Ερώτησις: Πόθεν έσχεν ο άνθρωπος τα πάθη;
Απόκρισις: Και την ψυχήν και το σώμα απαθή έκτισεν ο Θεός· δια δε της παρακοής εξέπεσεν εις πάθη. (Ερώτ. 246)
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και κατά το σώμα και κατά την ψυχή απαθή, χωρίς πάθη, καλόν λίαν. Να το ξέρουμε αυτό. Όλοι δηλαδή, χωρίς εξαίρεση, είμαστε σαν άγγελοι από αυτής της πλευράς. Από την άλλη πλευρά όμως, έχουμε πάθη. Έχουμε πάθη, επειδή κληρονομούμε την αμαρτία. Η αμαρτία είναι σαν αρρώστια που κληρονομείται. Το βάπτισμα αίρει το προπατορικό αμάρτημα, σώζει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά οι συνέπειες της αμαρτίας δεν αίρονται.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, να πούμε το εξής: Έχουμε ένα παιδάκι διανοητικά καθυστερημένο, παράλυτο ή με κάποια άλλη αναπηρία. Αυτά είναι αποτέλεσμα της γενικότερης αμαρτωλής καταστάσεως που υπάρχει στο ανθρώπινο γένος και που ξεσπάει αλλού έτσι, αλλού αλλιώς. Και ποτέ να μην το παίρνουμε προσωπικά ότι να, σ’ αυτή την περίπτωση συμβαίνει αυτό, διότι κάποια αμαρτία έκαναν οι γονείς. Όχι· δεν οφείλονται αυτά σε προσωπικές αμαρτίες. Είναι απλώς η αρρώστια της αμαρτίας, η οποία εκδηλώνεται εδώ έτσι, αλλού αλλιώς. Βαπτίζεται λοιπόν το παιδάκι, και ενώ καθαρίζεται από το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο είναι σαν μια αρρώστια μέσα στον άνθρωπο, οι συνέπειες μένουν. Ο Θεός όμως οικονομεί έτσι τα πράγματα, που τελικά από όλα βγαίνει καλό.
Το βάπτισμα λοιπόν δεν αίρει τις συνέπειες που έχει η αμαρτωλή κατάσταση στον έναν ή στον άλλο. Καθαρίζει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα, όμως μένουν οι συνέπειες. Εξακολουθεί δηλαδή το παιδί να είναι ανάπηρο κτλ. Έτσι, γενικότερα ελευθερώνεται ο άνθρωπος, σώζεται ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα δια του βαπτίσματος, αλλά όλα τα κουσούρια μένουν. Να μη μας κακοφαίνεται αυτό, να μην μπερδευόμαστε και πελαγώνουμε και λέμε: «Τι γίνεται!» Μολονότι είμαστε βαπτισμένοι, η ψυχοσύνθεση του καθενός, οι όποιες καταβολές του, παραμένουν μετά το βάπτισμα, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή που υπάρχουμε.
Από αυτής της πλευράς καταλαβαίνουμε καλύτερα τον άγιο Διάδοχο Φωτικής (κεφ. 89, Φιλοκαλία Α’), ο οποίος λέει ότι η χάρη που παίρνει κανείς με το βάπτισμα κάνει το πρώτο έργο κατά την ώρα του βαπτίσματος. Δηλαδή, αποκαθιστά το κατ’ εικόνα, καθαρίζει το κατ’ εικόνα από το προπατορικό αμάρτημα. Η χάρη όμως αυτή του βαπτίσματος, που υπάρχει μέσα στον χριστιανό, μετά δεν ενεργεί μόνη της, αλλά θέλει τη συνέργεια του ανθρώπου. Και για να γίνει το όλο έργο στον άνθρωπο, περιμένει η χάρη να μεγαλώσει ο άνθρωπος, και ως λογικό ον να συνεργασθεί μαζί της. Δηλαδή, να δοθεί κανείς στη χάρη οικειοθελώς, και η χάρη να δουλέψει μέσα του, για να τον φτιάξει· οπότε φθάνει κανείς στο καθ’ ομοίωσιν, φθάνει στην τέλεια κατάσταση που είναι η αγάπη.
Η όποια λοιπόν ψυχοσύνθεση του καθενός, οι όποιες καταβολές και τα όποια κουσούρια του καθενός μένουν μετά το βάπτισμα. Άλλο τώρα αν κάνει ο Θεός κάποιο θαύμα. Έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιο παιδί, ας πούμε, κινδυνεύει να πεθάνει και, αβάπτιστο ον, βαπτίζεται και γίνεται καλά ως εκ θαύματος. Τα θαύματα πάντοτε τα κάνει ο Θεός, αλλά όταν θέλει εκείνος και όσα θέλει εκείνος και για τον λόγο που θέλει εκείνος. Αλλιώς, μένουν τα όποια κουσούρια, τα οποία όμως τελικά στον βαπτισμένο δεν μένουν για να χαθεί, ούτε μένουν απλώς για να ταλαιπωρηθεί, αλλά έχουν τον σκοπό τους.
Δεν υπάρχει περίπτωση –το πιστεύω πάρα πολύ αυτό– που να έχουμε κάποιο κουσούρι, και να μην είναι για το καλό μας· για το καλό ημών των ιδίων ή και των γύρω μας. Δεν υπάρχει περίπτωση που να έχει κανείς μη καλή ψυχοσύνθεση, μη καλές καταβολές, και να είναι οπωσδήποτε για το κακό του. Είναι για το καλό του. Πώς τα οικονομεί ο Θεός, εκείνος ξέρει. Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι όλοι ωφελούνται. Δεν φθάνει απλώς να τα έχει οικονομήσει ο Θεός καλά· πρέπει και ο άνθρωπος να τα δει έτσι, να τα καταλάβει έτσι και να συνεργασθεί ανάλογα με τον Θεό.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “…πάντα συνεργεί εις αγαθόν”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σελ. 182.