Δεν βάπτιζε κανέναν η Εκκλησία, αν πρωτίστως δεν μετανοούσε. Όπως λέει ο ιερός Ιουστίνος, και το ξέρουμε και γενικότερα από την πράξη της Εκκλησίας, επί πολύ καιρό προετοίμαζαν τους κατηχουμένους, και αφού βεβαιωνόταν η Εκκλησία ότι αποφάσισαν αυτοί να ζήσουν σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου, τους βάπτιζαν. Τους βάπτιζαν, αφού μετανοούσαν, αφού άφηναν την προτέρα ζωή και αφού έδειχναν με τη ζωή τους ότι αποφάσισαν να ζήσουν κατά το Ευαγγέλιο. Το μυστήριο λοιπόν του βαπτίσματος είναι μυστήριο μετανοίας.
Κάθε φορά που εξομολογούμαστε, κάνουμε ένα είδος βαπτίσματος. Όπως ξέρετε, η εξομολόγηση λέγεται δεύτερο βάπτισμα. Κανονικά δεν θα χρειαζόταν η εξομολόγηση. Μετανοήσαμε μια φορά, βαπτισθήκαμε, μπήκαμε στο σώμα της Εκκλησίας· από κει και πέρα έπρεπε να απολαμβάνουμε τα αγαθά του Θεού. Ο άνθρωπος όμως είναι αδύναμος και πέφτει, και γι’ αυτό ο Κύριος έδωσε και το δεύτερο βάπτισμα, που είναι η μετάνοια.
Και όπως ίσως θα ενθυμείσθε, η Εκκλησία τους πρώτους χρόνους είχε μια δυσκολία ως προς αυτό το θέμα. Αν προσέξουμε καλύτερα στην Καινή Διαθήκη, και από αυτά που λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (Α’ Ιω. 3:6,9), και από αυτά που λέει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 6:1-6) βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν αδιανόητο να αμαρτάνουν οι χριστιανοί. Άπαξ και βαπτίζονταν, ήταν αδιανόητο να κάνουν θανάσιμο αμάρτημα.
Και δυσκολεύθηκε η Εκκλησία. Τι θα γίνει με τους lapsos, δηλαδή τους πεσόντας; Και φυσικά η Εκκλησία δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, διότι η Εκκλησία είναι «ο συνεχιζόμενος Χριστός εις τους αιώνας», όπως λέει ο ιερός Αυγουστίνος, και αποφάσισε να δίνει συγχώρηση και σ’ αυτούς που έπεφταν μετά το βάπτισμα σε θανάσιμες αμαρτίες και αμαύρωναν το βάπτισμα.
Γι’ αυτό λοιπόν υπάρχει η εξομολόγηση. Όπως δηλαδή με το βάπτισμα μπαίνουμε μέσα στην Εκκλησία και από κει και πέρα τα έχουμε όλα, έτσι, αφού πάει κανείς στον ιερέα και εξομολογηθεί όλα τα αμαρτήματά του, κυρίως όμως τα θανάσιμα, από κει και πέρα μπορεί να λέει συνέχεια «Συγχώρησέ με, Θεέ μου». Γιατί, εδώ που τα λέμε, δύο φορές την ημέρα να εξομολογείται ο άνθρωπος, αμφιβάλλω αν θα πει όλες τις αμαρτίες του.
Με αυτή την έννοια είπα σε κάποια στιγμή ότι το να έχουμε συνεχώς τη μετάνοια στην ψυχή μας είναι σαν ένας ποταμός μετανοίας μέσα μας, αλλά όμως, πάντοτε αρχίζοντας ή από το βάπτισμα ή από το δεύτερο βάπτισμα, που είναι η εξομολόγηση, σε περίπτωση μάλιστα που το πρώτο το έχουμε αμαυρώσει με θανάσιμες αμαρτίες. Αρχίζοντας λοιπόν πάντοτε από εκεί, αυτός ο ποταμός μετανοίας συμπαρασύρει τα πάντα, και επομένως μπορούμε να λέμε «Συγχώρησέ με». Αλλά να πει κανείς «Θεέ μου, μοίχευσα, συγχώρησέ με», χωρίς να περάσει από το εξομολογητήριο, δεν γίνεται. Αν πάει στο εξομολογητήριο, μετά μπορεί να λέει και πρέπει να λέει «Θεέ μου, συγχώρησέ με», και μπορεί να προσεύχεται συνέχεια για τις αμαρτίες του να τον συγχωρήσει ο Θεός, χωρίς όμως να φέρνει, όπως λένε οι πατέρες, την εικόνα τέτοιων αμαρτιών στο μυαλό του.
Το βάπτισμα είναι μυστήριο μετανοίας. Εφόσον μετανοούμε, μας βαπτίζει η Εκκλησία και μας παρέχει έτσι την άφεση των αμαρτιών μας και μας κάνει μέλη του σώματος του Χριστού. Εφόσον όμως με τη θανάσιμη αμαρτία αμαυρώνουμε το βάπτισμα, οπωσδήποτε πρέπει να λάβει χώρα το δεύτερο βάπτισμα. Και ξαναλέω, δεν θα έλεγε αλλιώς τα λόγια αυτά ο Χριστός: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον· άν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Οπωσδήποτε λοιπόν πρέπει να γίνεται το δεύτερο βάπτισμα. Όπως δηλαδή, αν ήμασταν αβάπτιστοι, ό,τι κι αν λέγαμε, κάποιος θα μας συνιστούσε οπωσδήποτε να βαπτισθούμε, έτσι, όταν ο βαπτισμένος αμαρτήσει θανάσιμα, πρέπει οπωσδήποτε να περάσει από την εξομολόγηση.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, που ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 66 (αποσπάσματα).