Dogma

Υπεραγία Θεοτόκος, Το Ένδυμα της Αφθαρσίας

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Δαλαγιώργου

«Ουκ έχω γλώσσαν ειπείν τα λίαν μεγάλα…» αναφωνεί ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου. Νιώθει ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος να μιλήσει για τη Θεοτόκο Μαρία, η οποία ακόμη και «τας των Ουρανών δυνάμεις εξένισεν…». Η Παναγία Θεοτόκος, ως «την του κόσμου σωτηρίαν τον Χριστόν κυήσασα», έγινε της σωτηρίας ημών εργαστήριον.

Την πανένδοξον Κοίμησιν και θαύμα στήν Μετάστασιν της Μητρός του Κυρίου ομολογεί και κηρύττει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η Παναγία απέθανε θάνατον ανθρώπινον. Αν και είναι «πηγή της Ζωής», «προς την ζωήν δια μέσου του θανάτου μετάγεται», και ενώ «εν τω τόκω τους όρους υπερβάσα της φύσεως, νυν υποκύπτει τοις ταύτης θεσμοίς και θανάτω το ακήρατον καθυποβάλλεται σώμα». Και επίσης «ως θυγάτηρ του πάλαι Αδάμ τας πατρικάς ευθύνας υπέρχεται» και φυσικώς η αγία της ψυχή «του ακηράρου χωρίζεται σώματος και το σώμα τη νομίμω ταφή παραδίδοται». Η «ταφή» αυτή του σώματος γίνεται «ίνα το εκ γης συντεθέν πανινοστήση προς γην», για να αποβάλλει εκεί «το θνητόν» και να ενδυθεί «το άφθαρτον», το πνευματικό και φωτεινό σώμα «της αφθαρσίας».

Η Θεοτόκος είναι το σπουδαιότερο και αγιότερο πρόσωπο που παρουσίασε η γη, είναι η γυναίκα που ευεργέτησε την ανθρωπότητα, όσο κανένας άλλος απόγονος της Εύας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ζει διαρκώς μία αληθινή παράδοση για την Παναγία, η οποία μέσα από το «Χαίρε» του Αγγέλου έγινε παντοτινή, όπως το προφήτευσε η ίδια η Παναγία: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαι».

Ενθυμούμε ένα περιστατικό που έγινε ημέρα Κυριακή σε Ναό της Άνδρου το 1968 και είναι καταγεγραμένο από τον π. Στέφανο Αναγνωστόπουλο. Ζούσε λοιπόν ο κυρ Γιάννης, ένας ευλαβής χριστιανός ο οποίος εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή και καθόταν μπροστά στο θρόνο του Κυρίου. – Εκείνη την Κυριακή ήταν όρθιος και τον είδα, λέγει ο π. Στέφανος, όταν έβγαινα έξω για να πω εκείνα τα οποία επιβάλλονται από το τελετουργικόν του Όρθρου ή της Θείας Λειτουργίας, τον έβλεπα ιδρωμένο. Κατάλαβα λοιπόν ότι είχε και πυρετό, ήρθε όμως να λειτουργηθεί, και να κοινωνήσει στο τέλος. Και πράγματι έτσι έγινε. Με τρεμάμενα τους πόδας απ’ τον πυρετό, ήλθε, κοινώνησε και επέστρεψε εκεί, και έκατσε στην καρέκλα του. Τελειώνοντας τη Θεία Λειτουργία, διαπίστωσα ότι έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, και εφαίνετο σα να κοιμόταν». Έφυγαν όλοι και ο κυρ-Γιάννης παρέμεινε στη θέση του, με τα χέρια σταυρωμένα, και τις παλάμες έτσι, όπως δηλαδή παίρνομε το αντίδωρο. Τελείωσε το αντίδωρο, δεν τον έδωσα… τον άφησα σ’ αυτή τη θέση που ήτανε. Έκλεισα εδώ την Ωραία Πύλη, κατέλυσα. Τότε μπήκε μέσα ο κυρ-Γιάννης από την Νοτία Πύλη. Είχε μια έκφραση απεράντου γλυκύτητος, και δεν υπήρχε ούτε ιδρώτας ούτε τίποτα, και εφαίνετο μια χαρά, και με δάκρυα στα μάτια, μου διηγήθηκε τα εξής: «Από την εξάντληση και τον πυρετό,» που είχε μετά τη Θεία Κοινωνία, «κάθισα,» λέει, «στη καρέκλα, έγειρα το κεφάλι μου προς τα κάτω, προς το μέρος της καρδιάς όπως μου έχεις διδάξει, και άρχισα να λέω το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και έτσι να απολαμβάνω την γλυκύτητα της Θείας Κοινωνίας. Κάποτε» λέει, «έχασα κάθε αίσθηση του χώρου, που βρισκόμουν δηλαδή, του χρόνου, του θορύβου, των ψαλμωδιών,» Όταν σήκωσε το κεφάλι του, συνήλθε δηλαδή, δεν ήταν μόνος, όλος ο ναός ήταν γεμάτος από την παρουσία της Παναγίας μπροστά του, και είχε πάει κοντά του, και του έβαλε στην ανοικτή του παλάμη, η Υπεραγία Θεοτόκος, ένα αντίδωρο. Και του είπε, «φάτο παιδί μου». Το έφαγε και έγινε τελείως καλά.

Στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Τρικάλων, εξέρχεται από σήμερα έως το τέλος Αυγούστου η Ιερά Θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας Γρηγορούσας, στην οποία θα καταφεύγουμε στις Παρακλήσεις, οι οποίες είναι αφιερωμένες στις θαυμαστές επεμβάσεις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ώστε με τρόπο πνευματικό και όχι εξωτερικό (τύποις), να εμβαθύνουμε στην μεγάλη αυτή Εορτή της Κοιμήσεως και Μεταστάσεως της Θεοτόκου, με σκοπό να γίνουμε «ταμείον της Χάριτος» και να ζήσουμε, όπως αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, με νηστεία, με εγκράτεια, με προσευχή και να αγκαλιάσουμε σαν αληθινές τροφές της ψυχής την ειρήνη, την πραότητα, την αγάπη, την ευσπλαχνία και την ταπείνωση, ώστε να έλθει η Ίδια η Θεοτόκος προς εμάς τους δικούς Της δούλους, φέρνοντας μαζί Της πλήθος όλων των αγαθών, αλλά και Αυτόν τον Βασιλέα και Κύριον ο οποίος θα κατοικήσει στις καρδιές μας.