Αυτό είναι υπακοή. Το κέντρο του μυστηρίου της αναπλάσεως του ανθρώπου. Η κατά Θεόν υπακοή είναι το επιδιωκόμενο μυστήριο του ανακαινισμού και η απαλλαγή μας από όσα μας οδήγησαν στην φθορά και στον θάνατο.
Η υπακοή και υποταγή στον Δημιουργό Θεό δεν είναι δουλική εξάρτηση υποτελών σε κάποιο κυρίαρχο εξουσιαστή. Είναι φυσιολογική εξάρτηση των αιτιατών από το πρώτο Αίτιο. Τα σύμπαντα, «φυσικώ τω λόγω», είναι αιτιατά επειδή δεν είναι αυθύπαρκτα. Έχουν και την ύπαρξη και την παράταση της υπάρξεώς τους από τον αυθύπαρκτο Δημιουργό τους.
Η σχέση τους είναι οντολογική. Τα αγιογραφικά χωρία «χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν» (Ιω. 15:5), «πάντα προς σε προσδοκώσι» (Ψαλμ. 103:29) και το «ανατελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι» (Ψαλμ. 103:29) αποδεικνύουν ότι όλα τα όντα με την υπακοή και την υποταγή υπάρχουν και προεκτείνονται σύμφωνα με τους θείους νόμους.
Ανθρωπίνως, με δύο τρόπους κατανοούμε την πανσωστική πρόνοια του Δημιουργού, που με την ανέκφραστη δύναμη και θέλησή Του, παρήγαγε τα σύμπαντα. Την «δημιουργική» με την οποία «εκ του μη όντος», από την ανυπαρξία, το μηδέν, έφερε στην ύπαρξη, «εις το είναι» τα σύμπαντα· και την «συνεκτική» με την οποία συγκρατεί αρμονικά και προεκτείνει σε διαρκή ζωή όσα δημιούργησε.
Ο τρόπος, λοιπόν, της συστάσεως και προεκτάσεως των όντων από τον Θεό, το πρώτο και κύριο Αίτιο, είναι η υποταγή και εξάρτηση χωρίς την οποία εμποδίζεται και διακόπτεται η συνέχεια. Αυτή είναι η σημασία της υπακοής στα λογικά όντα. Και γνωρίζουμε από την πείρα, ότι η παρακοή των λογικών όντων, αγγέλων και ανθρώπου, προκάλεσε τον όλεθρο με τον οποίο όλη η κτίση «συστενάζει και συνωδίνει» (Ρωμ. 8:22) μέχρι την αποκατάστασή μας από τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας, που έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλ. 2;8).