Του Δημητρίου Π. Λυκούδη, θεολόγου.
Είναι μια συνήθεια που επικρατεί στην επαρχία. Πολλοί είναι εκείνοι που ζητούν από τον ιερέα να λειτουργήσουν και «ν᾿ανοίξουν» ένα εξωκκλήσι, κυρίως, κατά την ημέρα της εορτής του αγίου/αγίας που τιμάται ο ιερός Ναός και κατά τη διάρκεια του θέρους και των καλοκαιρινών διακοπών. Ο γράφων θυμάται, είναι αλήθεια, με περισσή νοσταλγία, ὀταν, κατά την εφηβική του ηλικία, διακονούσε ως ιεροψάλτης σε πολλές τέτοιου είδους «ιδιωτικές» Θείες Λειτουργίες στην επαρχία. Υπάρχει, όμως, «ιδιωτική» Θεία Λειτουργία; Είναι σωστό να τελείται ως «ιδιωτική;»
Πρωτίστως, ως γνωστόν, και μόνον ο χαρακτηρισμός «ιδιωτική» Θεία Λειτουργία είναι αδόκιμος, ασύμβατος, λαθεμένος, αχαρακτήριστος. Δεν υπάρχει Θεία Λειτουργία που περιορίζεται σε μια κατηγορία ορθοδόξων πιστών και, ωσαύτως, δεν τελείται «εν τω κρυπτώ», ιδιωτικά, απομονωμένα. «Η σύμπασα κτίση συνάγεται και ευχαριστεί τον Θεόν. Αυτό ακριβώς είναι η θεία Λειτουργία: η επί το αυτό Σύναξη του σύμπαντος και η πορεία του προς τη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού» (1).
Η Θεία Λειτουργία είναι υπόθεση του όλου Σώματος της Εκκλησίας, του πληρώματος, δηλαδή, του χριστεπώνυμου ποιμνίου. Σε αντίθετη περίπτωση, καταλιμπάνεται και αποδομείται η λειτουργική τάξη και συνοχή και η κοινοτική ευρυθμία μεταξύ των πιστών.
Αυτό, δε, που εξοργίζει ακόμη περισσότερο είναι η παράλογη «απαίτηση» χορείας των πιστών, στην προσπάθεια να τελέσουν μια «ιδιωτική» Θεία Λειτουργία, να απαιτούν, τρόπον τινά, από τον ιερέα – λειτουργό να μην κοινοποιήσει και γνωστοποιήσει την επικείμενη τέλεση της Θείας Λειτουργίας ή, ακόμη χειρότερα, να μη σημάνει τα σήμαντρα, φοβούμενοι μήπως και ακουστεί και προστρέξουν και άλλοι στον Ιερό Ναό. Αυτές οι ενέργειες, όπου, βέβαια, λαμβάνουν χώρα, είναι απαράδεκτες τόσο από όσους τις επιδιώκουν και επιζητούν όσο και από εκείνους που τις αποδέχονται και τις πραγματοποιούν!
Η τέλεση της Θείας Λειτουργίας είναι ευλογημένη, αγαστή, χαριτωμένη κίνηση και απόφαση. Πλην, όμως, δεν έχουμε δικαίωμα να απαιτούμε να τελείται «κεκλεισμένων» των θυρών, πολύ δε περισσότερο, να αναπαυόμαστε στους λογισμούς ότι πρόκειται για μια οικογενειακή υπόθεση που τελείται για το «καλό» και, επομένως, όσοι λιγότεροι τόσο καλύτερα!
Η Θεία Λειτουργία είναι «η συγκεφαλαίωσις της όλης οικονομίας» (2), «Θεοφάνεια Τριαδική» (3). Ας μην περιορίζουμε τον αγιασμό και την ευλογία, λοιπόν, μονοδιάστατα και ανθρωποκεντρικά. Ας αγαπήσουμε την όλη λειτουργική κοινότητα, ας συμπορευθούμε λειτουργικά και χριστοκεντρικά, ενθυμούμενοι ότι δεν υπάρχει «ιδιωτική» Θεία Λειτουργία, παρά μόνο «ιδιωτική» πρωτοβουλία για την τέλεση Θείας Λειτουργίας, πλην, όμως, που θα γνωρίζει η ενοριακή κοινότητα και θα δύναται, όποια και όποιος, βέβαια, είναι διαθέσιμος και επιθυμεί, να σπεύσει και να συμμετάσχει (και όχι να παρακολουθήσει).
Εδώ έχουν, άλλωστε, εφαρμογή τα λόγια του μακαριστού καθηγητού: «Όταν οι πιστοί μαζεύονται σ᾿ένα ορισμένο τόπο και μια ορισμένη στιγμή για να τελέσουν τη θεία Ευχαριστία, η Σύναξή τους αυτή φανερώνει το μυστήριο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία και η Ευχαριστία είναι το σώμα του Χριστού, είναι ο ίδιος ο Χριστός» (4).
Παραπομπές:
1. Ιερομ. Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία, Σύναξη, Αθήνα 1982, σελ. 34, πρβλ., Ιωάννου Φουντούλη, Λειτουργική Α’, Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2004, κυρίως τις σελίδες 183-192.
2. Ιερομ. Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία, σελ. 27.
3. Αυτόθι, σελ. 31.
4. Αυτόθι, σελ. 39.