H άμεση αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη από της τελευταίες πυρκαγιές, η μονή του Οσίου Λουκά, είναι στις άμεσες προτεραιότητες του αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών ηγούμενος και πέτυχε, σε συνεργασία με την Μελίνα Μερκούρη, να την αναδείξει σε προσκυνηματικό κέντρο.
Μετά και τις τελευταίες πυρκαγιές, η Εκκλησία φαίνεται να προβληματίζεται ιδιαίτερα για την πυροπροστασία των μοναστηριών και το επόμενο διάστημα αναμένεται να αναλάβει πρωτοβουλίες για την εκπόνηση σχετικών μελετών.
Ήδη, η μητρόπολη Δημητριάδος, με απόφαση του μητροπολίτη κ.Ιγνάτιου πρόκειται να εκπονήσει μελέτες για την εγκατάσταση μηχανισμών πυρασφάλειας για τη διαφύλαξη ιστορικών μονών και προσκυνημάτων της περιοχής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Tα τελευταία χρόνια πολλά μοναστήρια έχουν υποστεί ζημιές από τις πυρκαγιές με την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της μονής Βαρνάκοβας.
Η δημιουργία «αντιπυρικής ομπρέλας», πλέον, καθίσταται αναγκαία, τουλάχιστον για τα ιστορικά προσκυνήματα, αλλά σε όλη τη χώρα, αλλά και των μονών του Αγίου Όρους.
Η μονή Οσίου Λουκά
Τo σπουδαιότερο βυζαντινό μνημείο της Ελλάδας του 11ου αιώνα, η Μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, είναι κτισμένο στις δυτικές υπώρειες του Ελικώνα, κοντά στην αρχαία Στειρίδα. Η Μονή Οσίου Λουκά, η Αγιά-Σοφιά της Ρούμελης, περιλαμβάνεται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, από κοινού με τα άλλα δύο σωζόμενα μοναστήρια της μεσοβυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, τη Νέα Μονή και τη Μονή Δαφνίου. Ο Όσιος Λουκάς είναι ωστόσο μεγαλύτερος και διαφέρει από το Δαφνί και τη Νέα Μονή στο ότι είναι αφιερωμένος σε ένα μοναδικό Όσιο, τον Όσιο Λουκά, τον εν τω Στειρίω όρει ασκήσαντα (29 Ιουλίου 896 – 7 Φεβρουαρίου 953).
Το μοναστήρι με τις δύο μεγάλες εκκλησίες (το ναό της Παναγίας και το Καθολικό), την Κρύπτη, το καμπαναριό, τα κελλιά και τ’ άλλα κτίσματα, αφιερωμένο στον θαυματουργό τοπικό άγιο, απέκτησε σύντομα μοναδική ακτινοβολία και τούτο, γιατί η μορφή της τέχνης του θεωρείται πρότυπο για τα βυζαντινά μνημεία του 11ου αι. σε όλη την Ελλάδα.
Η ζωή του μοναστηριού, από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα, ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τους δύο πρώτους αιώνες της ύπαρξής της, η Μοναστική κοινότητα αποτελούσε πηγή Χριστιανικής πίστης και θείας ευλογίας.
Κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας, όταν στα 1204, μετά την Δ΄ Σταυροφορία, η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, κατέβηκε στη Στερεά Ελλάδα, έδιωξε τούς Ορθόδοξους Έλληνες μοναχούς από τον Όσιο Λουκά και εγκατέστησε Λατίνους, οι οποίοι λήστεψαν και γύμνωσαν τη Μονή. Στη συνέχεια, ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γοδεφρέδος Β΄ Βιλλαρδουίνος (1218-1245) λεηλάτησε τούς εναπομείναντες θησαυρούς της Μονής και τους μετέφερε στη Ρώμη.
Στα χρόνια του Δουκάτων Αθηνών-Θηβών (1205-1308) η οικογένεια των ντε λα Ρος κατείχε το μοναστήρι σαν αναπόσπαστο κληροδότημά της. Οι Καταλανοί, ύστερα από τη νίκη τους στην Κωπαΐδα (15 Μαρτίου 1311) και την κατάληψη της Λιβαδειάς, πραγματοποίησαν μία ακόμη λεηλασία. Όμως, όταν επισκέφθηκε το μοναστήρι ο πρώτος περιηγητής το 1436, ο λόγιος της Δύσης, Κυριακός ο Αγκωνίτης, βρήκε τη Μονή σε καλή κατάσταση και την ξεχώρισε από όλα τα μοναστήρια της Ελλάδος.
Κατά την Τουρκοκρατία, από το 1460 που υποτάχτηκε η Βοιωτία στους Τούρκους μέχρι την ημέρα της λευτεριάς, το μοναστήρι αγωνίστηκε για την ύπαρξή του. Ο Γάλλος περιηγητής Ιάκωβος Σπον, που επισκέφθηκε τη Μονή το Φεβρουάριο του 1676, αναφέρει ότι ήταν «ακμαιοτάτη και καλλίστη», ενώ ο Άγγλος περιηγητής Τζώρτζ Ουέλερ που την επισκέφθηκε τον ίδιο χρόνο, γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε ήθελε και αυτός να ασκητέψει εκεί.
Μεσολάβησαν η ανταρσία των Αλβανών του Μοριά (1677), η εξέγερση των Μανιατών και των Αιτωλοακαρνάνων αρματολών (1685), η επανάσταση της Βοιωτίας και της Φωκίδας (1687), με οδυνηρές συνέπειες για το μοναστήρι.
Στον πόλεμο Τούρκων και Ενετών (1714-15) καταληστεύτηκε για μία ακόμη φορά. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης Παπαζώλη-Ορλώφ το 1770, ο μεγάλος αρματολός της Ρούμελης Ανδρίτσος μετέβαλε το μοναστήρι σε στρατόπεδό του, με αποτέλεσμα να υποστεί η Μονή την εκδικητική μανία των Τούρκων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Στην Επανάσταση του 1821, η Μονή έγινε και πάλι το επαναστατικό ορμητήριο της Ρούμελης. Ο Δεσφινιώτης Ησαΐας, Δεσπότης Σαλώνων, ευλόγησε στις 27 Μαρτίου 1821 τα ρουμελιώτικα όπλα και κήρυξε επίσημα την Επανάσταση.
Μετά την πυρπόληση της Λιβαδειάς, τον Ιούνιο του 1821, από τον Ομέρ Βρυώνη, οι διασκορπισμένοι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στον Όσιο Λουκά και ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Μοριά. Από τον Όσιο Λουκά πάλι, ξεκίνησε, λίγους μήνες αργότερα, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ξαναπήρε τη Λιβαδειά. Κατά την κάθοδο του Δράμαλη, οι Τούρκοι αποτελείωσαν ότι απέμεινε στον Όσιο Λουκά (1822, 1823). Όμως και πάλι το μοναστήρι επιβίωσε, διαθέτοντας την τεράστια περιουσία του στον Αγώνα.
Μετά την απελευθέρωση, επί Καποδίστρια, το μοναστήρι ερήμωσε, όπως και κατά τη διάρκεια της μεσοβασιλείας (1831-1833), της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862) και στη μεσοβασιλεία του 1862-1863.
Με τον ερχομό του Γεωργίου του Α΄ (1863-1913) άρχισαν επισκευές στα κτίρια και ενισχύθηκαν τα οικονομικά της Μονής.
H μεγάλη προσφορά στον Αγώνα του 1821
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα Βοιωτικά Μοναστήρια αναδεικνύονται σε κινητήριες δυνάμεις του αγώνα των υπόδουλων Ρωμιών εναντίον των Τούρκων κατακτητών. Από το μεγαλόπρεπο βασιλομονάστηρο του Οσίου Λουκά ξεκινάει η φλόγα της Επανάστασης στη Ρούμελη το 1821 και στο ταπεινό μικρομονάστηρο του Αγίου Νικολάου στον Υψηλάντη, το 1829, υπογράφεται η λήξη του εννεαετούς πολέμου με τους Τούρκους, μετά την ήττα των Τούρκων στη Μάχη της Πέτρας υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ανδρέας Βερούσης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί, συνδέονται με τα μοναστήρια της περιοχής, όπως του Οσίου Λουκά, της Ιερουσαλήμ, του Οσίου Σεραφείμ, της Λυκούρεση, της Ευαγγελίστριας Ζαγαρά, του Αγίου Νικολάου, της Μακαριώτισσας και τα κάνουν ορμητήρια του επαναστατικού αγώνα. Εκεί συγκεντρώνουν τους επαναστατημένους Ρωμιούς, προετοιμάζουν και εφοδιάζουν το στρατό τους με πυρομαχικά και τροφές, που μαζεύουν οι μοναχοί και ξεχύνονται στη μάχη κατά του εχθρού για την λευτεριά της πατρίδας.
Στην Ιερά Μονή του Οσίου Λουκά, την 27η Μαρτίου 1821, κηρύσσεται η Επανάσταση στη Ρούμελη με επικεφαλής τον Δεσπότη των Σαλώνων Ησαΐα, τον Αθανάσιο Διάκο και τον εκπρόσωπο της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιο Ζαρείφη· στο Καθολικό της Μονής γίνεται δοξολογία, ευλογούνται τα όπλα και όλοι, κλήρος και λαός, ξεχύνονται στον αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ο Αθανάσιος Διάκος ξεκινάει για να καταλάβει τη Λιβαδειά, ο Ησαΐας Σαλώνων φεύγει για την Άμφισσα, μεταφέροντας το μήνυμα της Επανάστασης στη Δωρίδα και τη Λοκρίδα, ενώ οι μοναχοί της Μονής, εκατό τον αριθμό, μαζί με τους κατοίκους των γύρω χωριών, κατευθύνονται στο Δίστομο, όπου συλλαμβάνουν τον Αστυνόμο του Διστόμου και αδελφό του βοεβόδα της Λιβαδειάς με τη συνοδεία του. Ο Όσιος Λουκάς γίνεται ορμητήριο των επαναστατημένων και διατρέφει τα στρατεύματα που καταλύουν στο μοναστήρι. Όταν το 1823 ο στρατός του Μπερκόφτσαλη καταστρέφει τα πάντα στο διάβα του, αρπάζοντας τις τροφές και καίγοντας τα χωριά, το Μοναστήρι γίνεται τροφός και καταφύγιο των υπόδουλων Ρωμιών. Το Μοναστήρι, σύμφωνα με έγγραφα που έχουν σωθεί, προμηθεύει με τρόφιμα και χρήματα τον αγώνα και τους οπλαρχηγούς Διάκο, Ανδρούτσο, Γκούρα, Κριεζώτη, Τζαβέλλα, Καραϊσκάκη, κ.ά. Από 27 Μαρτίου μέχρι 6 Απριλίου του 1821, διέτρεφε όλο τον στρατό του Διάκου. Επίσης, έδωσε στην Εφορία της Λιβαδειάς 300 γρόσια για την Επανάσταση.
Η προσφορά
Το 1823 έδωσε 191 οκάδες λάδι.
Το 1824 έδωσε προς την εφορία και τον στρατό του Οδυσσέα Ανδρούτσου, σύμφωνα με έγγραφο της Εφορίας Λιβαδειάς, 71 οκάδες λάδι, 461 οκάδες ψωμί, 20.250 οκάδες σιτάρι, 7.533 οκάδες κριθάρι, 1.450 αιγοπρόβατα, 3.200 οκάδες οίνο, 950 οκάδες τυρί, 3.250 οκάδες ελιές.
Το 1824 σε στράτευμα στο Δίστομο, έδωσε ψωμί, 50 αιγοπρόβατα και 397 οκάδες λάδι.
Το 1826 έδωσε 900 οκάδες αλεύρι και 700 γρόσια.
Το 1828 έδωσε 80 οκάδες κρασί, 50 οκάδες ελιές και 20 λάδι.
Το 1829 έδωσε 1.540 οκάδες κρασί, 210 οκάδες ελιές, 230 τυρί, 75 οκάδες σίτο, 140 οκάδες όσπρια, 450 οκάδες κριθάρι, 52 οκάδες λάδι, 12 αίγες, 10 οκάδες αραβόσιτο, καθώς και 2.000 γρόσια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»