Ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου εορτάζει και η Καπνικαρέα
Η Καπνικαρέα είναι ένα από τα πιο γνωστά εκκλησάκια της Αθήνας. Σημείο κατατεθέν και τόπος ραντεβού για πολλούς Αθηναίους καθημερινά. Και ενώ σχεδόν όλοι οι διερχόμενοι ξέρουν ότι το εκκλησάκι λέγεται Καπνικαρέα, λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν πως εορτάζει στις 21 Νοεμβρίου, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τα «Εισόδια της Θεοτόκου».
Η Καπνικαρέα, στο αρχικό κτίσμα είναι Ναός σταυροειδής μετά τρούλλου, ο οποίος στηρίζεται σε τέσσεροις κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα. Στην βόρρεια πλευρά του Ναού μεταγενέστερα προσετέθη Παρεκκλήσιο, τιμώμενο επ’ ονόματι της Αγίας Βαρβάρας. Στη δυτική πλευρά του κτίσματος υπάρχει Νάρθηκας, ο οποίος έχει μεταγενέστερη ηλικία από το Παρεκκλήσιο. Από τα τέσσερα ανοίγματα που υπάρχουν δυτικά, τα δύο μεσαία δίλοβα χωρίζονται με κίονες. Στη νότια πλευρά του Νάρθηκα υπάρχει μικρό Πρόστοο που στηρίζεται σε δύο κίονες. Πολλά γλυπτά και επιγραφές έχουν εντοιχισθεί στη δυτική πλευρά του Νάρθηκα και στους τοίχους του Παρεκκλησίου.
Η τοιχοποιία του ναού είναι πολύ επιμελημένη, με κανονικές στρώσεις και χρήση άφθονου κονιάματος. Το Πρόστοο που βρίσκεται στη νότια πλευρά, παρουσιάζει μεγάλες αναλογίες, σε σχέση με τις γνωστές της ομάδας των Εκκλησιών της Αργολίδος (Μέρμπακα, Χώνικα, Αγίας Μονής), που χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα. Το εσωτερικό του Ναού διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες αυστηρού Βυζαντινού τύπου, από τον Φώτιο Κόντογλου.
Η εκκλησία ονομάζεται «Καπνικαρέα», «Καμουκαρέα», «Καμουχαριώτισσα». Η ονομασία προέρχεται είτε από τη λέξη «Καπνικάριος», που σήμαινε το πιθανό επάγγελμα του κτίτορα, εισπράκτορα δηλαδή του «καπνικού» φόρου (=φόρου καπνοδόχου = φόρου οικοδομών), που πρώτος είχε επιβάλει ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ (802-811), είτε από πιθανή γειτνίαση της εκκλησίας με τα εργαστήρια των «καμουκάδων» η «καμουχάδων» (μεταξωτών υφασμάτων), είτε γιατί η εικόνα ήταν σκεπασμένη με «καμουκά», είτε γιατί έκαμε θαύματα-χάρες (κάμνει χάρες=καμουχαριώτισσα).
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν εκκλησία της Βασιλοπούλας και του Πρέντζα. Το 1834 ο ναός κινδύνευσε να ρυμοτομηθεί, αλλά σώθηκε με την επέμβαση του πατέρα του βασιλέα Όθωνα, Λουδοβίκου της Βαυαρίας.