Παρουσία του Επισκόπου των ΡΚαθολικών Σύρου κ. Πέτρου Στεφάνου, του Δημάρχου Σύρου-Ερμούπολης κ. Γεωργίου Μαραγκού, ο οποίος, με μια σύντομη και περιεκτική προσλαλιά, εκήρυξε την έναρξη των εργασιών του, του Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, επί τιμή Προέδρων του Αρείου Πάγου, Δικαστών, Πανεπιστημιακών Διδασκάλων, Δικηγόρων και πολλών ενδιαφερομένων, προς τους οποίους απηυθύνθη ο εξής χαιρετισμός:
«Εντιμώτατε κ. Πρόεδρε της Οργανωτικής Επιτροπής του 41ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων,
Ελλογιμώτατοι κύριοι Σύνεδροι, Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή ξεχωριστή σας υποδεχόμεθα και σας καλωσορίζουμε στην Ερμούπολη, που εορτάζει εφέτος τα 190 χρόνια από την ονοματοδοσία της, την πόλη, που, με την ίδρυση και την πολυεπίπεδη ανάπτυξή της, σηματοδότησε την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της νεώτερης Ελλάδος, διεκδικώντας πολλές “πρωτιές”, όπως η ίδρυση σ` αυτήν του πρώτου πρώτου οργανωμένου Νοσηλευτικού Ιδρύματος, το 1833, που οι ρίζες του ανιχνεύονται στα προσκτίσματα του Μητροπολιτικού Ναού της Μεταμορφώσεως, όσο ακόμα μαινόταν ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας του Γένους μας, του πρώτου Γυμνασίου, το 1833, του πρώτου Υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας το 1844, του πρώτου Ναυπηγείου, του ΝΕΩΡΙΟΥ, το 1861, του πρώτου στην Ελλάδα μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, με απόφαση του Δήμου Ερμούπολης το 1858, του πρώτου εργατικού Σωματείου το 1879, το οποίο τον ίδιο χρόνο κήρυξε την πρώτη απεργία στην Ελλάδα….
Σας ευχαριστούμε για την τιμητική σας πρόσκληση να χαιρετίσουμε την έναρξη του Συνεδρίου σας, με το ενδιαφέρον και άκρως ευαίσθητο, για τη δεινή οικονομική συγκυρία των τελευταίων χαλεπών ετών, θέμα, “Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΙΤΟΥ”, και σας συγχαίρουμε για την επιλογή ως τόπου διεξαγωγής του την Ερμούπολη, την πλέον κατάλληλη πόλη προς τούτο, καθώς σ` αυτήν, το 1828, ιδρύθηκε και το πρώτο αλλά και μοναδικό στην Ελλάδα τότε Εμποροδικείο.
Αγαπητοί και εκλεκτοί Σύνεδροι!
Εκείνο που πάντοτε προέχει είναι η πιστή εφαρμογή του δικαίου, των νόμων και της δικαιοσύνης στις σχέσεις μεταξύ πολιτών και μεταξύ πολίτη και Πολιτείας. Γιατί, «Όλα τα σεβαστά και τα καλά και εκείνα με τα οποία η Πολιτεία ρυθμίζεται, σώζεται και προοδεύει, μόνο με την ισχύ και την τήρηση των νόμων υπερισχύουν και υπερτερούν από τα αισχρά….Όλοι, λοιπόν, όσοι δικάζουν πρέπει να τηρούν τους νόμους και να τους προσδίδουν ισχύ, δύναμη και εγκυρότητα. Γιατί, μόνο με τη βοήθεια των νόμων οι ενάρετοι πολίτες μπορούν να αντιμετωπίσουν τους κακούς. Σε αντίθετη περίπτωση, όλα καταλύονται, όλα καταρρέουν, όλα ανατρέπονται, και η Πολιτεία πέφτει στα χέρια των πιο κακών και αναίσχυντων», διαπιστώνει ο Δημοσθένης στον Κατά Ἀριστογείτονος λόγο του (Α΄, 24-25). Γι’ αυτό και ο Πλάτωνας κρίνει ὀτι «Άνθρωπος τελειωθείς βέλτιστον των ζώων, χωρισθέν δε νόμου και δίκης, χείριστον πάντων», ενώ ο Βίας ο Πριηνεύς ορίζει ότι «Κρατίστη εστί δημοκρατία, εν ή πάντες ως τύραννον φοβούνται τον νόμον».
Τις μεγάλες λεωφόρους προς τ’ ανώτερα ιδανικά της δικαιοσύνης άνοιξαν πρώτοι οι Έλληνες και μετά ο χριστιανισμός.
Στον ελληνισμό οφείλεται η επίγνωση ότι η απλή συμμόρφωση προς τους νόμους από το φόβο της τιμωρίας δεν είναι πραγματική δικαιοσύνη. Την ηθική, όμως, ολοκλήρωση στην έννοια της δικαιοσύνης έφερε ο χριστιανισμός, που θεωρεί και μακαρίζει τους πιστούς ως «διψώντας την δικαιοσύνη» και ονομάζει το Σωτήρα «βασιλέα της δικαιοσύνης».
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η λέξη «Δικαιοσύνη» απαντάται στην Καινή Διαθήκη ογδόντα οκτώ φορές, ενὼ η λέξη «δίκαιος» ογδόντα μία φορές, με την έννοια της συμπύκνωσης όλων των αρετών, όλων των καθηκόντων του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και τον Θεό. Με την έννοια αυτή την χρησιμοποιεί και ο Κύριος, όταν λέγει «Πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην».
Νομικά, βέβαια, παραμένει κλασσικός ο ορισμός τον οποίο έδωσε ο περίφημος νομοδιδάσκαλος Ουλπιανός και που χρησίμευσε στον Ιουστινιανό σαν βάση της νομοθεσίας του: «Δικαιοσύνη είναι η σταθερά και διηνεκής θέλησις του αποδίδειν εκάστω το προσήκον», να έχει, δηλαδή, ο καθένας αυτό που του ταιριάζει και του αξίζει.
Όπως, όμως, και αν προσεγγισθεί η έννοια και το περιεχόμενο του όρου δικαιοσύνη, είναι γεγονός ότι είναι η τελευταια φλόγα παρηγορίας και ελπίδος για τον άνθρωπο, τον άνθρωπο κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας, που αισθάνεται αδύναμος να αντιμετωπίσει τις επιβουλές των εκάστοτε ισχυρών και τις δυσκολίες των καιρών.
Αυτήν ακριβώς τη φλόγα προσπαθούν, μέσα από πολλές δυσκολίες, αντιξοότητες, ύβρεις, απειλές και ενίοτε δολοφονίες, να κρατήσουν αναμμένη οι Λειτουργοί της Θέμιδος, οι Έλληνες Δικαστές, οι οποίοι αποτελούν, όντως, το έσχατο καταφύγιο των αδικουμένων και το ύψιστο προπύργιο της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Με τις σκέψεις αυτές, χαιρετίζουμε την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου σας και ευχόμαστε πλήρη επιτυχία των στόχων του.
Ο Θεός να σάς ευλογεί και να σας ενισχύει στην προσπάθειά σας να εφαρμόζετε το Ψαλμικό:
«Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης !»