Την Δευτέρα 8 Απριλίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στο Μέγα Απόδειπνο και στην συνέχεια τέλεσε Ιερό Ευχέλαιο και κήρυξε τον θείο λόγο ενώπιον του Ιερού Λειψάνου της Χειρός της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ναούσης.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου:
«Πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην σοι τήν ἱκεσίαν ὡς Δεσπότην οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς».
Μέ ἰδιαίτερη ἁπλότητα ἐκφράζει ὁ ἱερός ὑμνογράφος στό κατανυκτικό αὐτό τροπάριο τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου μία πραγματικότητα πού ἀφορᾶ καί ἀγγίζει ὅλους μας. Καί τί λέει; Ἀπευθύνεται πρός τόν Χριστό καί τοῦ λέγει ὅτι ἐπειδή δέν ἔχουμε καμία δικαιολογία γιά ὅσα ἔχουμε κάνει καί ἐπειδή δέν μποροῦμε νά σταθοῦμε ἐνώπιόν του καί νά ἀπολογηθοῦμε γιά τά λάθη καί τίς παραλείψεις μας, γιά τίς πτώσεις καί τίς ἁμαρτίες μας, γι᾽ αὐτό τόν ἱκετεύουμε ὡς Δεσπότη καί Κύριό μας νά μᾶς ἐλεήσει. Νά μᾶς συγχωρήσει, δηλαδή, μέ τήν ἀπέραντη ἀγάπη καί συμπάθειά του καί νά μᾶς χαρίσει τό ἔλεός του.
Πόσο σπουδαία εἶναι αὐτή ἡ λέξη, πόσο σπουδαῖο εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά κάθε ἄνθρωπο, γιά κάθε ἁμαρτωλό, γιά κάθε παραβάτη τῶν ἐντολῶν του! Καί ποιός ἀπό ἐμᾶς δέν εἶναι ἁμαρτωλός, ἐφόσον ὁ μόνος ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Θεός, καί κάθε ἄνθρωπος, ἔστω καί ἄν ζήσει μόνο μία ἡμέρα ἐπάνω στή γῆ, δέν μπορεῖ παρά νά ὑποπέσει στήν ἁμαρτία.
Ὅμως ὁ Θεός προσφέρει σέ ὅλους μας τό ἔλεός του. Προσφέρει τή συγγνώμη καί τήν ἄφεση καί γιά τίς μικρές καί γιά τίς μεγαλύτερες ἀστοχίες καί ἁμαρτίες μας. Μᾶς συγχωρεῖ, ἔστω καί ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀναπολόγητοι ἐνώπιόν του, διότι παρότι ἔχουμε τόν λόγο του, ἔχουμε τίς ἐντολές του καί γνωρίζουμε τί θέλει ὁ Θεός νά κάνουμε στή ζωή μας, ἐμεῖς παραβαίνουμε τίς ἐντολές του καί παρακοῦμε τά προστάγματά του, ἄλλοτε ἀπό ἀδυναμία καί ἄλλοτε ἀπό ἀδιαφορία, καί ἔτσι ἀπομακρυνόμαστε καί ἀποχωριζόμαστε ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Θεός ὅμως ποτέ δέν μᾶς διαγράφει ἀπό τέκνα του. «Θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», καί περιμένει τήν ἐπιστροφή μας στήν ἀγάπη του. Περιμένει νά κατανοήσουμε ὅτι σφάλαμε ἐνώπιόν του. Περιμένει νά ζητήσουμε τό ἔλεος καί τή συγχώρησή του, γιά νά κάνει καί μέ μᾶς ὅ,τι ἔκανε μέ τόν ἄσωτο υἱό τῆς παραβολῆς καί ὅ,τι ἔκανε μέ τόν τελώνη.
Τοῦ ἀρκεῖ μία φράση, μία ἱκεσία, ἕνα «ἐλέησόν με», καί εἶναι ἕτοιμος νά συγχωρήσει καί τήν πιό μεγάλη ἁμαρτία καί τήν πιό μεγάλη παρακοή μας, χωρίς ἐξηγήσεις καί χωρίς δικαιολογίες. Τοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἀναγνωρίζουμε τό σφάλμα μας καί τή δύναμη τοῦ ἐλέους του, ἡ ὁποία εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ἀκόμη καί τόν ληστή, ὁ ὁποῖος ἐπάνω στόν σταυρό εἶπε στόν Χριστό τό «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», τόν κατέστησε πρῶτο οἰκήτορα τοῦ παραδείσου.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας, θέλοντας νά μᾶς βοηθήσει νά συναισθανθοῦμε τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἐκζητήσεως τοῦ θείου ἐλέους, τῆς ὁποίας πρέπει βέβαια νά προηγεῖται ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, ἀλλά καί νά μᾶς βοηθήσει νά βάλλουμε στή ζωή μας, καθημερινά, αὐτή τή σύντομη ἀλλά τόσο ἀποτελεσματική ἱκεσία πρός τόν Θεό, τό «ἐλέησόν με», τό ἐπαναλαμβάνει διαρκῶς σέ ὅλες της τίς Ἀκολουθίες, οἱ ὁποῖες, ἄλλωστε, ἀποβλέπουν στό νά ἐπιτύχουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό ἔλεος ἐκζητήσαμε καί ἐμεῖς ἀπόψε, τόσο μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου, ὅσο καί μέ τό Ἱερό Εὐχέλαιο τό ὁποῖο τελέσαμε «εἰς θεραπείαν καί ἀπαλλαγήν παντός πάθους, νόσου σωματικῆς, μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος».
Ἀπόψε ὅμως εἴχαμε μία ἰδιαίτερη εὐλογία καί ἕνα ἰδιαίτερο προνόμιο. Εἴχαμε τήν εὐλογία καί τό προνόμιο νά ψάλουμε ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τῆς χειρός τῆς ἁγίας ἐνδόξου μυροφόρου καί ἰσαποστόλου Μαρίας Μαγδαληνῆς, τῆς πιστῆς ἐκείνης μαθήτριας τοῦ Κυρίου μας, πού τόν ἀκολούθησε μέ ἀφοσίωση καί αὐταπάρνηση τά τρία χρόνια τοῦ δημοσίου βίου τοῦ Χριστοῦ καί ἦταν μαζί του παντοῦ, ὅπου κήρυττε, καί ἦταν μαζί του ἀκόμη καί στίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἦταν ἐκεῖ, ὅταν οἱ μαθητές του, ἐκτός ἀπό τόν Ἰωάννη πού στεκόταν κάτω ἀπό τόν Σταυρό μαζί μέ τήν Παναγία, τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Καί στή συνέχεια ἦταν αὐτή πού μέσα στή νύκτα πῆγε μέ τίς ἄλλες γυναῖκες στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά τόν ἀλείψουν μέ μύρα, καί τόν συνάντησε ἀναστημένο.
Καί μποροῦμε νά φαντασθοῦμε πόση δύναμη καί πόσο σθένος ψυχικό χρειαζόταν αὐτό πού ἔκανε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, χωρίς νά ὑπολογίζει οὔτε τόν κόπο οὔτε τίς δυσκολίες, οὔτε τήν ἀδυναμία τῆς γυναικείας φύσεως καί τά ἤθη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, κατά τήν ὁποία οἱ γυναῖκες ἦταν περιορισμένες στό σπίτι.
Ὅμως ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ὑπερέβη ὅλα αὐτά τά ἐμπόδια καί μετά τήν ἀνάστασή του κήρυξε τό εὐαγγέλιό του σέ πολλές χῶρες, φθάνοντας καί μέχρι τή Ρώμη.
Καθώς, λοιπόν, ἐκείνη περιέβαλε μέ τόση ἀγάπη τόν Χριστό καί ἦταν τόσο πιστή μαθήτρια του, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἔχει πολλή παρρησία ἐνώπιον του καί πρεσβεύει γιά ὅσους τήν τιμοῦν καί τήν εὐλαβοῦνται, ἀλλά καί γιά ἐμᾶς πού προσκυνήσαμε αὐτές τίς ἡμέρες τό ἱερό λείψανό της καί ἐπικαλεσθήκαμε τή βοήθειά της καί ψάλαμε ἀπόψε ἔχοντας ἀνάμεσά μας τό χαριτόβρυτο λείψανό της.
Γι᾽ αὐτό καί εἴμαστε ἰδιαίτερα εὐγνώμονες στόν πανοσιολογιώτατο Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας π. Ἐλισσαῖο, καθώς ἐπίσης καί στή συνοδεία του, στόν π. Ἰάκωβο, στόν π. Διονύσιο καί στόν π. Σαμουήλ, οἱ ὁποῖοι φύλακες αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, πρωί καί βράδυ ἦταν ἐδῶ γιά νά διακονήσουν τή δική μας εὐλάβεια, τή δική μας προσέλευση, ἀλλά καί ὅλους τούς πατέρες οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἶπα, συνόδευσαν τό ἱερό καί χαριτόβρυτο λείψανο τῆς ἁγίας ἰσαποστόλου καί μυροφόρου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς αὐτές τίς ἡμέρες.
Τούς εὐχαριστοῦμε ἀπό καρδίας γι᾽ αὐτή τή μεγάλη εὐλογία πού μᾶς ἔφεραν, καί εὔχομαι ταπεινῶς ἡ ἁγία Μαρία Μαγδαληνή νά μεσιτεύει γιά ὅλους μας, ὥστε νά βροῦμε ἔλεος καί χάρη καί νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε κατάλληλα προετοιμασμένοι τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καί νά τόν αἰσθανθοῦμε ἀναστημένο καί στήν ψυχή μας.