ΙΕΡΟΘΕΟΣ Μητροπολίτης Ναυπάκτου
Κατά καιρούς, όπως και στις ημέρες μας, αναφύεται το θέμα των πρεσβείων τιμής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του λεγομένου Πρωτείου, που δεν είναι απλώς μια τιμή ευγένειας, αλλά έχει συγκεκριμένες κανονικές αρμοδιότητες.
Είναι γνωστόν ότι τα πρεσβεία τιμής του Οικουμενικού Πατριαρχείου έχουν κατοχυρωθή από τις Οικουμενικές Συνόδους.
Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος με τον Γ’ Κανόνα της αποφαίνεται: «Τόν μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, δια το είναι αυτήν νέαν Ρώμην». Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος με τον ΚΗ’ Κανόνα της αποφαίνεται: «τά ίσα πρεσβεία απένειμαν [οι Πατέρες] τώ της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω».
Και η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος, η λεγόμενη Πενθέκτη, με τον ΛΣΤ’ Κανόνα της διαγορεύει: «Ανανεούμενοι τα παρά των εκατόν πεντήκοντα αγίων Πατέρων, των εν τη θεοφυλάκτω ταύτη και βασιλίδι πόλει συνελθόντων, και των εξακοσίων τριάκοντα, των εν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ορίζομεν, ώστε τον Κωνοταντινουπόλεως θρόνον των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου, και εν τοίς εκκλησιαστικοίς, ως εκείνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι».
Μελετώντας κανείς προσεκτικά τα αποσπάσματα αυτά, όπως και όλο το γράμμα και το πνεύμα των ιερών αυτών Κανόνων, παρατηρεί ότι η Β’ Οικουμενική Σύνοδος αναβιβάζει τον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως «μετά» τον θρόνο του Επισκόπου Ρώμης, που τότε ανήκε στο σύστημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επίσης παρατηρεί ότι η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος και στην συνέχεια η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος απονέμουν στον θρόνο της Νέας Ρώμης «τά ίσα» πρεσβεία με τον θρόνο της Παλαιάς Ρώμης.
Όταν όμως ο Πάπας της Παλαιάς Ρώμης αποκόπηκε, το 1009, από το σύστημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τότε ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης δεν έχει «ίσον» στο σύστημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά όλοι οι προκαθήμενοι των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών τίθενται «μετά» από αυτόν.
Τα πρεσβεία αυτά τιμής δεν είναι απλώς προβάδισμα, αλλά έχουν κανονικές αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων είναι η χορήγηση της αυτοκεφαλίας ή ο περιορισμός των προνομίων ή ακόμη και ουσιαστικές παρεμβάσεις και ανάκλησή τους. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις των τελευταίων Πατριαρχείων, των οποίων η Πατριαρχική αξία δόθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και η ανακήρυξή τους θα γίνη, όπως λέγεται στα κείμενα των Τόμων, «εν Οικουμενική ή και μεγάλη άλλη Συνόδω εν πρώτη ευκαιρία συνερχομένη», που ακόμη δεν έγινε. Γι’ αυτό έχει υποστηριχθή ότι η διαδικασία ανυψώσεως αυτών των Εκκλησιών με αυστηρά κανονική-νομική άποψη δεν έχει ακόμη ολοκληρωθή (καθηγητής Σπύρος Τρωϊάνος).
Στην συνέχεια θα παρουσιάσω τέσσερεις επιστημονικές εργασίες ισαρίθμων ερευνητών που αναφέρονται στο περιεχόμενο και την κανονική αξία του Πρωτείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο διαφέρει σαφέστατα από το πρωτείο που προβάλλει ο Πάπας της Ρώμης και δεν μπορεί να γίνη σύγχυση μεταξύ των δυο αυτών πραγματικοτήτων.
Το πρώτο είναι το έργο του αειμνήστου Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου με τίτλο: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία».
Ο Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, χρησιμοποιώντας ενδελεχώς τις πηγές και κατάλληλα επιστημονικά βοηθήματα, αναλύει διεξοδικά, εκτός των άλλων, και το πώς οργανώθηκε η εκκλησιαστική διοίκηση από την εμφάνιση του Χριστιανισμού με την ανάδειξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δηλαδή στην ουσία μελετά πώς διαμορφώθηκαν τόσο το Μητροπολιτικό όσο και το Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως.
Από τις πηγές και από την όλη παράδοση της Εκκλησίας φαίνεται ότι κατ αρχάς κάθε Τοπική Εκκλησία είχε την συνείδηση της πληρότητάς της, αφού ο Επίσκοπος που ποίμαινε την κάθε Τοπική Εκκλησία είχε την συνείδηση ότι ήταν «εις τύπον και τόπον» του Χριστού. Όμως αυτή η συνείδηση δεν οδηγούσε στην απομόνωση από την κοινή ένωση των Εκκλησιών «διότι η πληρότης δεν είναι το ίδιον απόκτημα, αλλά κατά χάριν δωρεά του Θεού προς πάσας τάς τοπικάς Εκκλησίας».
Από την αρχαία Εκκλησία φαίνεται ότι δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στις αποστολικές Εκκλησίες, δηλαδή σε Εκκλησίες που ιδρύθηκαν κατ ευθείαν από τους Αποστόλους και επομένως η διαδοχή των συγκεκριμένων Επισκόπων συνδεόταν με μια αποστολική μορφή. Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης, είναι «ευνόητον ότι η μαρτυρία των αμέσως συνδεομένων προς την αποστολικήν εποχήν τοπικών Εκκλησιών εθεωρείτο αξιοπιστοτέρα της μαρτυρίας των τοπικών Εκκλησιών, αίτινες είχον έμμεσον αναφοράν προς την αποστολικήν εποχήν δια της Μητρός Εκκλησίας».
Οπότε, μια αποστολική Εκκλησία είχε προνομιούχο θέση στην πιστότητα της μαρτυρίας προς την αποστολική παράδοση. Έτσι διαμορφώθηκε ένα «σύστημα» «μητέρων» και «θυγατέρων» Εκκλησιών και υπήρχε μια ενότητα μεταξύ των Εκκλησιών, που ήταν ενότητα πνευματική, ήτοι ενότητα πίστεως και αγάπης.
Μέσα από τις προϋποθέσεις αυτές κατά την διάρκεια των τεσσάρων πρώτων αιώνων δημιουργήθηκε η ανάγκη της συγκροτήσεως συνόδων μεταξύ των Εκκλησιών, για να εκφράζεται η ενότητα της Εκκλησίας οργανικώς. Έτσι οι Τοπικές Εκκλησίες συνήρχοντο σε επαρχιακές Συνόδους και ο επικεφαλής κάθε επαρχίας ήταν ο Επίσκοπος της πολιτικής Μητροπόλεως, προήδρευε στις Συνόδους αυτές και ερχόταν σε επικοινωνία με τους Επισκόπους των άλλων Μητροπόλεων.
Είναι φανερόν ότι με την πάροδο του χρόνου, για να διατηρήται η ενότητα της Εκκλησίας, προσελήφθη το πολιτικό σύστημα διαιρέσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι δημιουργήθηκε το Μητροπολιτικό σύστημα με «Πρώτον» τον Μητροπολίτη και από τον Γ’ αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται και το αξίωμα του Εξάρχου, που αναπτύχθηκε περισσότερο τον Δ’ αιώνα και απετέλεσε την προϋπόθεση για την εμφάνιση κατά τον Ε’ αιώνα «μιάς νέας διακριτικής διοικητικής βαθμίδος, της του Πατριάρχου».
Επομένως, ενώ στην μεταποστολική περίοδο απαραίτητο στοιχείο για την ενότητα των Εκκλησιών ήταν «η χρονική ή ιστορική σύμπτωσις των τοπικών Εκκλησιών προς το παρελθόν, και ιδία προς την πρώτην εκκλησίαν των αποστόλων», στην συνέχεια όμως απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητος θεωρήθηκε «καί η τοπική ή γεωγραφική διακρίβωσις της ταυτότητος των εκκλησιών εν τη αυτή πίστει και ζωή εν “Ιησού Χριστού γνώμη”». Και με αυτήν την έννοια τονίσθηκε ο συνοδικός θεσμός.
Το συμπέραμα του Μητροπολίτου Σάρδεων είναι σημαντικό:
«Κατά ταύτα, αν και πάντες οι επίσκοποι, κατά την θείαν αυτών σύστασιν, είναι ίσοι, εν τώ αυτώ μέτρω απολαύοντες της δωρεάς της επισκοπικής χάριτος, μετέχουν δε της αυτής αδιασπάστου αποστολικής διαδοχής, αλλ όμως κατά το κανονικόν σύστημα της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν είναι ισότιμοι, λαμβάνοντες διαφόρους ονομασίας και διάφορα δικαιώματα, κατά το μέτρον της αναπτύξεως της ιστορικο-εκκλησιαστικής αυτών θέσεως, βάσει της οποίας αναφαίνονται οι μεν ως πρεσβύτεροι και μετά μείζονος επιρροής επί των δέ, απολαύοντες ιδιαιτέρων προνομίων και προϊστάμενοι εν τη προωθήσει των γενικοτέρου χαρακτήρος εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Η παράδοσις της εκκλησίας κατωχύρωσε την πράξιν ταύτην της “ιεραρχήσεως της τιμής”, ήτις ουδέν έτερον είναι ει μη τα άλλως λεγόμενα “πρεσβεία τιμής”, η δε άρνησις της πραγματικότητος ταύτης, εν ονόματι της κακώς νοουμένης “ισοτιμίας”, είναι υποβολιμαία αντικατάστασις της γνησίας καθολικότητος δια τινος αμφιβόλου δημοκρατικότητος ισότητος».
Το δεύτερο σημαντικό κείμενο το οποίο θα μας βοηθήση να δούμε το πώς διαμορφώθηκε το σύστημα της διοικήσεως της Εκκλησίας με εξέχουσα μορφή τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος δεν είχε απλώς έναν συντονιστικό ρόλο, αλλά και πρωταγωνιστικό στην όλη συγκρότηση της ενότητος της Εκκλησίας, είναι το κείμενο της Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ με τίτλο «Ορθοδοξία και Βυζάντιο (330-1461)». Θα εντοπισθούν μερικά χαρακτηριστικά σημεία από την μελέτη αυτή.
Η κ. Αρβελέρ μελετά το πώς λειτουργούσαν οι δύο εξουσίες, ήτοι του Αυτοκράτορος και του Πατριάρχου, στην εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Όπως υπογραμμίζει, οι δύο αυτές εξουσίες του Αυτοκράτορος και του Πατριάρχου λειτουργούσαν παράλληλα και η μία δεν εισερχόταν στην δικαιοδοσία της άλλης. «Ο χώρος και ο τρόπος δράσης, τόσο του αυτοκράτορα όσο και του πατριάρχη στην αναμεταξύ τους σχέση ήταν θεσμικά καθωρισμένες: στον αυτοκράτορα η σωτηρία των σωμάτων, στον πατριάρχη η μέριμνα των ψυχών. Η ενθρόνιση του αυτοκράτορα ευλογείται υποχρεωτικά από τον πατριάρχη και η εκλογή του πατριάρχη συνάδει με τη θέληση του αυτοκράτορα».
Έτσι, λοιπόν, «η παράλληλη εξουσία και η αρμονική σύμπραξη των δύο αυτών αρχών, του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, χαρακτηρίζει όλη τη ζωή της ορθόδοξης αυτοκρατορίας και Εκκλησίας κατά την βυζαντινή ιστορική πραγματικότητα, παρά τις κάποιες εξαιρέσεις και αποκλίσεις».
Έπειτα, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία λειτουργούσαν όχι μόνον οι δύο αυτές παράλληλες εξουσίες, ήτοι του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχου, αλλά και δύο παράλληλες ιεραρχίες, ήτοι του Κράτους και της Εκκλησίας «πού διαπνέουν και στηρίζουν τη βυζαντινή κοινωνία: η πρώτη, η κοσμική ιεραρχία (λαϊκή πολιτική και στρατιωτική) απορρέει από την αυτοκρατορική εξουσία, η δεύτερη, η πνευματική, καταλήγει στον πατριάρχη».
Σημειώνει δε πολύ χαρακτηριστικά η συγγραφεύς:
«Τελείως βέβαια σχηματικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στον παραλληλισμό μεταξύ κρατικής μηχανής και εκκλησιαστικής οργάνωσης ο πατριάρχης αντιστοιχεί στον αυτοκράτορα, οι αρχιεπίσκοποι στους άρχοντες των αυτόνομων επαρχιών που αναφέρονται κατ ευθείαν στον αυτοκράτορα, οι μητροπολίτες αντιστοιχούν στους στρατηγούς των θεμάτων (τών επαρχιακών διοικήσεων), ενώ οι επίσκοποι στους τουρμάρχες και οι πρωτοπαπάδες των ενοριών στους κόμητες των βάνδων.
Ο παραλληλισμός αυτός υπογραμμίζει τη διττή ιεραρχία, την κοσμική και την εκκλησιαστική, τους δύο στυλοβάτες της βυζαντινής κοινωνίας. Συμβουλευτικός ο ρόλος του πατριάρχη στα κοσμικά, διαιτητικός ο ρόλος του αυτοκράτορα στα θεολογικά πράγματα».
Επίσης, ένα άλλο σημείο το οποίο τονίζεται είναι ότι, όποια σχέση είχε ο Αυτοκράτορας στην πολιτική διοίκηση όλης της αυτοκρατορίας, τέτοια σχέση είχε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην πνευματική εκκλησιαστική διοίκηση των τοπικών Εκκλησιών, ακόμη δε και των άλλων Πατριαρχείων. Άλλωστε, «η Κωνσταντινούπολη δεν είναι μόνον Νέα Ρώμη, είναι συγχρόνως και Νέα Ιερουσαλήμ, η έδρα του πατριάρχη που στή δικαιοδοσία του ανήκαν τα εδάφη της πρώτης παγκόσμιας χριστιανικής αυτοκρατορίας».
Βεβαίως, η θέση του Οικουμενικού Πατριάρχου ενισχύθηκε πολύ περισσότερο στον αγώνα της αντιμετωπίσεως των αιρέσεων που εμφανίσθηκαν στην Εκκλησία. Όπως σημειώνει η συγγραφεύς, ο αρειανισμός εμφανίσθηκε στην Αλεξάνδρεια, ο μονοφυσιτισμός εμφανίσθηκε πάλι στην Ανατολή και υποστηρίχθηκε από την Αλεξάνδρεια. Για την αντιμετώπιση αυτών των αιρέσεων έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην περιφέρεια του οποίου συγκροτήθηκαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Επομένως, «ο ρόλος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στή διατύπωση του δόγματος» υπήρξε καθοριστικός, πράγμα το οποίο συνετέλεσε και στην εξύψωση του Οικουμενικού Θρόνου.
Σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά: «μέ την συμπαράσταση του αυτοκράτορα και του κράτους, η κωνσταντινουπολιτική Εκκλησία καταπολέμησε τα πολλαπλά αιρετικά κινήματα και έμεινε πιστή στο πνεύμα και στο γράμμα του δόγματος, στην ορθή πίστη, στην Ορθοδοξία δηλαδή, που η ίδια είχε μεθοδικά, υπομονετικά και επί αιώνες κεντήσει και επεξεργαστεί στους κόλπους της».
Φαίνεται, λοιπόν, πολύ καθαρά από την ανάλυση αυτή αφ ενός μεν το πώς διαμορφώθηκε το σύστημα διοικήσεως των Εκκλησιών, αφ ετέρου δε το πώς εκφράσθηκε και βιώθηκε στην πράξη το Πρωτείο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο δεν ήταν απλώς πρωτείο τιμής, αλλά πρωτείο διακονίας, πρωτοβουλίας, συντονισμού των άλλων Εκκλησιών, αλλά και διαφυλάξεως της αποκαλυπτικής αλήθειας. Δεν είναι απλώς πρωτείο που είναι συνάρτηση του τρόπου διοικήσεως της Εκκλησίας και το οποίο προσέλαβε από την πολιτική διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά είναι και πρωτείο που έχει σχέση με τον αγώνα για την διαφύλαξη του ορθοδόξου δόγματος και την εμπειρία της Εκκλησίας.
Το τρίτο σημαντικό κείμενο, το οποίο εξετάζει την πρωταγωνιστική παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι σήμερα, είναι του καθηγητού Βλασίου Φειδά, ο οποίος σημειώνει ότι «αυθεντικός εκφραστής και αξιόπιστος εγγυητής της συνέχειας της ορθοδόξου παραδόσεως υπήρξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ως η μητέρα Εκκλησία ασκούσε την προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες πνευματική εποπτεία στους υπαγόμενους υπό την εκκλησιαστική του δικαιοδοσία ορθοδόξους λαούς». Αυτό συνέβη κυρίως κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Είναι γνωστόν ότι μετά την κατάληψη του Ρωμαϊκού Κράτους και της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής έδωσε προνόμια στο Ορθόδοξο Μιλιέτ (έθνος) και ανέθεσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη ανάλογες δικαιοδοσίες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ευρισκόταν στην έδρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε επικοινωνία με τον Σουλτάνο, ήταν φυσικό να αναλαμβάνη πρωτοβουλίες για την εύρυθμη λειτουργία όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Είναι σημαντικά όσα σημειώνει ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς για το θέμα αυτό:
«Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρέμεινε και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο ο βασικός θεσμικός άξονας της διοικητικής οργανώσεως της ορθοδόξου εκκλησίας, αφ ενός μεν γιατί ήταν ο πρώτος θρόνος της ορθόδοξης εκκλησίας, αφ ετέρου δε γιατί διέθετε μία ευρύτατη διοικητική δικαιοδοσία, η οποία κατά την εποχή της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453) εκτεινόταν από τη Μεσόγειο μέχρι τη Βαλτική θάλασσα και από την κεντρική Ευρώπη μέχρι τον Βόλγα.
Η μετά τον 7ο αι. παρακμή των Πατριαρχείων της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) και το μέγα Σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) διηύρυναν την αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την εύρυθμη λειτουργία και τη συνεχή ανάπτυξη της ορθοδόξου εκκλησίας.
Η προσάρτηση της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου στο τουρκικό κράτος από τον σουλτάνο Σελήμ Α’ (1512-1520) διευκόλυνε τον συντονισμό των πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ήταν ο επίσημος εκπρόσωπος όλων των ορθοδόξων χριστιανών του τουρκικού κράτους.
Συνεπώς, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ο οικουμενικός πατριάρχης επωμίσθηκε, σε εξαιρετικά κρίσιμους καιρούς και υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, την κύρια ευθύνη για την υπεράσπιση της πνευματικής συνοχής όλων των ορθοδόξων χριστιανών. Η αποστολή αυτή υποστηρίχθηκε με συνέπεια και συνέχεια από τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Ανατολής, ενώ ενισχύθηκε σημαντικά από την αποκατάσταση της ενότητας της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους ορθοδόξους λαούς.
Πράγματι, οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων υποστήριξαν κατά τρόπο εντυπωσιακό την πολυδιάστατη αποστολή του οικουμενικού πατριάρχη, ενώ οι αυτονομημένες αυτοκέφαλες αρχιεπισκοπές Αχρίδος, Ιπεκίου και Τυρνόβου, οι οποίες αισθητοποιούσαν την εκκλησιαστική αυτονομία των ορθοδόξων Σέρβων και Βουλγάρων, εντάχθηκαν τελικώς στή δικαιοδοσία του. Εντυπωσιακότερη υπήρξε η αφοσίωση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τόσο της πανίσχυρης αυτοκρατορίας της Ρωσίας, όσο και των αυτονόμων ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίες ενίσχυσαν ποικιλοτρόπως την πνευματική του αποστολή σε χαλεπούς καιρούς.
Η ορθόδοξη εκκλησία λοιπόν εκτεινόταν και έξω από τα όρια του τουρκικού κράτους, αλλά όχι και έξω από τα όρια της πνευματικής αποστολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκτός της καθοριστικής θέσεως του Πατριάρχου, αναπτύχθηκαν και άλλοι θεσμοί, όπως οι ενδημούσες Σύνοδοι, ο λεγόμενος Γεροντισμός, δηλαδή η Σύνοδος που αποτελείτο από Μητροπολίτες, οι οποίοι διακρίνονταν για την φρόνηση, την πείρα των πραγμάτων και την δύναμη του λόγου, και οι οποίοι είχαν Μητροπόλεις πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως και γι αυτόν τον λόγο έμεναν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη, καθώς επίσης και η λειτουργία δωδεκαμελούς πατριαρχικής συνόδου «μέ διετή θητεία και εκ περιτροπής συμμετοχή των μητροπολιτών, ενώ οι άλλες κοινοτικές υποθέσεις του πατριαρχείου ανατέθηκαν στο Εθνικό Μικτό Συμβούλιο».
Φαίνεται και από αυτό το κείμενο πώς καθορίστηκε κατά την διάρκεια των αιώνων ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά ταυτόχρονα και η μεγάλη προσφορά του σε δύσκολους καιρούς τόσο για την διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως, όσο και για την διαφύλαξη της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Και το τέταρτο κείμενο είναι του Olivier Clément, ο οποίος μελετώντας το Πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχη μέσα στον όλο τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας και ασφαλώς έχοντας υπ όψη του όλα τα προηγούμενα κάνει σημαντικές παρατηρήσεις.
Συγκεκριμένα παρατηρεί:
«Το πρωτείο δεν είναι μια κυριαρχία, αλλά ούτε μια απλή τιμή. Η κοινωνία με τον πρώτο επίσκοπο και η δυνατότητα προσφυγής ενώπιόν του δεν συνιστούν αλλά επαληθεύουν το γεγονός ότι ανήκει κανείς στην Παγκόσμια Εκκλησία. Ο πρώτος επίσκοπος διαθέτει προνόμια πρωτοβουλίας και προεδρίας».
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την έκπτωση της Εκκλησίας της Ρώμης από την Ορθόδοξη Εκκλησία, απέκτησε ισχυρότερα προνόμια και σοβαρή υπευθυνότητα για την διαφύλαξη της ενότητας ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν προεδρεύει απλώς σε μια συνομοσπονδία ανεξαρτήτων Εκκλησιών, αλλά αποτελεί τον συνεκτικό κρίκο ενότητας των Εκκλησιών.
Και βέβαια «τό πρωτείο ανήκει στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, εξαιτίας των κανονικών διευθετήσεων και μιας μακράς ιστορικής πείρας». Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν δημιουργήθηκε κενό από την απουσία του Ρωμαίου Αυτοκράτορος, ο οποίος συγκαλούσε τις Οικουμενικές Συνόδους, απέκτησε αυτήν την αρμοδιότητα. Και μέσα σε αυτό το πνεύμα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα, όταν προσπαθούσαν διάφορες εθνότητες να αποκτήσουν την Αυτοκεφαλία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε τις ανάλογες συνεννοήσεις και τελικά ανεγνώριζε την Αυτοκεφαλία και υπέγραφε τον σχετικό Τόμο.
Σε μια κρίση που παρατηρήθηκε τον 17ο αιώνα στο Ρωσικό Πατριαρχείο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απήντησε:
«Αυτό το προνόμιο ήταν προνόμιο του Πάπα πριν η Εκκλησία διασπασθεί από τις επάρσεις και την κακοβουλία. Αλλά αφού η Εκκλησία είναι από εδώ και στο εξής διασπασμένη, όλες οι υποθέσεις των Εκκλησιών κομίζονται ενώπιον του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος αποφαίνεται, επειδή, σύμφωνα με τους κανόνες, έχει το ίδιο πρωτείο με την αρχαία Ρώμη (Πατριαρχικός και συνοδικός τόμος του 1663)».
Το Πρωτείο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι απλώς πρωτείο τιμής, αλλά είναι το κέντρο ενότητας των Εκκλησιών και διαφύλαξης της πίστης, είναι διακονία πρωτοβουλίας και συντονισμού και προεδρείας, είναι κέντρο μαρτυρίας, οικουμενικότητας και διαφύλαξης της συνοδικότητας της Εκκλησίας, είναι το κέντρο στο οποίο καταφεύγει μια Τοπική Εκκλησία, όταν βρίσκεται σε εμπερίστατη κατάσταση και τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναλαμβάνει πρωτοβουλία για την αποκατάσταση της κανονικότητας. Μέ αυτήν την έννοια λέγεται ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι η μητέρα των Εκκλησιών.
Ο Olivier Clément παρατηρεί:
«Το πρωτείο δεν είναι μια κενή τιμή, ούτε είναι μια ανατολική παποσύνη. Άλλωστε η υλική αδυναμία της Κωνσταντινουπόλεως, η πτωχεία της, εξασφαλίζουν την ανιδιοτέλειά της καί, παραδόξως, αυξάνουν το κύρος της. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν έχει καμιά αξίωση να είναι ένας «παγκόσμιος επίσκοπος». Δεν διεκδικεί κανένα δογματικό αλάθητο, καμιά άμεση δικαιοδοσία πάνω σε όλους τους πιστούς. Δεν διαθέτει καμιά εγκόσμια εξουσία».
«Το πρωτείον του, κέντρο μεσιτείας για τη διαφύλαξη της πίστης και την ένωση των πάντων, δεν είναι εξουσία, αλλά σαν μια θυσιαστική προσφορά διακονίας, κατά τη μίμηση Εκείνου ο οποίος δεν ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι. Είναι έτοιμος, στα πλαίσια μιας αδελφικής συνοδικότητας, να τεθεί στην διάθεση των αδελφών-Εκκλησιών, για να στεριώσει η ενότητά τους και να πραγματοποιηθεί η αποστολή της Ορθοδοξίας. Η διακονία του είναι διακονία πρωτοβουλίας, συντονισμού και προεδρίας, πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη των αδελφών – Εκκλησιών».
«Το πρωτείο, μολονότι είναι δημιουργική απάρνηση η οποία πάντα πρέπει να ανανεώνεται καί, κατά κάποιο τρόπο, πάντα να γίνεται κανείς άξιός της, ανήκει στις δομές της Εκκλησίας, είναι απαραίτητο για να εξασφαλίζει την ενότητα και την παγκοσμιότητα της Ορθοδοξίας».
«Φέρνει τις αδελφές – Εκκλησίες σε σχέση μεταξύ τους, τις οδηγεί να συνεργάζονται και να συμμαρτυρούν, ενεργοποιεί τη συνυπευθυνότητά τους. Από το τέλος της Αυτοκρατορίας κι έπειτα, έχει αναλάβει το ρόλο της «προσκαλούσης» Εκκλησίας. Αφού πρώτα συσκεφθεί με τις αδελφές – Εκκλησίες και επιτύχει τη σύμφωνη γνώμη τους, μπορεί να τις εκπροσωπεί. Είναι τέλος μία προσφυγή για τις κοινότητες που βρίσκονται σε έκτακτη και επικίνδυνη κατάσταση».
Αυτή η διακονία συνεπάγεται δύο προϋποθέσεις: από τη μία, τη διαφύλαξη της αρχής της συνοδικότητας, από την άλλη την αρχή της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων Εκκλησιών».
Από τα τέσσερα αυτά κείμενα διακεκριμένων μελετητών φαίνεται καθαρά ότι το Πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχου, χωρίς να παραθεωρή την συνοδικότητα της Εκκλησίας, παίζει καθοριστικό ρόλο στην ενότητα της Εκκλησίας μέσα στην ιεραρχική διάρθρωσή της.