Στις αγρυπνίες προτιμούσε τα τελευταία στασίδια. Απέφευγε να λέη τα «Γεροντικά» (όσα ανήκουν στον Γέροντα), παρ’ όλο που οι άλλοι πατέρες ήταν μαθητές του και στην ηλικία παιδιά και εγγόνια του. Συνήθως στην θεία Μετάληψη κοινωνούσε δεύτερος. Έβαζε το νεώτερο, ή αν ήταν κάποιο παιδάκι, πρώτο και ύστερα κοινωνούσε. Αισθανόταν τελευταίος μετά τον τελευταίο.
Για να μην ξεχνά ποιος είναι, έγραψε με μολύβι στον τοίχο του κελλιού του, στον “Τίμιο Σταυρό”: «Κύριος εγείρει από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψοί πένητα» (Ψαλ. 112:7).
Επισκέφθηκε κάποτε ένα γυναικείο Μοναστήρι. Η Ηγουμένη χαρούμενη σύναξε όλη την αδελφότητα και χτύπησαν καμπάνες για να του κάνουν τιμητική υποδοχή. Αλλά ο Γέροντας αισθάνθηκε δυσφορία και είπε κάπως έντονα στην Ηγουμένη: «Τι είναι αυτά τα πράγματα, Γερόντισσα; Τενεκέδες πρέπει να μου χτυπήσετε και όχι καμπάνες». (Τενεκέδες χτυπούσαν παλαιά, όταν ήθελαν να διαπομπεύσουν κάποιον).
Γινόταν αυστηρός και μάλωνε εκείνους που ήθελαν να τον φωτογραφήσουν, να τον ηχογραφήσουν ή μιλούσαν γι’ αυτόν. Όταν του έδειχναν φωτογραφίες του, ζητούσε δήθεν να τις δη και τις έσχιζε. Τις κασσέτες που τον έγραφαν κρυφά, τις έπαιρνε και τις έκαιγε στην σόμπα. Απάντησε σε κάποιον που ζήτησε ευλογία να γράψη άρθρο γι’ αυτόν: «Τι γελοία πράγματα είναι αυτά; Μόνον με μένα να μην ασχολήσαι, ούτε και να γράψης τίποτα, εάν θέλης να έχουμε την καλημέρα». Κάποιον μοναχό που τον δεχόταν συχνά και τον βοηθούσε, όταν έμαθε ότι μιλούσε για το πρόσωπό του, του έβαλε κανόνα τρία χρόνια να μην τον επισκεφθή. Στην Σουρωτή κάποιος τον απεκάλεσε άγιο και ο Γέροντας άρχισε να κλαίη. Τι να έκανε; Όσο και αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να ζη πλέον στην αφάνεια. Ο Θεός ήθελε να τον δοξάση και σ’ αυτή την ζωή. Είναι νόμος πνευματικός. Όσο ο άνθρωπος κυνηγά την σκιά του (την δόξα), τόσο εκείνη φεύγει, και όσο την αποφεύγει, εκείνη τον ακολουθεί. Αυτό συνέβαινε και με τον Γέροντα.
Όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος ο πατριάρχης Δημήτριος, πήγε και ο Γέροντας να πάρη την ευχή του. Κάποιος είπε: «Παναγιώτατε, ο π. Παΐσιος». Σηκώθηκε ο ταπεινός Πατριάρχης από τον θρόνο του για να τον χαιρετήση. Ο Γέροντας έβαλε εδαφιαία μετάνοια και παρέμεινε γονατιστός με το κεφάλι κολλημένο στο έδαφος μέχρι που κάποιος Επίσκοπος τον ανήγειρε.
Στο Πρωτάτο τότε παρευρίσκετο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο αστυνομικός διοικητής της φρουράς του Προέδρου κ. Κωνσταντίνος Παπουτσής μαρτυρεί: «Είχα ακούσει για τον γέροντα Παΐσιο. Τον φανταζόμουν ψηλό, μεγαλοπρεπή και περίμενα να βρίσκεται σε εξέχουσα θέση. Μου τον έδειξαν. Στεκόταν πίσω σε μια γωνιά κρυμμένος και σκυφτός. Ήταν ένα γεροντάκι γηρασμένο, μικρόσωμο, αλλά είχε πάνω του κάτι θεϊκό που σε τραβούσε.
» Κάποιος χωροφύλακας τον αναγνώρισε και είπε στους άλλους: “Ο π. Παΐσιος”. Με μιας όλοι οι άνδρες της φρουράς έτρεξαν στον Γέροντα. Έμεινα μόνος με τον Πρόεδρο. Τάχασα. Έκανα να τους φωνάξω να γυρίσουν πίσω, αλλά μάταια. Ύστερα ακολουθώντας την επιταγή της καρδιάς και όχι την λογική, χωρίς να το σκεφθώ, έτρεξα και εγώ στον Γέροντα. Ο Θεός φύλαξε και δεν έγινε τίποτε.
» Ο Γέροντας μη μπορώντας να αποφύγη την “επίθεση” της αστυνομικής δυνάμεως, μας χτυπούσε απαλά στο κεφάλι, λέγοντας: “Άντε πίσω στην δουλειά σας”. Μέσα μας είχε γίνει μια αλλοίωση. Μια πρωτόγνωρη χαρά μας πλημμύριζε».
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 408.