Dogma

Ανακαίνιση της ζωής μας με τον Χριστό

Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας στην "Κιβωτό της Ορθοδοξίας"

Η ζωή μας σε αυτή την γη παλιώνει με το πέρασμα του χρόνου. Παλιώνουμε όλοι μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, και η αμαρτία που είναι συσσωρευτική μάς ασχημίζει, μας μεταβάλλει σε άμορφη μάζα ερειπίων, μέσα στην οποία με μεγάλη δυσκολία ξεχωρίζουμε το αρχικό κάλλος. Γινόμαστε παλαιοί άνθρωποι, παλιάνθρωποι και κυριολεκτικά και με την μεταφορική του χρόνου έννοια. Τότε είναι που χρειαζόμαστε ανακαίνιση, η οποία, όμως, για να επιτευχθεί απαιτεί προηγουμένως σκληρή εργασία και πολλές φορές κατεδάφιση. Για να ανακαινισθούμε οφείλουμε να πετάξουμε συνήθειες, εμπειρίες κακές, αμαρτωλό παρελθόν, να αλλάξουμε τρόπο ζωής πολλές φορές κατεδαφίζοντας τα οικοδομήματα της καρδιάς μας, αυτά που χτίσαμε σε σαθρό θεμέλιο και όχι στο θεμέλιο της πίστεως, όταν, πιθανόν, δεν γνωρίζαμε ότι «θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται είναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς Χριστός (Α΄ Κορ. γ΄ 11).

Αν σκεφθούμε ότι είμαστε φθαρτοί, ότι είμαστε «γη και σποδός» (Σοφ. Σειρ. ι΄ 9) και ότι δεν ήλθαμε σε αυτή την ζωή για να την κατακτήσουμε και να μείνουμε αιώνια εδώ, αλλά ήλθαμε για να φύγουμε, τότε η ανακαίνιση μας είναι απαραίτητη. Όχι όμως υλική ανακαίνιση, αλλά πνευματική, αυτή, που, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές δεν μας πολυαπασχολεί, γιατί βρισκόμαστε κάτω από την επήρεια του πονηρού, αυτού που θέλει να μας ρίξει στις παγίδες του, αυξάνοντάς μας το υλιστικό φρόνημα.

Χρειάζεται να ασχοληθούμε με την ανακαίνιση των ψυχών μας, με το στολισμό τους με αρετές, όπως, διάκριση, ταπείνωση, απλότητα, ευγένεια, ευσπλαγχνία, ελεημοσύνη, χρηστοήθεια, σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ευσέβεια. Η ανακαίνιση αυτή είναι απαραίτητη για τον στολισμό μας με ένδυμα αφθαρσίας, με ένδυμα γάμου, για να εισέλθουμε στον ουράνιο νυμφώνα και να μην βρεθούμε στην δυσάρεστη θέση κάποτε να πούμε στον Κύριό μας: «Τον νυμφώνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ».

Ανακαίνιση πνευματική σημαίνει είτε απλό φρεσκάρισμα, εάν γνωρίζουμε «τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. ιβ´ 2), αλλά επειδή είμαστε ευόλισθοι στην αμαρτία πέφτουμε στις παγίδες του πονηρού, είτε ολική  κατεδάφιση του παλαιού μας ανθρώπου, η οποία προϋποθέτει μεταμέλεια, αλλαγή πορείας ζωής, μετάνοια και εξομολόγηση. Η οποιαδήποτε ανακαίνιση γίνεται όχι με δικές μας δυνάμεις, αλλά με την θεία συνέργεια, με την βοήθεια Εκείνου που ήρθε λέγοντάς μας «ιδού εγώ καινά ποιώ πάντα» (Αποκ. κα΄ 5), Εκείνου, δηλαδή, που ήρθε, για να ανακαινίσει τους πάντες και τα πάντα. Να μας ανακαινίσει ως άτομα και ως κοινωνία με το λόγο Του, με τη διδασκαλία Του, με τη χάρη των μυστηρίων Του, πάντοτε, όμως, με την ελεύθερη βούλησή μας που προϋποθέτει ωδίνες και κόπους. Ωδίνες που απορρέουν από την αμετανοησία, την σκληροκαρδία, τους πειρασμούς, αλλά και την άγνοια του Θείου θελήματος.

Η συνέργεια του Θεού είναι η φανέρωσή Του στην ζωή μας. Εμείς με τα χοϊκά μας μάτια δεν τον βλέπουμε, ενώ τον επιζητούμε, αφού βρίσκεται συνεχώς μπροστά μας. Μπορούμε, όμως, να τον δούμε και ας κρύβεται Εκείνος, όταν τον ζητήσουμε, για να μας ανακαινίσει. Ας μη λησμονούμε ότι ο Χριστός μας κατέβηκε στην γη, αλλά έκρυψε το θεϊκό Του μεγαλείο στην ταπεινή ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκε στο σπήλαιο μέσα σ’ ένα στάβλο ζώων, και τίποτα το εξωτερικό δεν φανέρωνε την βασιλική Του ιδιότητα. Περπάτησε ανάμεσα στους ανθρώπους, χωρίς οι περισσότεροι να υποψιάζονται την θεϊκή Του καταγωγή. Κρυβόταν κατά την ενανθρώπησή Του, αλλά ακόμη και τώρα κρύβεται. Πώς να καταλάβουμε ότι μας φανερώνεται; Μα, ο ίδιος δεν μας είπε ότι, όπου είμαστε «δύο ή τρεις συνηγμένοι» στο όνομά Του, είναι κι Αυτός μαζί μας αλλά αοράτως (βλ. Ματθ. ιη΄ 20); Δεν μας είπε ότι μας συγχωρεί με το Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως, κι ας μην Τον βλέπουμε με τα σωματικά μας μάτια; Δεν είναι Αυτός που κρύβεται κάτω από τα ταπεινά στοιχεία του άρτου και του οίνου που κοινωνούμε στην θεία Ευχαριστία; Η χάρις Του ενεργεί μυστικά στην καρδιά μας. Να, η φανέρωσή Του!  Αν μάθουμε να Τον διακρίνουμε με τα μάτια της πίστεως και να ζούμε ενωμένοι μαζί Του, τότε κι Εκείνος θα μας ανακαινίσει κατά την επιθυμία μας, ώστε ανακαινισμένους να μας αναγνωρίσει ως δικούς Του, όταν θα φανερωθεί ένδοξος στην Δευτέρα Του Παρουσία, για να μας παραλάβει κοντά Του και να μας καταστήσει κοινωνούς της θεϊκής Του δόξης. Γι’ αυτό γράφει και ο Απόστολος Παύλος, «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. γ΄ 4).