθρώπου, δηλαδή δεν πρόκειται για κάτι που το έχεις και πρέπει να το ξεπεράσεις, να το αφήσεις, να το πετάξεις. Διαπιστώνεις, καθώς ο εαυτός σου με μια αφορμή βγάζει πικρία, χολή, γκρίνια, γογγυσμό, παράπονο, φθόνο, αντίδραση, απαιτητικότητα, διεκδίκηση, κακία, ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς ένα κάτι που ξώπετσα θα το αφήσεις στην άκρη, θα το πετάξεις και θα είσαι ήσυχος. Όχι. Θα δεις ότι αυτόν τον σκανδαλισμό τον γεννά το εγώ σου».
Και συνεχίζει: «Δεν είναι απλώς ένα λάθος που κάνεις κάποια στιγμή ή μια αδυναμία· είναι αυτή η ίδια η ύπαρξή σου. Ας πάρουμε μια γλάστρα που μέσα έχει σπόρο που γεννά ζιζάνια, κι εσύ» –αυτό κάνει κανείς με τον όλο πνευματικό του αγώνα– «κάθε ζιζάνιο που ξεφυτρώνει το ξεριζώνεις. Εντάξει, αλλά η γλάστρα δεν θα πάψει να γεννά τα ζιζάνια· τι πρέπει να κάνεις; Να πετάξεις όλο το χώμα μαζί με τον σπόρο που έχει μέσα».
Αυτό είναι πολύ βασικό, νομίζω. «Αυτό γίνεται με τον άνθρωπο. Ο παλαιός άνθρωπος είναι πηγή αμαρτίας. Η ψυχή βγήκε πεντακάθαρη από τα χέρια του Θεού, αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος αμάρτησε κατά συγκεκριμένο τρόπο –πονηρεύτηκε, αντέδρασε, υπερηφανεύτηκε κατά συγκεκριμένο τρόπο. Σκέφτηκε να ενεργήσει κρυφά από τον Θεό, καθώς κλονίστηκε η εμπιστοσύνη του στον Θεό. Έγινε ολόκληρη αλλοίωση μέσα του· αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει».
Δηλαδή με δυο λόγια, πρέπει να αλλάξει όλος ο παλαιός μας εαυτός, όλο το κατεστημένο. Και το ερώτημα τώρα είναι: Mα, πώς είναι αυτός ο παλαιός εαυτός, που κάνουμε τόσο αγώνα και δεν αλλάζει; Έχω την ταπεινή γνώμη ότι δεν αλλάζει, γιατί δεν θέλουμε να αλλάξει.
Αυτή είναι η αρχή του Πατρός, αυτό είναι το κέντρο της διδαχής του: Ο άνθρωπος δεν θέλει να αλλάξει, δεν θέλει να μετανοήσει. Μπορεί, λέει, να μετανοούμε από στενοχώρια, από εγωισμό, από οποιαδήποτε άλλη αιτία, αλλά όχι από συναίσθηση ότι αμαρτήσαμε. Αυτό είναι πολύ βασικό, και πρέπει πάρα πολύ να το προσέξουμε.
Η αληθινή μετάνοια, λέει ο Πάτερ, έχει ως αποτέλεσμα να γκρεμιστεί μέσα μας όλη η καλή ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Δεν είναι τυχαία κανείς αμετανόητος. Μετανοεί κανείς συνήθως από πολλή στενοχώρια, από πολύ ζόρι, αλλά η μετάνοια αυτή δεν είναι αληθινή μετάνοια ενώπιον του Θεού· δεν είναι μετάνοια η οποία στοιχίζει στο εγώ, μετάνοια η οποία στοιχίζει στην καλή ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, μετάνοια η οποία είναι θάνατος του παλαιού ανθρώπου. Η αληθινή μετάνοια φέρνει τον θάνατο του παλαιού ανθρώπου, της όλης καλής ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας.
Από το βιβλίο: Φιλοθέης μοναχής, Προσεγγίζοντας τη διδαχή του πατρός Συμεών. Συνάξεις κυριών. Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2016, σελ. 89-98 (αποσπάσματα).