Dogma

Το θαύμα της μετάνοιας – Κυριακή ΙΕ΄ Λουκά

«Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρεν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λκ 19:5).

Όπως ο Τίμιος Πρόδρομος, όπως ο Χριστός μας, έτσι και η Εκκλησία μας, δεν χάνουν ευκαιρία, κάθε τόσο, να μας ομιλούν για το πολύ σπουδαίο, το απαραίτητο έργο που πρέπει να κάνει κάθε αμαρτωλός, κάθε άνθρωπος, διότι όλοι αμαρτωλοί είμαστε, για το έργο της μετανοίας. Έτσι και σήμερα, ακούσαμε κατά την ανάγνωση του ιερού Ευαγγελίου (Λκ 19:1-10), για τη μετάνοια του Ζακχαίου που είχε ως αποτέλεσμα τη σωτηρία (σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο).

Ο Κύριος περνούσε μέσα από την Ιεριχώ. Και να, κάποιος που ονομαζόταν Ζακχαίος, ζητούσε να δει ποιος είναι ο Χριστός. Και αυτός ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος.

Για να καταλάβουμε καλύτερα την περικοπή και ιδιαίτερα το μέγεθος και την αξία της μετάνοιας, πρέπει να αναφέρουμε λίγα για τους τελώνες.

Οι τελώνες της εποχής εκείνης διέφεραν πολύ από τους σημερινούς. Ήταν ιδιώτες που αγόραζαν τους φόρους από το δημόσιο με δημοπρασία. Τότε οι φόροι ήταν πολύ βαρύτεροι των σημερινών και μάλιστα όταν επρόκειτο για υπόδουλους λαούς. Ο κατακτητής έπαιρνε τα μισά από την περιουσία και το εισόδημα του υπόδουλου, με την δημοπρασία οι φόροι μεγάλωναν ακόμα περισσότερο και γίνονταν τεράστιοι, οι δε τελώνες για τους εισπράξουν φέρονταν σκληρά και απάνθρωπα. Χαρακτηριστικό το αναφερόμενο από ιουδαίο συγγραφέα της εποχής εκείνης· μερικοί τελώνες βρήκαν κάποιους φορολογούμενους να έχουν πεθάνει. Τους ξέθαψαν  και άρχισαν να τους μαστιγώνουν δημοσίως. Όταν κάποιοι αγανακτισμένοι τους ρώτησαν το γιατί, εκείνοι απάντησαν ότι το έκαναν για να εξαναγκάσουν τους συγγενείς να πληρώσουν τους φόρους τους.

Οι τελώνες αυτοί ήταν οργανωμένοι σε εταιρίες, μεγάλες και μικρότερες, ο δε διευθυντής μιας τέτοιας μικρής εταιρίας ονομαζόταν αρχιτελώνης. Τέτοιος αρχιτελώνης ήταν ο Ζακχαίος του σημερινού ευαγγελίου, ο οποίος ήταν πλούσιος και κατείχε υψηλή κοινωνική θέση. Παρ’ όλα αυτά θέλησε να δει τον Χριστό. Αλλά ο πολύς κόσμος αφ’ ενός, και το μικρό του ανάστημα αφ’ ετέρου, τον εμπόδιζαν να πραγματοποιήσει την καλή του επιθυμία. Όμως επειδή το ήθελε πραγματικά, επειδή το ήθελε πολύ, βρήκε τη λύση. Ξεπέρασε τα εμπόδια ανεβαίνοντας στο δένδρο κάποιας συκομουριάς, παρόλο που ο κόσμος θα γελούσε μαζί του ή και θα τον ειρωνευόταν. Για να εκτιμήσουμε καλύτερα την πράξη του, ας φανταστούμε τον αντιδήμαρχο μιας πόλεως ή τον πρόεδρο μεγάλου επαγγελματικού συλλόγου, να ανεβαίνει σε ένα δένδρο ή σε ένα στύλο.

Έτσι ο Ζακχαίος, με την πράξη του αυτή, έδειξε ότι δεν είχε απλώς μια περιέργεια να δει τον Χριστό, αλλά βαθειά επιθυμία, πόθο μεγάλο να συναντηθεί, έστω με το βλέμμα, μαζί του. Και τον πόθο, την αγάπη του για το Χριστό, την έβαλε πάνω από κάθε άλλο.

Δεν λογάριασε το «τι θα πει ο κόσμος». Αυτό που τόσο πολύ εμείς υπολογίζουμε και δυστυχώς πολλές φορές το βάζουμε πάνω από την πίστη και την αγάπη μας προς τον Χριστό. Αισθανόμαστε άσχημα ή φοβόμαστε τις ειρωνείες, για εκείνο που θα έπρεπε να είναι το εν Κυρίω καύχημά μας. Δεν κάνουμε π.χ. το Σταυρό μας ή δεν λέμε ότι νηστεύουμε, όχι βέβαια με φαρισαϊκή υπερηφάνεια αλλά με απλή διάθεση ομολογίας, και γενικά προσπαθούμε να κρύψουμε την χριστιανική μας ιδιότητα, φοβούμενοι τη γνώμη αυτών που πραγματικά είναι ταλαίπωροι και πραγματικά είναι χαμένοι, καθώς δεν ξέρουν ούτε από πού έρχονται ούτε πού πάνε.

Αλλά ο πόθος, η αγάπη για το Χριστό και η ταπείνωση του Ζακχαίου δεν ήταν δυνατόν να διαφύγουν της προσοχής του Κυρίου και να μη αποτελέσουν τον καταλύτη για περαιτέρω ευλογίες. «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου». Και εκείνος κατέβηκε και τον υποδέχθηκε με χαρά.

Όλοι, οι εντός εισαγωγικών καλοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να λένε ότι ο Κύριος πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού. Αλλά ο Ζακχαίος τους αποστόμωσε με την έμπρακτη μετάνοιά του, λέγοντας προς τον Κύριο: «τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω στους πτωχούς· και αν κάποιον αδίκησα παίρνοντας κάτι με απάτη, του το δίνω στο τετραπλάσιο».

Η μετάνοια, όταν είναι αληθινή, ακολουθείται από ανάλογα έργα και προπαντός από επανόρθωση των αδικημάτων. Πήραμε κάτι άδικα, πρέπει να το επιστρέψουμε. Είπαμε ψέματα, να πούμε την αλήθεια, κτλ. Και όπως η αγάπη χωρίς τα έργα είναι νεκρή, έτσι και η μετάνοια, χωρίς πράξεις μετανοίας είναι μια απλή μεταμέλεια, λύπη για το κακό που έγινε, χωρίς το θετικό στοιχείο, την αλλαγή τρόπου σκέψεως και ζωής, που είναι το τελικώς ζητούμενο.

Αλλά και κάτι άλλο έχει να μας πει η περίπτωση του Ζακχαίου. Είδαμε στο βάθος μιας θηριώδους ψυχής ότι υπήρχε μια γωνίτσα με κάτι αγνό, μια σπίθα καλοσύνης που με το πλησίασμα του Χριστού έγινε φωτιά που έκαψε την αμαρτία, οδήγησε στη μετάνοια και τη σωτηρία.

Αυτό το καλό ας το βλέπουμε, ας το προϋποθέτουμε σε κάθε άνθρωπο όσο κακός κι αν φαίνεται. Ας μη τον καταδικάζουμε, αλλά ας τον συμπαθούμε και ας ζητάμε από το Θεό να του δώσει μετάνοια και σωτηρία.

Τελικά η πραγματική μετάνοια είναι ένα θαύμα που κάνει ο Θεός. Όπως, μας λέει ο άγιος Μακάριος, κάποιος που βλέπει ένα πουλί να πετά θέλει και αυτός να πετάξει, αλλά του είναι αδύνατον καθώς δεν έχει φτερά, έτσι και στον άνθρωπο είναι εύκολο το να θέλει να είναι καθαρός και άμωμος και να μη έχει μέσα του την κακία αλλά να είναι πάντα με το Θεό· το να το μπορεί όμως δεν το έχει. Θέλει να πετάξει στον αέρα τον θεϊκό και την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος , αλλά εάν δεν πάρει φτερά δεν το μπορεί.

Ας παρακαλέσουμε λοιπόν το Θεό να μας δώσει πτέρυγας περιστεράς του Αγίου Πνεύματος, για να πετάξουμε προς αυτόν και να καταπαύσουμε, και να διαχωρίσει και να παύσει από την ψυχή και το σώμα μας την αμαρτία που κατοικεί στα μέλη της ψυχής και του σώματός μας, διότι μόνο αυτός μπορεί να το κάνει. Μόνο αυτός έκανε την ελεημοσύνη αυτή στους ανθρώπους που πιστεύουν σε αυτόν ότι λυτρώνει από την αμαρτία, και κάνει τη σωτηρία αυτή την απερίγραπτη σε αυτούς που προσδοκούν πάντα και ελπίζουν και ζητούν αδιαλείπτως.

Είθε και εμείς, αυτή τη μετάνοια του Ζακχαίου  να ποθούμε, να επιδιώκουμε, να ζητούμε και να επιτύχουμε από την παρούσα ζωή, με τη χάρη του Αγίου Τριαδικού Θεού. Αμήν.

 

Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας