Ο Σεβασμιώτατος Βεροίας στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Καί ἰδών αὐτήν ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καί εἶπεν αὐτῇ· μή κλαῖε».
Στήν εἴσοδο τῆς πόλεως Ναΐν ὁ Χριστός καί τό πλῆθος πού τόν ἀκολουθεῖ συναντοῦν μία νεκρική πομπή. Μία μητέρα συνοδεύει τόν νεκρό υἱό της στήν τελευταία του κατοικία, καί ὅλη ἡ πόλη συμπαραστέκεται στή θλίψη καί στήν ὀδύνη της.
Ἡ ἐξέλιξη τῆς συναντήσεως εἶναι γνωστή. Ὁ Χριστός δέν μένει ἀσυγκίνητος στόν πόνο τῆς μητέρας, ἡ ὁποία δοκιμάζει μετά τή στέρηση τοῦ συζύγου της καί τή στέρηση τοῦ μοναδικοῦ της παιδιοῦ.
«Καί ἰδών αὐτήν ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καί εἶπεν αὐτῇ· μή κλαῖε», σημειώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής. Αἰσθάνθηκε ὁ Χριστός τόν πόνο της καί τήν προέτρεψε νά μήν κλαίει. Ἡ προτροπή του ὅμως δέν ἦταν ἕνας κενός λόγος ἀπό αὐτούς πού λέμε συνήθως γιά νά παρηγορήσουμε τούς συνανθρώπους μας, ὅταν δέν μποροῦμε νά κάνουμε κάτι ἄλλο. Γιά τόν Χριστό ἡ προτροπή αὐτή ἔχει περιεχόμενο καί οὐσία, γιατί δέν προτρέπει ἁπλῶς τή χήρα μητέρα νά μήν κλαίει, ἀλλά προχωρεῖ ἕνα βῆμα πιό πέρα καί ἀναιρεῖ τήν αἰτία τῆς θλίψεώς της, καταργεῖ τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο ἡ πονεμένη μητέρα θρηνεῖ καί ὀδύρεται, ἀνασταίνοντας τό παιδί της.
Θαῦμα μοναδικό εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ νέου τῆς Ναΐν. Θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πού ξαναδίδει τή ζωή σέ ἕνα νέο παιδί πού τήν ἔχασε πρόωρα. Θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιά μία μητέρα πού ἀποκτᾶ καί πάλι τήν ἐλπίδα καί τό στήριγμά της. Θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ὅμως καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ, γιατί δείχνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς, καί ὁ θάνατος δέν ὑπερβαίνει τή δύναμή του. Μπορεῖ ὁ θάνατος νά εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας καί νά ἀποτελεῖ τό κοινό τέλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅμως καί αὐτός ὑπόκειται στή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι αὐτός πού ὁρίζει τόν χρόνο καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργεῖ στή ζωή μας. Ὁ Χριστός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος μέ τό σημερινό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ νέου τῆς Ναΐν μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ θάνατος μπορεῖ νά ἀποτελεῖ ἕνα γεγονός στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν ἀποτελεῖ τήν ὁριστική κατάληξή της. Διότι ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά τόν θάνατο, ἀλλά γιά τή ζωή, τόν ἔπλασε γιά νά ζήσει αἰώνια κοντά του, ἐφόσον βεβαίως ἔχει ζήσει κατά τήν ἐπίγεια ζωή του σύμφωνα μέ τό θέλημα καί τίς ἐντολές του.
Τήν πραγματικότητα αὐτή ἐπιβεβαιώνουν καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας πού τιμοῦμε καθημερινά, πού προσκυνοῦμε τά σεπτά καί χαριτόβρυτα λείψανά τους, πού ἀσπαζόμεθα τίς ἱερές τους εἰκόνες, πού βιώνουμε τά θαύματά τους, πού ἀκοῦμε τόν λόγο τους καί διδασκόμεθα ἀπό τή ζωή τους. Γιατί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι νεκροί ἀλλά ζῶντες. Ζοῦν ἐν Χριστῷ, ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, ζοῦν ἀνάμεσα στούς πιστούς καί ἀκοῦν τίς προσευχές μας καί πρεσβεύουν στόν Θεό γιά χάρη μας καί θαυματουργοῦν στή ζωή μας.
Καί ἕναν τέτοιο ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει αὔριο, ἔχουμε καθιερώσει ὅμως ἀπό χρόνια νά τιμοῦμε ἐδῶ στήν ἐνορία σας, τιμοῦμε σήμερα. Τιμοῦμε τόν ἅγιο Φιλόθεο τόν Κόκκινο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τόν φίλο καί συνέκδημο τοῦ ἄλλου μεγάλου ἁγίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ θαυματουργοῦ, τόν ὁποῖο τιμᾶ ἰδιαιτέρως ἡ τοπική μας Ἐκκλησία ὡς ἀσκητή στή Σκήτη τῆς Βεροίας.
Καί ὅπως ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος τιμοῦσε τόν φίλο του καί συναγωνιστή του στόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, ἔτσι καί ἐμεῖς τιμοῦμε σήμερα τή μνήμη του καί ἀναθεωροῦμε, κατά τήν προτροπή τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, «τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς» του. Διότι αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων καί τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τους. Εἶναι νά διδαχθοῦμε ἀπό τή ζωή τους καί ἀπό τίς ἀρετές τους. Καί ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος μᾶς διδάσκει μέ τή βαθειά πίστη καί ἀγάπη του στόν Χριστό πού τόν ὁδήγησε ὄχι μόνο νά τοῦ ἀφιερώσει τή ζωή του, ἀλλά καί νά ἀγωνισθεῖ ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς διδάσκει μέ τήν πιστότητά του στήν Ἐκκλησία καί τή διδασκαλία της. Μᾶς διδάσκει μέ τήν ἐγκράτεια καί τήν ἀσκητικότητα μέ τήν ὁποία ἔζησε καί στό Ἅγιο Ὄρος καί ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μᾶς διδάσκει μέ τόν σεβασμό καί τήν τιμή πού ἀπέδιδε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά πολλούς ἀπό τούς ὁποίους συνέθεσε ὕμνους καί ἐγκώμια. Μᾶς διδάσκει ἀκόμη μέ τήν προσευχή του, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε γι᾽ αὐτόν διαρκές ἐντρύφημα καί πηγή δυνάμεως καί χάριτος, καί ἰδιαίτερα ἡνοερά προσευχή, τήν ὁποία ἀσκοῦν οἱ μοναχοί καί ἰδιαίτερα οἱ Ἁγιορεῖτες.
Δέν ἔχει σημασία, ἄν ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος ἔζησε πρίν ἀπό 650 περίπου χρόνια. Συνεχίζει νά ζεῖ καί νά μᾶς διδάσκει μέ τό παράδειγμά του, νά μᾶς διδάσκει μέσα ἀπό τά ἔργα του. Σέ μᾶς, λοιπόν, ἐπαφίεται, ἐάν θέλουμε νά αἰσθανόμεθα τή ζῶσα παρουσία του στή ζωή μας καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐάν θέλουμε πράγματι νά τόν τιμοῦμε, ὅπως ἁρμόζει στούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους ἐτίμησε ὁ Θεός, νά μιμούμεθα τή ζωή του. Γιατί ἔτσι θά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά ὑπερβοῦμε τόν θάνατο καί νά ζήσουμε αἰωνίως στή χαρά τῆς βασιλείας του, ἐκεῖ ὅπου ζεῖ καί εὐφραίνεται καί ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί οἱ σήμερα ἑορταζόμενοι ἀλλά καί ὅλοι ὅσους τιμᾶ ἡ ἐνορία σας, πρεσβεύοντας καί γιά τήν ἐνορία σας καί γιά τόν καθένα σας προσωπικά.