Η σημερινή εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, έχει ανεγερθεί στον τόπο που άλλοτε βρίσκονταν η ομώνυμη Μονή, της οποίας όμως η ιστορία είναι επί της ουσίας ελλιπής.
Φαίνεται πάντως ότι η Μονή αυτή θα ήταν πλούσια, αφού σε αυτήν ανήκε ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής πλευράς του έρημου τότε Πειραιά. Σύμφωνα με την παράδοση φαίνεται ότι ήταν καλώς οχυρωμένη, από παχύ τοίχο με πολεμίστρες. Αυτού του τοίχου η πύλη ήταν θολωτή, με διπλές θύρες, που σχημάτιζαν διάκενο, αδιάβατο σε κάθε εισβολέα, αφού μπορούσαν εύκολα να τον ανακόψουν από την κορυφή του θόλου, καθώς εκεί υπήρχε ειδική οπή από την οποία μπορούσαν να ρίξουν άμμο ή καυτό λάδι, κατά τις οχυρωματικές συνήθειες της εποχής.
Το Μοναστήρι βρίσκονταν κοντά στην ακτή και πολλές φορές οι καλόγεροι χρειάστηκαν να αποκρούσουν τις επιδρομές πειρατών και ληστών. Ο Δ. Καμπούρογλου σχετικά με το Μοναστήρι αυτό, αναφέρει δύο ονόματα ηγουμένων του. Αυτό του Νικηφόρου Γαβρίλη (1766) και του Συμεών Μαρμαροτούρη (1819). Στους δύο αυτούς ηγουμένους, ένας άλλος ιστορικός ο Ν. Φιλαδελφεύς στο έργο του «Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας» προσθέτει και ένα τρίτο όνομα ηγουμένου, αυτό του Διονυσίου.
Πάντως ο ηγούμενος Συμεών υπέγραψε το 1737 πωλητήριο από το οποίο φαίνεται ότι τα έσοδα της Μονής τα τελευταία χρόνια ήταν μειωμένα και είχε αρχίσει η πώληση γηπέδων (κτημάτων) σύμφωνα με περιγραφές αυτού του τύπου:
«…Επούλησεν (ο ηγούμενος) εις το παραθαλάσσιον όπου εξουσιάζει το μεν μάκρος δώδεκα βήματα, το δε πλάτος βήματα έξη….και εκ του ετέρου η θάλασσα» .
Το Μοναστήρι το τροφοδοτούσε με νερό ο μεγάλος Αθηναίος Πατριώτης Ιωάννης Ντέκας ο οποίος ήταν ιδρυτής της ομωνύμου σχολής στην Αθήνα. Ο Ντέκας διέθεσε με διαθήκη μεγάλο ποσό στο μοναστήρι αυτό. Η διαθήκη του, η οποία συντάχθηκε στην Βενετία το 1757, εν περιλήψη αναφέρει:
«Αφήνω εις την εκκλησία, το μοναστήρι του Αγίου Σπυριδώνος, το εν τη πόλει Αθήνας πατρίδι μου, κείμενον εις το παραθαλάσσιον Πόρτο Δράκο, δουκάτα τετρακόσια κοινά, δια να εξοδευθούν παρά των επιτρόπων του ρηθέντος μοναστηρίου προς απόκτησιν τινός υποστατικού, ήγουν με αυτό να αγοράσουν οι επίτροποι του ρηθέντος μοναστηριού ένα υποστατικόν και από το εισόδημα του υποστατικού να εφοδιάζεται κατά καιρόν το χρειαζούμενον δια να φυλάττεται παστρικόν το σωληνάρι, όπου φέρνει το νερό εις το Μοναστήρι, το οποίον ωκοδομήθη δια να φέρνεται το ύδωρ εις το Μοναστήρι κατά το παρελθόντα καιρόν με έξοδά μου και ότι μείνει από το εισόδημα του ρηθέντος υποστατικού, να εφοδιάζεται εις χρείαν και ευπρέπειαν της αυτής εκκλησίας και του μοναστηρίου, συσταίνοντας εις εκείνον όπου έχει την επίσκεψιν να κυβερνά αυτό το νερό, να έχη την επιμέλεια, επειδή τούτο είναι πράγμα αναγκαίον προς κοινήν ανάπαυσιν και ωφέλειαν και αν ίσως τινάς δεν ήθελεν ακολουθήση να τελειώση ταύτην μου την παραγγελίαν, να έχει να δώσει λογαριασμόν εις το φοβερόν κριτήριον του Θεού. Λέγω ως άνω δουκάτα 400».
Να σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη που υφίστατο ακόμα το Μοναστήρι, ο Πειραιάς καλείτο Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο από τον μεγάλο μαρμάρινο Λέοντα, που υπήρχε στην είσοδο του αρχαίου λιμένα και τον οποίο άρπαξε ο καταστροφέας του Παρθενώνα ο Βενετός Μοροζίνη.
Το 1767 η Μονή έγινε «Σταυροπηγιακή» όταν Πατριάρχης ήταν ο Εμμανουήλ Χατζερής.
Εικονογράφηση της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα (Καστρομονάστηρο) όπως την φαντάστηκε ο Σπύρος Καρδαμάκης. |
Βαθμηδόν η Μονή παρήκμασε και όταν κατά το 1806 ο Σατωβριάν επισκέφθηκε τον Πειραιά, αναπαύθηκε μάλιστα και εντός αυτής της Μονής, όπως ο ίδιος γράφει στο ιστορικό του, ήταν έρημη.
Λεπτομέρεια από έργο του Hullmandel που απεικονίζει το Μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνα πριν την καταστροφή του |
Το 1827 η Μονή έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων με πολιορκούμενους εντός αυτής, άνδρες του Κιουταχή και πολιορκητές του επαναστατημένους Έλληνες. Παρά το γεγονός ότι οι πολιορκούμενοι Τουρκαλβανοί, είχαν πέσει σε απώλεια ύδατος, τροφίμων και πυρομαχικών, η Μονή άντεχε λόγω της ισχυρής οχύρωσης που αναφέραμε προηγουμένως. Έτσι ο επικεφαλής φιλέλληνας Άστιγξ αναγκάστηκε να την βομβαρδίσει επί δύο ημέρες, με τα πολεμικά πλοία «ΕΛΛΑΣ» και «ΚΑΡΤΕΡΙΑ». Αποτέλεσμα αυτών των βομβαρδισμών ήταν η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της Μονής. Αυτό το μαθαίνουμε λίγο αργότερα, όταν τον Μάϊο του 1836 ο πρώτος Δήμαρχος Πειραιά, ο Υδραίος Κυριάκος Σερφιώτης, απευθύνει γραπτό αίτημα «προς τους φιλανθρώπους» δημότες Πειραιά και ζητεί την συνδρομή τους για την ανοικοδόμηση του Ναού, καθώς «εκ των βομβαρδισμών κατεδαφίσθη σχεδόν το ήμισυ του Ναού».
Αποτέλεσμα εκείνης της πολιορκίας ήταν η παράδοση μεν των 300 Τουρκαλβανών, αλλά η καταπάτηση της υπόσχεσης των Ελλήνων για αναίμακτη αποχώρηση των παραδομένων πολιορκούμενων. Η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε καθώς η δίψα για ανεύρεση λαφύρων εντός της Μονής, δημιούργησε «επεισόδιο» που οδήγησε σε συμπλοκή, την στιγμή της αποχώρησης. Από την συμπλοκή αυτή κατεσφάγησαν 200 περίπου Τουρκαλβανοί, προκαλώντας την οργή του Καραϊσκάκη.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι ο μελετητής της Πειραϊκής ιστορίας Αλέξανδρος Μελετόπουλος, την δεκαετία του 1880, βρήκε και περισυνέλεξε από το σημείο αυτό, αριθμό βλημάτων που είχαν ριφθεί από τα Ελληνικά πλοία και τα κατέθεσε στο Εθνολογικό και Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Όταν κατά στις 23 Δεκεμβρίου 1835 ο Πειραιάς συγκροτήθηκε σε Δήμο, το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο συνήλθε, ελλείψει άλλου καταλληλότερου οικήματος, εντός του κατεστραμμένου ναού του έρημου πια Μοναστηριού. Το έργο της ανεγέρσεως αυτού του Ναού, θεωρήθηκε εκ των πλέον δυσχερεστέρων. Αυτό φαίνεται από ένα έγγραφο του Δημάρχου, που υποβλήθηκε με ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 1835, προς το Δημοτικό Συμβούλιο (ο Δήμαρχος δεν παρίστατο στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά επικοινωνούσε εγγράφως με αυτό) με το οποίο λέγει:
«Να γίνει νέα εκκλησία εις την πόλιν ταύτην ανάλογος με τον πληθυσμόν των κατοίκων και η Αγία Εικών του Αγίου Σπυρίδωνος και να ονομασθεί ούτος (ο ναός) «Αγίος Σπυρίδων».
Δια να φθάσωμεν στο ποθούμενον, πρέπει να καταβάλλωμεν όλας τας νοητικάς και σωματικάς δυνάμεις δια το ιερόν αντικείμενον τούτον. «.
Επίσης ο Κυριάκος Σερφιώτης ζητεί την διενέργεια εράνου αλλά και συνάψεως δανείου. Συνεπεία του αιτήματος αυτού, το Δημοτικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση στη οποία παρέστη και ο τότε Εφημέριος του Ναού Πατέρας Ζαχαρίας, απαντά στο αίτημα του Δημάρχου στις 7 Ιανουαρίου του 1836 «ότι η μονή όχι μόνο δεν επαρκεί αλλά θεωρείται και ως διαλυμένη κατά συνέπεια υψηλού Βασιλικού Διατάγματος», να συναφθεί δάνειο 500 ταλήρων και επιτρέπει στον Δήμαρχο να επικαλεσθεί στους λόγους την φράση «Με την βοήθεια των Χριστιανών».
Η αναφορά σε Μονή διαλυμένη γίνεται διότι με το από 25 Σεπτεμβρίου 1833 Βασιλικό Διάταγμα «Περί τω εν τω Βασιλείω Μοναστηρίων» όλα τα κτήματά της περιέρχονται στο Δημόσιο για την εγκατάσταση σε αυτά των εν Πειραιεί Χίων και Υδραίων. Συνεπώς ο Πειραιάς θεμελιώθηκε ουσιαστικώς σε απαλλοτριωμένες εκτάσεις της Μονής!!!
Μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1836 ο έρανος είχε αποδώσει 2.803 δραχμές στις οποίες προστέθηκαν και άλλες 1.000 δραχμές που δόθηκαν από τον Ρώσσο Πρεσβευτή πιθανώς κατ΄ εντολή του τότε Τσάρου της Ρωσσίας. Επιπλέον στον προϋπολογισμό Δήμου του 1837, ο οποίος ήταν 38.960 δραχμές, αναγράφεται για το Ναό πίστωση 12.500 δραχμών. Από αυτή την πίστωση του Δήμου, το ποσό των 6.500 δραχμών προέρχονταν από κληροδότημα κάποιου Πολυζώη παρά το ότι όταν αυτός πεθαίνει δηλώνει ότι αφήνει το ποσό αυτό «υπέρ Νοσοκομείου».
Εκτός όμως από όλα αυτά, φαίνεται ότι υπήρχαν και άλλου είδους προσφορές υπέρ ανέγερσης του Ναού, αφού κάποιος Μαυρογιάννης εκ Κύπρου, έδωσε αντί χρημάτων, 50 οκάδες «σίδηρον δουλευμένον».
Πειραιάς 1845 |
Το σχέδιο του νέου ναού, είχε εκπονηθεί από τον Κλεάνθη και ήταν μεγαλοπρεπέστατο. Η εντολή που δόθηκε στον Κλεάνθη ήταν να φτιάξει ένα ναό που θα καταλαμβάνει έκταση 400 περίπου τετραγωνικών μέτρων. Προέβλεπε δύο κωδωνοστάσια, πλούσιο στολισμό με πλήθος γλυπτών και υπολογισθεί για χωρητικότητα 1000 ατόμων χωρίς να υπολογισθεί εντός αυτής της ο γυναικωνίτης. Το σχέδιο αυτό υποβλήθηκε στην Βασιλική Γραμματεία και στάλθηκε για μελέτη στον «Πρωταρχιτέκτονα» Σάουμπερτ, ο οποίος όμως το τροποποίησε «διότι εύρεν αυτό πάρα πολύ μεγαλοπρεπές, πλούσιον και δυσανάλογον με την παρούσαν χρηματικήν κατάστασιν του Δήμου». Αντί των δύο καμπαναριών, σχεδιάσθηκε μόνο ένα, για το οποίο όμως θα χορηγούνταν άδεια να κτισθεί μόνο όταν θα αυξάνονταν οι κάτοικοι και τα οικονομικά μεγέθη του Δήμου. Το αρχιτεκτονικό ύψος, τροποποιήθηκε και έγινε πολύ απλό, απομακρύνθηκε κάθε είδος γλυπτικής και ο Σάουμπερτ ζήτησε να γίνει η αναπλήρωση όλων αυτών των αφαιρέσεων, με μόνη προσθετική πράξη, την βαφή της εκκλησίας κατά το ελληνικό ύψος. Επίσης εσωτερικά ο Σάουμπερτ, άλλαξε την διάταξη του τέμπλου (εικονοστασίου) το οποίο προέβλεπε το αρχικό σχέδιο του Κλεάνθη να γίνει μοναδικό και ζήτησε να γίνει «κατά το ήθος της γραικικής εκκλησίας».
Περιφορά εικόνας Αγίου Σπυρίδωνα το 1936 |
Για την ανέγερση του Ναού ο Σάουμπερτ (Ed. Schaubert) υπολογίζει το ποσό σε 23.546 δραχμές ενώ για το κωδωνοστάσιο σε 10.330 δραχμές. Την 18η Μαΐου 1836 τίθεται ο θεμέλιος λίθος του νέου Ναού του Αγίου Σπυρίδωνα, με κάθε επισημότητα, παρισταμένων των αρχών της πόλης, όλων των κατοίκων και με τις ευλογίες του Επισκόπου Αττικής Νεοφύτου Μεταξά, ενός ανθρώπου που εκτός από Επίσκοπος ήταν και θερμός πατριώτης, με δράση μεγάλη κατά την διάρκεια της Επανάστασης. Στην τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου την ημέρα εκείνη, ο πρώτος Δήμαρχος Πειραιά, ο Σερφιώτης, έδωσε την υπόσχεση πως «θέλει διατάξει να μνημονεύονται τα ονόματα (των δωρητών) αιωνίως», υπόσχεση που μάλλον δεν τηρήθηκε…
Ένα μικρό περιστατικό που αξίζει να αναφερθεί, γιατί καταδικνύει τις καλές αρετές που χαρακτήριζαν το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο και τον τότε Δήμαρχο Σερφιώτη, ήταν πως δεν δίστασαν στις 16 Σεπτεμβρίου του 1836 να παύσουν έναν Επίτροπο του Ναού διότι «εκράτησεν δρχ. 30 εκ των εσόδων της Εκκλησίας, άνευ αδείας».
Στη νέα εκκλησία (αυτήν του Σάουμπερτ) που τελικώς ανεγέρθηκε, περιήλθαν ορισμένα αντικείμενα που ανήκαν στην διαλυμένη Μονή. Στην απογραφή του 1836 που έγινε από τον Δήμαρχο Κ. Σερφιώτη τα αντικείμενα αυτά ήταν:
– Η παλαιά εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα
– Ένα αργυρό Ευαγγέλιο
– Τέσσαρες αργυραί κανδύλαι
– Δύο πετραχήλια
– Ένα θυμιατήριο και άλλα μικροαντικείμενα.
Τέλος σε αυτό το αφιέρωμά μας να πούμε ότι η Εκκλησία που βλέπουμε σήμερα δεν είναι αυτός που ανοικοδομήθηκε με τις ενέργειες του Κ. Σερφιώτου αλλά μεταγενέστερος που θεμελιώθηκε επί Δημαρχίας Δημητρίου Μουτσοπούλου (1866 – 1874).
Την περίοδο του Τρύφωνος Μουτσόπουλου (1 Δεκεμβρίου 1899 – 30 Νοεμβρίου 1903) τοποθετήθηκε ως Επίτροπος του ναού ο Γεώργιος Κανέλλος. Αυτός ήταν που πρωτοστάτησε η περιφορά της εικόνας να γίνεται όχι πλέον πέριξ του ναού (όπως η παράδοση αναφέρει πως συνέβαινε), αλλά στην πόλη του Πειραιώς. Επί Κανέλλου η περιφορά έφθανε μέχρι την Τρούμπα, ανέβαινε την 2ας Μεραρχίας (πρώην Αιγέως), έστριβαν στην οδό Φίλωνος και ξαναεπέστρεφε στο Ναό. Και αν αρχικά σε αυτήν λάμβαναν μέρος μόνο τοπικοί παράγοντες και κλήρος, με την πάροδο των ετών έλαβε πανυγηρικό χαρακτήρα με Φιλαρμονική να παιανίζει, στρατιωτικές αρχές να αποδίδουν τιμές, ενώ κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν όλα τα Σωματεία και Σύλλογοι του Πειραιά που ακολουθούσαν την εικόνα φέροντας τα επίσημα λάβαρά τους.
Τότε ήταν που ορίσθηκε η περιφορά της εικόνας να γίνεται κατά το μεσημέρι, ενώ ο κύκλος που έκαναν ήταν πολύ μεγαλύτερος διότι ακολουθούσαν όλη την παραλιακή οδό Μιαούλη, την Πλατεία Αμαλίας (Τελωνείου), έστριβαν στην οδό Χαριλάου Τρικούπη (πρώην Αρτέμιδος), εισέρχονταν στην Ηρώων Πολυτεχνείου (Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, Διαδόχου αρχικώς και Σωκράτους πρώτα), Λεωφόρου Γεωργίου Α΄, και πάλι δια της Μιαούλη επέστρεφαν στο Ναό.
Από το 1926, που ιερέας του Ναού ήταν ο Β. Χούπης, η περιφορά είχε φτάσει σε τέτοια μεγαλοπρέπεια που λάμβανε μέρος όλη η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας, ο Πρωθυπουργός, Υπουργοί, Νομάρχες.
Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Ναού Αγίου Νείλου Πειραιώς