Το βάπτισμα, η μετάνοια και οι εντολές του Θεού
Εκείνος που βαπτίζεται, άσχετα με το τι ήταν ως την ώρα που βαπτίζεται, γίνεται νέος άνθρωπος. Εκείνος που θα αμαρτήσει μετά το βάπτισμα, εάν μετανοήσει, συγχωρείται από την Εκκλησία και σώζεται, εφόσον περάσει από το μυστήριο της μετανοίας.
Όπως ο πρώτος, για να γίνει χριστιανός, πρέπει να περάσει από το βάπτισμα, έτσι ο δεύτερος, για να σωθεί, πρέπει να περάσει από το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως. Το οποίο μυστήριο επιδιορθώνει τον άνθρωπο.
Ο Θεός δέχεται τη μετάνοια και συγχωρεί τον άνθρωπο· και απαλλάσσεται ο άνθρωπος από την αμαρτία και προχωρεί στην πνευματική ζωή, προχωρεί στη σωτηρία. Αλλά όμως το μυστήριο της εξομολογήσεως δεν είναι όπως το βάπτισμα. Για να το καταλάβετε, να πω το εξής. Εάν κάποιος πριν βαπτιστεί διέπραξε τα χειρότερα αμαρτήματα, αυτός άμα βαπτιστεί, είναι σαν να μην έκανε τίποτε. Έναν ο οποίος είναι βαπτισμένος, εάν κάνει θανάσιμες αμαρτίες και μετανοήσει, τον δέχεται η Εκκλησία –και όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και άγιος μπορεί να γίνει– όμως αυτός δεν θεωρείται όπως εκείνος ο οποίος δεν αμάρτησε μετά το βάπτισμα. Και γι’ αυτό, εάν κάνει κάποιος θανάσιμες αμαρτίες μετά το βάπτισμα, δεν μπορεί να γίνει κληρικός.
Η Εκκλησία ξέρει τι κάνει. Εμείς είμαστε εκείνοι που τα μπερδεύουμε και με μια μονοκονδυλιά τα ισοπεδώνουμε όλα. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και όλα τα κάνει με σοφία. Είπαμε, προβληματίστηκε η Εκκλησία και τελικά δέχθηκε τη μετάνοια αυτών που αμάρτησαν μετά το βάπτισμα. Δέχεται τη μετάνοιά τους, τους συγχωρεί, τους καθαρίζει. Ο ιερός Χρυσόστομος, προκειμένου να πείσει τους ακροατές του να μετανοήσουν οπωσδήποτε και να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους, λέει μέσα στον ενθουσιασμό του ότι τόσο πολύ καθαρίζει η Εκκλησία δια του μυστηρίου της μετανοίας τον αμαρτωλό άνθρωπο, ώστε ούτε ουλή μένει. Αλλού όμως λέει –που είναι το πιο σωστό, το πιο ακριβές– ότι γιατρεύεται πλήρως ο άνθρωπος, αλλά μένει η ουλή, μένει δηλαδή ένα σημάδι.
Παρακαλώ πάρα πολύ, καθώς τα λέμε έτσι, καθόλου να μην περνάει από το μυαλό μας η σκέψη ότι μπορούμε να αμαρτάνουμε· αφού υπάρχει μετάνοια, άρα μπορούμε να αμαρτάνουμε. Όχι· δεν είναι έτσι. Άπαξ και είσαι βαπτισμένος, δεν επιτρέπεται να αμαρτάνεις. Αν αμάρτησες, αμάρτησες. Η Εκκλησία θα σε δεχθεί, θα σε συγχωρήσει, θα σε καθαρίσει, θα σε αγιάσει. Αλλά αλίμονο, αλίμονο, εάν έχει κανείς έστω και λίγο αυτή την πονηριά μέσα του: Υπάρχει μετάνοια· ας αμαρτήσουμε. Δεν το λέει ακριβώς έτσι κανείς, αλλά βαθιά μέσα του μπορεί να το ζει κάπως έτσι. Όσο γίνεται λοιπόν, μετά το βάπτισμα να μην αμαρτάνουμε, και μάλιστα να μην κάνουμε θανάσιμες αμαρτίες.
Γίνεται τέτοιο όργιο σήμερα, καθώς κυκλοφορούν τόσα ρεύματα και πνεύματα μέσα στη ζωή, μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα, μέσα στην κοινωνία, που, άμα δεν προσέξει κανείς, κι εγώ δεν ξέρω μέχρι πού μπορεί να πέσει και τι μεγάλη ζημιά μπορεί να κάνει στην ψυχή του.
Βλέπετε ότι μεταξύ των άλλων τώρα αναφανδόν γίνεται λόγος για τον σατανισμό, για τη λατρεία του σατανά και για όλα τα σχετικά· αναφανδόν. Και μάλιστα όχι μόνο δεν τα εμποδίζει κανένας, αλλά υπάρχει μια μανία –δεν ξέρω πώς αλλιώς θα το ονόμαζα– μέσα στις ψυχές των ανθρώπων να θέλουν να ακούσουν γι’ αυτά, να μάθουν γι’ αυτά, να θέλουν να τα δουν αυτά. Άλλο είναι να πληροφορηθεί κανείς, απλώς για να λάβει τα μέτρα του, και άλλο σαν να θέλει κανείς να μυηθεί σ’ αυτό το πνεύμα.
Βλέπετε τι γίνεται! Ο τρόπος που συμπεριφέρονται οι άνθρωποι σήμερα, ο τρόπος που ντύνονται, που χτενίζονται –που δεν είναι σουλουπωμένοι, δεν είναι συμμαζεμένοι, που δεν έχουν σωφροσύνη ενώπιον του Κυρίου– σε τελευταία ανάλυση σαν να έχει κάτι το σατανικό. Δεν το καταλαβαίνουν ούτε το δέχονται έτσι οι άνθρωποι, αλλά αυτό δείχνουν τα πράγματα. Σαν να έχει κάτι το σατανικό ο τρόπος που περπατούν, ο τρόπος που κάθονται, που μιλούν, που εκδηλώνονται. Υπάρχει μια τάση οι άνθρωποι να ξεφεύγουν από εκείνο που είναι της χάριτος του Θεού, και να θέλουν να είναι χρωματισμένοι και εμποτισμένοι από το δαιμονικό πνεύμα.
Είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα· πάρα πολύ σοβαρά. Αμαρτάνουν ασυλλόγιστα οι άνθρωποι· αμαρτάνουν χωρίς κανέναν φραγμό. Και εκείνοι που θεωρούνται καλοί χριστιανοί αμαρτάνουν, καθώς δεν γίνεται απλώς προσπάθεια να διαδοθούν κάποιες ιδέες, αλλά το πνεύμα που διέπει την όλη κατάσταση είναι: «Τι θα πει αμαρτία; Πού υπάρχει αμαρτία; Δεν υπάρχει καμιά αμαρτία. Κάνε ό,τι θέλεις, κάνε ό,τι σου αρέσει. Γιατί, αν δεν κάνεις ό,τι σου αρέσει, θα καταπιέσεις τον εαυτό σου και θα πάθεις έτσι και θα πάθεις αλλιώς». Και βρίσκεται σε μια διάλυση ο άνθρωπος.
Οφείλουμε ως χριστιανοί να αντιδράσουμε. Όχι με το να κυνηγούμε κάποιους, αλλά με το να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τι σημαίνει να είσαι χριστιανός, τι σημαίνει χριστιανική ζωή, τι σημαίνει νόμος του Θεού, εντολές του Θεού, και με το να ζήσουμε σύμφωνα με τον νόμο του Θεού και τις εντολές του.
Τι είναι αμαρτία; Η αμαρτία εστίν η ανομία (Α’ Ιω. 3:4). Καμιά φορά μπερδεύεται κανείς: «Δεν ξέρω κάτι αν είναι αμαρτία, αν δεν είναι αμαρτία…» Μην μπερδεύεσαι. Τι είναι αμαρτία; Αμαρτία είναι η ανομία, δηλαδή καθετί αντίθετο με τον νόμο του Θεού.
Και ο πρώτος νόμος του Θεού, καθώς αυτός είναι Θεός κι εμείς είμαστε άνθρωποι, είναι ότι οφείλουμε να υπακούμε σ’ αυτόν, οφείλουμε να πηγαίνουμε σ’ αυτόν, να τον αγαπούμε, να εξαρτόμαστε από αυτόν. Αυτό δεν έχει την έννοια ότι θέλει να μας έχει δούλους. Αυτή είναι η ζωή η αληθινή· έτσι υπάρχουμε αληθινά.
Τι έκανε ο άνθρωπος; Έκανε νόμο τον εαυτό του. Και μόνο που κάνει νόμο τον εαυτό του, ήδη είναι παράνομος ενώπιον του Θεού· και ήδη αυτό είναι αμαρτία. Αλλά υπάρχουν και οι συγκεκριμένες εντολές του Θεού. Το λέω ακόμη μια φορά: όταν γίνεται λόγος στο Ευαγγέλιο για εντολές του Θεού, δεν εννοούνται μόνο οι δέκα εντολές –είναι κι εκείνες– αλλά όλα αυτά τα οποία είπε ο Χριστός και υπάρχουν μέσα στο Ευαγγέλιο. Ο Κύριος είπε στους μαθητάς του: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν (Ματθ. 28:19-20). Να τους διδάξετε να τηρούν όλα αυτά που σας είπα ως εντολές.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, πού ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 152 (απόσπασμα).