Στην προσφώνηση του νέου Διακόνου ο Μακαριώτατος, μεταξύ άλλων, είπε: Πρόκειται γιὰ ἕναν νέον ἄνθρωπο, ποὺ τὸν γνωρίζω ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρό.
Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς γνωριμίας, ἐξετίμησα τὸ ἐκκλησιαστικό του ἦθος, τὴν ἀφοσίωσή του στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, τὴν ἐπιμονή του στὴ φιλομάθεια. Πρὸ ὀλίγου καιροῦ ἔλαβε καὶ τὸ πτυχίο του ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὅλα αὐτὰ παραπέμπουν στὴν οἰκογένειά του, στοὺς ἄξιους γονεῖς του, ποὺ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη τὸν μεγάλωσαν καὶ σήμερα τὸν καμαρώνουν ἀνάμεσά μας, μαζὶ μὲ μᾶς.
Ἀγαπητέ μου πατέρα Ἱερώνυμε,
ἀγαπητοί μου χριστιανοί, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅλα τὰ ἱερὰ μυστήρια τελοῦνταν ἐντὸς τῆς θείας Λειτουργίας. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὅμως, ὅλα ἀποσυνδέθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Ἱεροσύνης. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ σκεφθοῦμε ὅτι τοῦτο δὲν ἦταν τυχαῖο.
Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μία χειροτονία ἐπισκόπου, ἱερέως, διακόνου ἐκτὸς τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ ἱεροσύνη παραπέμπει πάντοτε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστός, μετὰ ἀπὸ τὴ Σάρκωσή Του, δὲν νοεῖται χωρὶς καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του. Δὲν νοεῖται χωρὶς τὴ Σύναξη τῶν πιστῶν, τὴν Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἱεροσύνη εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, εἴτε μέσα ἀπὸ τὸ λειτούργημα τοῦ διακόνου, εἴτε τοῦ ἱερέα, εἴτε τοῦ ἐπισκόπου. Βεβαίως, μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνεται μία συγκεκριμένη ἱεραρχία, τὸ κέντρο τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἐπίσκοπος σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἱερέας δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει τίποτε χωρὶς νὰ μνημονεύσει τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου.
Ἡ χειροτονία λοιπὸν σήμερα τοῦ ἀδελφοῦ μας Ἱερωνύμου εἰς διάκονον μᾶς ὁδηγεῖ στὶς παρακάτω σκέψεις. Πρὶν λίγο, συνδέσαμε τὴν ἱεροσύνη μὲ τὴ θεία Λειτουργία καὶ τὴ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Διακονία ὅμως σημαίνει φροντίδα, ὑπηρεσία, βοήθεια, ἐξυπηρέτηση, μέριμνα. Καὶ τὸ μοναδικὸ τέλειο πρότυπο διακονίας καὶ διακόνου εἶναι μόνον ὁ Χριστός, μὲ βάση τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ διαφέρει αὐτὴ ἡ διακονία ἀπὸ τὶς ἄλλες διακονίες, μέριμνες, φροντίδες, ἐξυπηρετήσεις, ποὺ παρέχουν ἡ Πολιτεία καὶ οἱ κοινωνικοὶ θεσμοί; Ὑπάρχει διαφορά; Ὑπάρχει, καὶ τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ τῆς διακονίας αὐτῆς τὴν ἀποκαλύπτει ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ λόγια του. «Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ διακονηθῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονήσω». «Ἤλθα γιὰ νὰ χαρίσω αἰώνια ζωὴ καὶ περίσσευμα ζωῆς».
Στὴ λεγόμενη Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ στὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, στὸ 17ο κεφάλαιο, ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ σχέση Του μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὴ σχέση Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐκεῖ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς προετοιμάζει γιὰ τὴν ἀποστολή τους, μὲ τὸ νὰ τοὺς μυσταγωγήσει στὴ δική Του ἀποστολή, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὸ νὰ δώσει ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους. Ἐκεῖ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ἀποστολή Του ὡς Θεανθρώπου ἦταν νὰ δώσει «ζωὴν αἰώνιον» στοὺς ἀνθρώπους, γνωρίζοντας τοὺς μαθητές Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι προέρχεται μόνον ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ συνεχίζει ὁ Χριστὸς νὰ προσεύχεται στὸν πατέρα Του, λέγοντας ὅτι: «Φανέρωσα τὸ ὄνομά σου στοὺς μαθητὲς ποὺ ἐσὺ ἀπέσπασες ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο». Καὶ παρακάτω: «Ὅπως Ἐσὺ ἀπέστειλες ἐμένα στὸν κόσμο, ἔτσι κι ἐγὼ ἀπέστειλα τοὺς μαθητές μου στὸν κόσμο».
Ἑπομένως, ἡ ἀποστολὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν διαδόχων των εἶναι νὰ χαρίσουν ζωὴ στὸν κόσμο. Θὰ μποροῦσε ὅμως κάποιος νὰ ρωτήσει: «Δὲν ἔχουν ζωὴ οἱ ἄνθρωποι;».
Βεβαίως ὑπάρχει μία βιολογικὴ ζωή. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ πρωταρχικὴ κλήση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ αἰώνια ζωὴ δὲν πραγματοποιήθηκε λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Ἀπὸ τότε, ὁ κόσμος καταδυναστεύεται ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ἐκδηλώνονται καὶ μὲ τὸν τερματισμὸ τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ διατάραξη τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ τὸ περιβάλλον. Αὐτὸ ἐκφράζεται στοὺς πολέμους, στὶς καταστροφές, στὶς ἀρρώστες, στὸ μῖσος καὶ τὴν κακία ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ. Τότε εἶναι ποὺ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει νόημα.
Σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅμως, ὁ Χριστὸς ἔρχεται γιὰ νὰ δώσει ζωὴ στὸν ἄνθρωπο καὶ νόημα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἠ αἰώνια ζωὴ καθαυτὴν ταυτίζεται μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἴσοδος στὴ Βασιλεία Του ὅμως προϋποθέτει τὴ μετάνοια: «Μετανοεῖτε· ἥγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἡ μετάνοια εἶναι μία στάση ζωῆς, μία μεταστροφὴ πρὸς τὴν ἀλήθεια. Γιὰ μᾶς ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ στροφὴ λοιπὸν αὐτὴ πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν Χριστὸ συγχωρεῖ κάθε προβληματικὸ παρελθόν μας. Ἑπομένως, ἡ ἀποστολὴ τῆς ἱεροσύνης κυρίως εἶναι νὰ ἀναγγέλλει στὸν κόσμο πῶς θὰ ζήσει αἰώνια. Μία αἰωνιότητα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωή, ἐὰν τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ κύρια καὶ πρωταρχικὴ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι: «Νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ». Καὶ ἡ ἀγάπη, τὴν ὁποία μᾶς ἀναγγέλλει ὁ Χριστός, δὲν σχετίζεται μὲ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἀγαποῦν μόνον, ἀλλὰ νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς μισοῦν.
Οἱ ἱερεῖς, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἀντίστοιχα, καλοῦνται μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινότητά τους νὰ προβάλλουν αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι, συχνὰ ἀποτυγχάνουμε. Ἡ προοπτικὴ καὶ ὁ τρόπος λειτουργίας τῆς ἱεροσύνης, ποὺ περιγράψαμε, συχνὰ ἀδυνατίζει ἀπὸ τὶς δικές μας ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Γι’ αὐτό, ἡ μέγιστη μάχη κάθε χριστιανοῦ, καὶ ἰδίως κάθε ἱερωμένου, βρίσκεται στὸ νὰ δίνει προτεραιότητα ὄχι στὸ δικό του θέλημα, ἀλλὰ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λένε οἱ μεγάλοι ἀσκητές, γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, νὰ βάλεις δηλαδὴ σὲ προτεραιότητα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι νὰ λάβεις πνεῦμα Χριστοῦ, πρέπει νὰ δώσεις αἷμα.
Ἀγαπητέ μου πατέρα Ἱερώνυμε,
ὅπως θὰ ἔχεις ἤδη καταλάβει, ἡ ἱεροσύνη εἶναι μία πορεία σὲ τεντωμένο σκοινί, εἶναι μία σχοινοβασία, ἰδιαιτέρως στοὺς ρευστοὺς καὶ ἀβέβαιους καιρούς μας. Καὶ ὁ μόνος τρόπος νὰ τὴν ὑπηρετήσεις πιστὰ εἶναι μέσῳ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ταπείνωσης.
Αὐτὲς τὶς σκέψεις, ὅσο μπορεῖς, κράτησέ τις μέσα στὴν καρδιά σου καὶ εἶμαι σίγουρος ὅτι, παρὰ τὶς ὅποιες ἀντιξοότητες ποὺ ἀναπόφευκτα θὰ δοκιμάζεις, νὰ ἐπιμένεις νὰ ἐπιλέγεις πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ὅποιο δικό σου θέλημα.
Φωτογραφία αρχείου: Χρήστος Μπόνης