Νικόλας Ζὠης
«Τον γνώρισα όταν ήμουν 16 ετών· τον επισκέφθηκα για πρώτη φορά στα Πατήσια. […] Θέλω να δω από κοντά τον άνθρωπο που έχει εικονογραφήσει τα παραμύθια του Μέγα και που έγραψε αυτά τα συνταρακτικά ταξίδια στην Ελλάδα», σημείωνε ο Γιάννης Τσαρούχης εξηγώντας γιατί προσέγγισε τον κατοπινό δάσκαλό του. Περιγράφοντας τη δική του αφετηρία, ο Νίκος Εγγονόπουλος θα έλεγε πως «πήγα κοντά του, νέος ενθουσιώδης, να βαφτιστώ στα νάματα της Ρωμαίικης παράδοσης, απ’ την οποία κινδύνευα, λόγω κακών συναναστροφών, ν’ απομακρυνθώ για καλά».
Και εκείνος, ο Φώτης Κόντογλου, που τους είχε και τους δύο κοντά του σαν «πρωτόκλητους», όταν το 1932 ζωγράφιζε τους τοίχους του σπιτιού του στα Πατήσια, θα έγραφε αργότερα για το έργο του: «Από του 1922 εγκατασταθείς εις την Ελλάδα, ειργάσθην εντατικώς εις ό,τι αφορά την συμβολήν της ελληνικής παραδόσεως εις την μόρφωσιν συγχρόνου ελληνικής τέχνης».
Στα δύο παραπάνω σκέλη αναπτύσσεται και η μεγάλη έκθεση «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους», την οποία διοργανώνει το Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή από σήμερα μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο της επετείου της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το πρώτο σκέλος, έλεγε στη χθεσινή παρουσίαση της έκθεσης ο επιμελητής της και γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Γουλανδρή, Κυριάκος Κουτσομάλλης, δείχνει πως ο ίδιος ο Κόντογλου, «με την ακατάσχετη συγκινησιακή ευαισθησία, με την ενάργεια του αφηγηματικού λόγου, τη σχεδιαστική μαεστρία και τον ζωγραφικό λυρισμό του χρωστήρα του, ανεδείχθη αφυπνιστής της εθνικής συνείδησης και της λειτουργικής τέχνης της Ορθοδοξίας».
Το πλέον πρωτότυπο ωστόσο σκέλος της έκθεσης, συνέχιζε ο κ. Κουτσομάλλης, είναι ότι «αντιπαραθέτουμε σε έργα του Κόντογλου τις επιρροές που οι μεταγενέστεροι δέχτηκαν από τον επιφανή δάσκαλο, το πώς τις αξιοποίησαν και πώς τις απέδωσαν».
Εχει λοιπόν στ’ αλήθεια ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς τη λιγότερο ή περισσότερο ευδιάκριτη συνομιλία ανάμεσα σε μια προσωπογραφία του Τέρπανδρου του Λέσβιου από τον Κόντογλου και σε μια από τον Εγγονόπουλο, με τίτλο «Ηρωας της Επανάστασης»· σε τοπιογραφίες της Αγίας Παρασκευής στο Αϊβαλί, τη γενέτειρα του Κόντογλου, και σε άλλες, του Γιάννη Τσαρούχη, με τίτλο «Αγία Σώτειρ»· στο έργο «Ωραία Κλεοπάτρα της Αιγύπτου» και στο «Κεφαλή νέας» του Γιάννη Μόραλη· ανάμεσα, επίσης, σε έναν «Ευαγγελισμό» του 1963 και σε έναν του 2010, από τον Γιώργο Κόρδη· ανάμεσα σε ένα «Σχέδιο διακόσμησης του Δημαρχείου» (έργο μνημειακών διαστάσεων, που ανατέθηκε στον Κόντογλου από το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας το 1937) και στο «Ποτάμι της ζωής», που φιλοτέχνησε το 2021-2022 ο Κώστας Παπανικολάου.
Μεγάλος δάσκαλος
«Δεν είχε πτυχίο ζωγράφου, αλλά αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους», έλεγε στην παρουσίαση ο ιστορικός τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Μοσχονάς, εξηγώντας πώς, μέσω του Τσαρούχη, ο Κόντογλου έφτασε να επηρεάσει και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Από τους συνολικά 39, «είκοσι τέσσερις ζώντες καλλιτέχνες περιλαμβάνει η έκθεση, που εκπροσωπούν όλες τις γενιές, από τον Γιάννη Μητράκα και τον Σωτήρη Σόρογκα, μέχρι τον Φίκο, τον μικρότερο, που γεννήθηκε το 1987», υπογράμμιζε ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς. Εκπροσωπούνται, συμπληρώνει, και όλα τα ρεύματα της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, από αγιογράφους όπως ο Γιώργος Κόρδης μέχρι καλλιτέχνες όπως ο Στέλιος Φαϊτάκης που καθιερώθηκαν μέσω της street art. Και ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Παυλόπουλος τόνιζε ότι ο ίδιος ο Κόντογλου, «όπως οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί καλλιτέχνες, δεν υπέγραφε τα έργα του. Εγραφε “διά χειρός Φώτη Κόντογλου”, γιατί αντί να προτάσσει τον εαυτό του θεωρούσε ότι η θεία έμπνευση καθοδηγεί τη δημιουργία του».
Μιλάμε επίσης για έναν καλλιτέχνη που, όπως έλεγε ο κ. Κουτσομάλλης, «έθεσε ως κυρίαρχο ζητούμενο την απαλλαγή από την κηδεμονία και την εξάρτηση από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης». Για εκείνον η παράδοση έπρεπε να είναι ελληνοπρεπής «και σε αδιάσπαστη ενότητα με το ορθόδοξο δόγμα». Ηταν ένα όραμα που κάθε άλλο παρά σε άγνοια των δυτικών τάσεων της εποχής οφειλόταν – ο Κόντογλου είχε ταξιδέψει και ζήσει στο Παρίσι. Και ήταν τέλος ένα όραμα που, μέσα από τις επτά ενότητες της έκθεσης («Οι πρώτοι μαθητές», «Μύθοι και ήρωες», «Προσωπογραφίες», «Τοπογραφίες», «Ξεριζωμός», «Ιστορήσεις ναών», «Εικονογραφία»), τα συνολικά 135 έργα της, τον 400 σελίδων κατάλογό της, αποκαλύπτει τις σύνθετες καλλιτεχνικές και ιστορικές πτυχές του.
Πηγή::https://www.kathimerini.gr/