Dogma

Υλικά τεκμήρια της καθημερινότητας των Αγωνιστών του 1821

Κατασκευασμένα από τους γνωστότερους αγγλικούς, γαλλικούς και ελβετικούς οίκους που εισήγαγαν ρολόγια στην οθωμανική αυτοκρατορία τέλη 18ου αρχές 19ου αιώνα, αποτελούν τεκμήρια της τεχνογνωσίας της εποχής κατασκευής τους, των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των δυτικών οίκων ωρολογοποιίας.

Από τη λαογραφική βιβλιογραφία έχουν συστηματικά μελετηθεί υλικά τεκμήρια που σχετίζονται με τους αγωνιστές του 1821, όπως για παράδειγμα τα ρολόγια τους, που ανήκουν κατά κανόνα στη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, και προέρχονται από τις δωρεές που έκαναν οι οικογένειες των αγωνιστών, κρατικοί φορείς και ιδρύματα στα τέλη του 19ου  αρχές του 20ού αιώνα.

Κατασκευασμένα από τους γνωστότερους αγγλικούς, γαλλικούς και ελβετικούς οίκους που εισήγαγαν ρολόγια στην οθωμανική αυτοκρατορία τέλη 18ου αρχές 19ου αιώνα, αποτελούν τεκμήρια της τεχνογνωσίας της εποχής κατασκευής τους, των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των δυτικών οίκων ωρολογοποιίας.

Αποτελούν μάρτυρες της σταθερής διείσδυσης του δυτικού τρόπου μετρήματος του χρόνου στην οθωμανική κοινωνία κατά τον 18ου αιώνα. Αξίζει να αναφερθεί ότι μεταξύ των ιδιοκτητών των ρολογιών αυτών συγκαταλέγονται οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Μάρκος Μπότσαρης, Κανέλλος Δηλιγιάννης, Σπύρος Mήλιος, Γεώργιος Δαγκλής, Ιωάννης Μακρυγιάννης, οι λόγιοι κληρικοί Καλλίνικος Καστόρχης και Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο λόγιος Γεώργιος Αινιάν, οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Ιωάννης Καρατζάς, οι καραβοκυραίοι της Ύδρας και των Σπετσών Λάζαρος Κουντουριώτης, Ανδρέας Μιαούλης και Ανδρέας Χατζηαναργύρου, αλλά και ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Σημαντικό μέρος της σχετικής με την λαϊκή τέχνη που συνδέεται με την επανάσταση του 1821 ελληνικής λαογραφικής έρευνας καταλαμβάνουν τα σχετικά με την μελέτη της παραδοσιακής ενδυμασίας. Οι περισσότερες από τις φορεσιές των αγωνιστών είναι συγκεντρωμένες στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας, και έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο λαογραφικής ενδυματολογικής μελέτης. Ενδεικτικά θα ήθελα να αναφέρω ένα παράδειγμα από τα πιο σημαντικά, τη δωρεά της κόρης του Γενναίου Κολοκοτρώνη, Ευφροσύνης, που ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα περιλαμβάνει και ένα ασημοκεντημένο μεϊντάνι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μια ασημοκέντητης καζάκας της Φωτεινής Γενναίου Κολοκοτρώνη, το γένος Τζαβέλλα, δύο ενδυμασίες του Γενναίου Κολοκοτρώνη και μια χρυσοκέντητης καζάκα  του ιδίου.

Η συλλογή των ιστορικών κειμηλίων του Μουσείου Μπενάκη ανασυνθέτει τον ιστορικό και πνευματικό βίο της νεότερης Ελλάδας από τα τέλη του 18ου αιώνα και εξής. Μεγάλο τμήμα της συλλογής αποτελούν οι δωρεές οικογενειακών κειμηλίων από τους απογόνους και συγγενείς των προσώπων που συνδέθηκαν με τις νεότερες εμπειρίες του ελληνικού χώρου. Ορισμένα από τα σημαντικότερα κειμήλια της νεοελληνικής διαδρομής προέρχονται από το κίνημα του Φιλελληνισμού, την επανάσταση του 1821 και την προσπάθεια δημιουργίας του νέου Ελληνικού Κράτους με τη διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια (1828 – 1831), από την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα (1833 – 1862) και από την επόμενη της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ (1863 – 1913).

Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε αντικείμενα που ενδιαφέρουν και έχουν απασχολήσει και την ελληνική Λαογραφία, όπως το λάβαρο που χάρισε ο  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στον Κωνσταντίνο Δραγώνα, έναν γιατρό από τη Ζάκυνθο που εργαζόταν ως υγειονόμος στην αγγλική κυβέρνηση των Επτανήσων. Πρόκειται για σημαία με την παράσταση της Eλλάδας με τη μορφή της θεάς Aθηνάς και την επιγραφή «Ή EΛEYΘEPIA Ή ΘANATOΣ», που αρχικά ανήκε στον Kολοκοτρώνη, ο οποίος την προσέφερε στον KωνσταντίνοΔραγώνα, μέλος της EπιτροπήςZακύνθου, που υπηρέτησε τον Aγώνα, διευκολύνοντας τις επαφές των Eλλήνων με την αγγλική διοίκηση στα Επτάνησα. Επίσης μια επιζωγραφισμένη λιθογραφία του PetervonHess (1792 – 1871), που εικονίζει την Mπουμπουλίνα να αποκλείει το Nαύπλιο, το καλοκαίρι του 1821, από το λεύκωμα DieBefreiungGriechenlandsin 39 Bildernentworfen, και στην οποία η Μπουμπουλίνα φοράει τη χαρακτηριστική γυναικεία ενδυμασία των νησιών του Αργοσαρωνικού των προεπαναστατικών χρόνων.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ελληνική Λαογραφία, μέσα από την μελέτη της ελληνικής λαϊκής τέχνης, ανέδειξε μια σημαντική πηγή υλικού για την εξέταση της επανάστασης του 1821, τόσο όσον αφορά τον ίδιο τον εξοπλισμό, την εμφάνιση και την αισθητική των αγωνιστών, καθώς προκύπτουν από την μελέτη όπλων και αντικειμένων που τους ανήκαν, όσο και σε σχέση με τις αναπαραστάσεις του 1821 στην ελληνική λαϊκή τέχνη. Και βέβαια τα στοιχεία αυτά, πέρα από την μελέτη της ίδιας της εποχής της επανάστασης, προωθούν και τη γνώση μας για την απήχηση των γεγονότων και των προσωπικοτήτων της στον ελληνικό λαό διαχρονικά, αλλά και πέρα από τα ελληνικά σύνορα.