H παρουσίαση του Τιμητικού Τόμου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με αφορμή τη συμπλήρωση της 15ετούς ευκλεούς πρωθιεραρχικής διακονίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου πραγματοποιοήθηκε σήμερα το απόγευμα στην κεντρική αίθουσα του Πανεπιστημίου.
Παρέστησαν ο Μητροπολίτης Λαοδικείας κ. Θεοδώρητος, Διευθυντής Εκπροσωπήσεως του Γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα, ο Μητροπολίτης Γουινέας κ. Γεώργιος, Εκπρόσωπος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας στην Αθήνα, ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ Γρίβας, Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα, πολλοί Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, ακαδημαϊκοί, Διευθυντές Υπηρεσιών της Συνόδου και της Αρχιεπισκοπής, πολιτευτές, εκπρόσωποι των Τοπικών Αρχών, κλήρος και λαός.
Μετά την προσφώνηση από τον Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθηγητή Μελέτιο-Αθανάσιο Κ. Δημόπουλο και τον χαιρετισμό από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών αναπληρωτή καθηγητή Χρήστο Καραγιάννη παρουσιάστηκε ο Τιμητικός Τόμος από τον Πρόεδρο του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας, Μητροπολίτη Κρήνης και Πατριαρχικό Έξαρχο Μελίτης, κ. Κύριλλο.
Ακολουθεί η Ομιλία του κ.Ιερώνυμου:
«’Iδού δη τι καλόν η τι τερπνόν, αλλ’ η το κατοικείναδελφούς επί το αυτό;»
Η σημερινή σύναξη, με την ευκαιρία της εκδόσεως τιμητικού τόμου, για τη συμπλήρωση 15 ετών διακονίας μου στην προεδρία της Ιεράς Συνόδου και στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο Αθηνών, αποτελεί σημαντική στιγμή στη ζωή μου. Βλέπω όλους εσάς, «ως νεόφυτα ελαιών», μαζί μου απόψε εδώ «επί το αυτό», «φέροντας κλάδους αγαθοεργίας»!
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχει περάσει και σε εμάς τους εκκλησιαστικούς η θύραθεν συνήθεια των Ιωβηλαίων και των επετείων. Με αυτήν την αφορμή, εκθειάζονται τα έργα συνανθρώπων μας. Δεν σας κρύβω ότι δεν βρίσκω αυτή τη συνήθεια τόσο απαραίτητη στον εκκλησιαστικό χώρο.
Παρ᾽ όλα αυτά, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον αξιότιμο Κοσμήτορα της θεολογικής σχολής Αθηνών κ. Χρήστο Καραγιάννη για την πρωτοβουλία αυτή, τους αρθρογράφους για τον μόχθο τους και όσους κοπίασαν για την έκδοση του τόμου. Εύχομαι τα κείμενα να προωθήσουν τον θεολογικό προβληματισμό, που είναι απαραίτητος και σήμερα.
Καταλαβαίνω το δώρημα της τιμής με την παρούσα έκδοση. Μιάς τιμής που αυξάνει από την πάνδημη παρουσία όλων σας, αλλά και από όσα υπερβαλλόντως ακούστηκαν και γράφτηκαν. Την αποδέχομαι, αλλά ως μια τιμή που ανήκει σε Εκείνον που καθόρισε τη ζωή μου, δηλαδή στον Χριστό.
Και αυτό δεν είναι ένα σχήμα λόγου. Το εννοώ απόλυτα και το διευκρινίζω. Συχνά με ρωτούν: ποιο είναι το όραμά σας για τήν Εκκλησία; Και αναρωτιέμαι: Είναι δυνατόν να έχει κάποιος όραμα για την Εκκλησία πέρα από το όραμα του ίδιου του Ιδρυτή της;
Το όραμα του Θεανθρώπου περιγράφεται στη φράση:«μετανοείτε, ήγγικεν η Βασιλεία των ουρανών». Αυτή τη βασιλεία προγευόμαστε στην Εκκλησία. Η καθοριστική σύνδεσή της με την Εκκλησία εμφαίνεται στην έναρξη της Θείας Ευχαριστίας με το: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Η Βασιλεία αυτή είναι αγάπης και ελευθερίας. Διότι «επ᾽ ελευθερία» εκλήθημεν, ίνα αγαπάμε αλλήλους. Εδώ όμως η αγάπη και η ελευθερία δεν προσεγγίζονται ψυχολογικά, αλλά οντολογικά. Ο μόνος τρόπος να ζει ο άνθρωπος, και όχι απλώς να επιβιώνει, είναι να ενταχθεί στο πλέγμα σχέσεων αγάπης και ελευθερίας της Αγίας Τριάδος, διά του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι.
Τότε σέβεται την ελευθερία του άλλου – όχι όπως ο ίδιος νομίζει, αλλά όπως ο Χριστός μας υπέδειξε. Η εν Χριστώ αγάπη δεν είναι μια θεωρητική τοποθέτηση αλλά μια έμπρακτη συγκεκριμένη θέαση σύμπαντος τούκόσμου. Κατ᾽ αυτή τη θέαση, «η καρδία μας φλέγεται υπέρ πάσης της κτίσεως των δαιμόνων μήεξαιρουμένων».
Επομένως ένας εκκλησιαστικός άνθρωπος, πόσω μάλλον ένας ιερωμένος, δεν επιτρέπεται να ταυτίζει την αποστολή του με τις όποιες δικές του δράσεις η ενέργειες. Καλείται να την ταυτίζει με την προβολή όσων ο Χριστός έπραξε υπέρ της σωτηρίας μας.
Γι᾽ αυτό, λοιπόν, δεν τίθεται θέμα δικού μου οράματος. Τίθεται θέμα κατά πόσο εξέφρασα και ανήγγειλα στους ανθρώπους, όλα αυτά τα χρόνια, το όραμα του Χριστού, ως χριστιανός, ως ιερέας και ως επίσκοπος. Με την πείρα των 85 χρόνων μου θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ακόμα μερικές σκέψεις. Γεννήθηκα δύο χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του ᾽40. Έζησα τον εμφύλιο, και τις δύσκολες δεκαετίες που ακολούθησαν.
Τα πάθη ήταν πολύ έντονα. Η κοινωνία βαθιά διχασμένη και τραυματισμένη. Όλοι – απλοί πολίτες, πολιτικά κόμματα και παρατάξεις, θρησκευτικές κινήσεις, καθένας από τη δική του πλευρά και θέση, ονειρεύονταν ένα καινούργιο, καλύτερο κόσμο. Και πραγματικά, σ᾽ ένα επίπεδο, ο κόσμος άλλαξε. Με αξίνες και φτυάρια ανοίξαμε δρόμους. Φτιάξαμε εργοστάσια και παραγωγικές υποδομές.
Αλλά, την ίδια στιγμή, η επαρχία άρχισε να ερημώνει και η αστυφιλία να γιγαντώνεται. Η πατρίδα μας μπήκε σε τροχιά εκσυγχρονισμού, ανάπτυξης και προόδου. Αλλά πίσω από κάθε ανθρώπινη ενέργεια πάντοτε υπάρχει ένα σκεπτικό. Και ο εκσυγχρονισμός αυτός εκπροσωπούσε ένα συγκεκριμένο σκεπτικό: Την αποξένωση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Δεν αναφέρομαι τόσο στις ευκολίες που έχουμε σήμερα λόγω της τεχνολογικής προόδου. Αναφέρομαι στο πνεύμα που αυτή η πρόοδος εκφράζει, το οποίο μεταβάλλει τον τρόπο θέασης και τη στάση μας απέναντι στον Θεό, τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Τα αποτελέσματα αυτών των εισαγόμενων αλλαγών εκδηλώθηκαν εντονότερα από τη μεταπολίτευση και εξής. Αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους της βαθιάς δομής της ιστορίας, η όλη διαδικασία είναι σύγχρονη με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Ενός κράτους που ξεπήδησε μέσα από τα οράματα και τα θάματα της Επανάστασης. Και που, δυστυχώς, υπό το βαυαρικό καθεστώς αλλά και τη μετακένωση των δυτικών αντιλήψεων, έφτασε στη στείρα μίμηση των δυτικών τρόπων. Όχι στην κριτική τους επεξεργασία και στη δημιουργική τους αφομοίωση.
Αυτές οι δυτικές αντιλήψεις έχουν ως κέντρο τους τη λατρεία της προόδου. Σχεδόν τη θεοποίησή της. Μετά την Αναγέννηση, ο άνθρωπος άρχισε να αποκτά όλο και περισσότερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.
Μπόρεσε, με την επιστήμη και τον ορθολογισμό, να καταλάβει κάποια από τα «μυστήρια» του κόσμου.
Πίστεψε ότι παρομοίως μπορεί να λύσει όλα τα κοινωνικά, οικονομικά, και ατομικά προβλήματα. Και κάτι περισσότερο: Να λυτρώσει ολόκληρο τον κόσμο.
Η έννοια της προόδου διαπότισε την κοσμική αντίληψη της ιστορίας από τον 18ο αιώνα. Θεωρήθηκε ότι με τη χρήση του ορθού λόγου, η ανθρωπότητα θα εξελιχθεί και θα βελτιωθεί. Και ο κόσμος θα γίνει καλύτερος στο εδώ και τώρα.
Έτσι, ο Διαφωτισμός πίστεψε ότι, μέσω της παιδείας, το ανθρώπινο γένος θα προοδεύσει και θα φθάσει στην τελειότητα. Η έννοια της προόδου απέκτησε χιλιαστική διάσταση. Η αντίληψη για τη χιλιετία, που ξεκινάει από τους Ιουδαίους, ερμηνεύθηκε εδώ ιστορικά και όχι εσχατολογικά.
Όμως, μετά από 85 χρόνια ζωής, στη διάρκεια των οποίων συνεργάστηκα με 2 Αρχιεπισκόπους, 3 Προέδρους Δημοκρατίας, 10 Πρωθυπουργούς, αρχηγούς αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπουργούς και άλλους παράγοντες, έχω να σας πω ότι τα προβλήματα του ανθρώπου είναι διαχρονικά και κατά βάση θεολογικά.
Και δεν λύνονται κατ᾽ ουσία δίχως τον Θεό. Βεβαίως οι άνθρωποι κατορθώνουμε να βελτιώνουμε πράγματα και καταστάσεις του κόσμου τούτου. Την ίδια στιγμή όμως δημιουργούμε νέα προβλήματα. Ένας φαύλος κύκλος προκύπτει δίχως Θεό. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η αδυναμία να τεθούν ηθικοί όροι, η πρόταξη του κέρδους επέφεραν τη μόλυνση της κτίσεως, την υπερθέρμανση του πλανήτη κλπ.
Πέραν αυτού, παρ᾽ όλη την πρόοδο, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει μετακινηθεί ούτε χιλιοστό από τόβάρος των άλυτων υπαρξιακών ζητημάτων. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου δεν μπορεί να καταστείλει τήνέντασή τους. Βλέπετε τι γίνεται στη γειτονιά μας: δύο λαοί αλληλοσπαράσσονται. Μιλάμε για ειρήνη, αλλά προσπαθούμε να την εξασφαλίσουμε με στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Όλα αυτά συμβαίνουν διότι, κινούμαστε από τη θέληση για ισχύ και δύναμη, όπως έλεγε ο αείμνηστος Καστοριάδης. Ο κόσμος μπορεί να βελτιώνεται σε βαθμό βιοτικού επιπέδου. Μπορεί να φθάνει στο φεγγάρι. Από την άλλη όμως είναι στην εποχή του λίθου!
Όσο αποδίδουμε απόλυτη αξία σ᾽ αυτή τη βελτίωση καίτήν πρόοδο, τόσο η ανθρώπινη ύπαρξη θα τελματώνει και θα κακοφορμίζει. Τα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου είναι εδώ παρόντα και επείγουν όπως πάντα.
Σε όλα αυτά, η Εκκλησία μας υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί αυτά τα προβλήματα να τα λύσει μόνος του. Γιατί δεν μπορεί να λυτρωθεί μόνος του από τη φθορά. Ούτε να δώσει μόνος του νόημα στον κόσμο. Όλα λυτρώνονται από Κάποιον εκτός του κόσμου.
Η Εκκλησία μας υπενθυμίζει ακόμη ότι κόσμος δεν μπορεί εδώ και τώρα να γίνει Βασιλεία. Ωστόσο, υπάρχει η ελπίδα, γιατί ο Χριστός έχει τον τελευταίο λόγο. Και εν τη Εκκλησία μυστηριακά απεργάζεται τον Ερχομό της Βασιλείας Του.
Γι᾽ αυτό, στον ρευστό και ταραγμένο κόσμο μας, δεν ανησυχώ για το μέλλον της Εκκλησίας. Γιατί το μέλλον της Εκκλησίας, ευτυχώς, δεν εξαρτάται από εμάς τους ανθρώπους. Κανένας μας, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, δεν μπορεί να προσβάλλει την Εκκλησία. Αλλά και όσο άγιος κι αν είναι, δεν μπορεί να δώσει ταυτότητα στήν Εκκλησία.
Γι᾽ αυτό, σε όσους μου λένε ότι η Εκκλησία επηρεάζεται από ανθρώπινες ενέργειες, απαντώ ότι φθάνουν σε αυτό το συμπέρασμα, γιατί προσεγγίζουν την Εκκλησία εκκοσμικευμένα.
Ευτυχώς η ταυτότητα της Εκκλησίας δίδεται μόνο από το πρόσωπο του Χριστού. Μπορεί μία εκκλησιαστική κοινότητα να πάψει να είναι Εκκλησία σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Μπορεί ως άνθρωποι να αστοχούμε, αλλά η Εκκλησία ως σώμα Χριστού δεν επηρεάζεται στην ουσία της.
Αυτή είναι η θεολογική αλήθεια που πρέπει να μας απασχολεί. Και όχι να εστιάζουμε σε επουσιώδη έθιμα. Η Εκκλησία, ως ένας τρόπος ζωής που προτυπώνει την ερχόμενη Βασιλεία, πάντα θα υπάρχει. Όσο και αν συρρικνώνεται, όπως η μαγιά θα αρκεί για να οδηγήσει, αθόρυβα και μυστηριακά, τον κόσμο προς την ερχόμενη Βασιλεία.
Με αυτές τις σκέψεις πορεύτηκα στη διακονία μου. Γι᾽ αυτό και δεν θεωρώ ότι προσέφερα κάτι στην εκκλησία. Η Εκκλησία μου προσέφερε νόημα ζωής και τρόπο ύπαρξης. Και αυτός ο τρόπος με έμαθε να σέβομαι την ελευθερία του συνανθρώπου μου, ακόμα και όταν διαφωνώ.
Μπορεί να έχω θυμώσει με τη διαφωνία. Αλλά προσπάθησα να τη διαχειριστώ ως μια αποτυχία μου. Και ακόμη κι όταν θύμωνα, προσπαθούσα να μην κατηγορώ και να μην επικρίνω. Τις περισσότερες φορές, περπάτησα σ᾽ αυτό το μονοπάτι.
Αυτό μου χάρισε τη δυνατότητα της υπομονής. Μιάς υπομονής που δεν προέκυπτε από αδυναμία, αλλά από επιλογή. Και όλα αυτά, γιατί σκεπτόμουν ότι ο κάθε άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο από τα συμβεβηκότα του.
Δεν σας κρύβω ότι συχνά απογοητεύθηκα. Αλλά είμαι σίγουρος ότι κι εγώ θα απογοήτευσα το ίδιο, ίσως και περισσότερο. Οι ανθρώπινες σχέσεις, όμως, δεν κρίνονται από αυτά. Κρίνονται από το αν, σε κάθε στιγμή, μπορούμε να προτάξουμε το όραμα του Χριστού έναντι του ατομικού μας θελήματος.
Συχνά άλλοι μου παραπονούνται και άλλοι με εγκαλούν γιατί δεν μιλάω. Μας διαφεύγει όμως ότι θέλει περισσότερη δύναμη να μη μιλάς από το να μιλάς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συστήνει να κάνουμε όπως ο Χριστός. Κι αν μας φέρουν μπροστά στον Ηρώδη, να μη μιλήσουμε. Περισσότερο θα σεβασθεί τη δική μας σιωπή, παρά τα πολλά λόγια των άλλων.
Αυτό που χαρακτηρίζει την πορεία του Χριστού είναι ότι δεν επεδίωξε τον εντυπωσιασμό. Γι᾽ αυτό αγωνίζομαι και κινούμαι αθόρυβα και διακριτικά. Ο,τι έκαμα όλα αυτά τα χρόνια της διακονίας μου, δεν σχετίζονται με την ταυτότητα της Εκκλησίας και ούτε εξαντλούν την αποστολή της.
Το εκκλησιαστικό γεγονός δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση τρεχουσών ανθρώπινων αναγκών. Αυτό μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε άλλος θεσμός. Η Εκκλησία όμως δεν αλλάζει τον κόσμο με κοσμικούς τρόπους. Αν για κάτι δοξάζω τον Θεό, είναι ότι συνειδητά δεν ταύτισα την Εκκλησία με το έργο μου.
Και όπως έλεγε ο Μητροπολίτης Περγάμου κυρός Ιωάννης, που συχνά είχα τη χαρά της επικοινωνίας μαζί του, η Εκκλησία δεν σώζει με όσα λέει η κάνει, αλλά με αυτό που είναι. Και το είναι της Εκκλησίας, η Κεφαλή, το εγώ της, είναι ο Χριστός. Ας μην ξεχνούμε ότι «ουκ άγγελος, ουκ άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο Κύριος ήλθε και έσωσεν ημάς».
Φωτό: Χρήστος Μπόνης / Εκκλησία Ελλάδος