Ξεκίνησε την Τετάρτη 11/1, το 2ο Συνέδριο που διοργανώνει η Διεθνής Ορθόδοξη Θεολογική Ένωση I.O.T.A. (International Orthodox Theological Association) και φιλοξενεί στον Βόλο η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών.
Το τετραήμερο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο με θέμα: Ιεραποστολή και Ορθόδοξη Εκκλησία, θα διαρκέσει έως τις 15 Ιανουαρίου 2023, με γλώσσα εργασίας τα αγγλικά.
Το επίσημο καλωσόρισμα των 450 συνέδρων απ’ όλο τον κόσμο, που βρέθηκαν στην πόλη μας, επιφανών Ορθοδόξων Θεολόγων, εγκρίτων μελετητών της Ορθοδοξίας, Επισκόπων, Κληρικών, Μοναχών και λαϊκών, γυναικών και ανδρών, πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Βόλου, όπου τελέστηκε η ακολουθία του Εσπερινού, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου.
Παρέστησαν οι Σεβ. Μητροπολίτες Κορέας κ. Αμβρόσιος, Ύδρας, Σπετσών & Αιγίνης κ. Εφραίμ, Θεσσαλιώτιδος & Φαναριοφερσάλων κ. Τιμόθεος και Ιεράρχες σύνεδροι από το εξωτερικό.
Τους συνέδρους καλωσόρισε θερμά ο Σεβ. κ. Ιγνάτιος, επισημαίνοντας ότι η διοργάνωση του συνεδρίου συνιστά προέκταση της χαράς των εορτών του Αγίου Δωδεκαημέρου και τους υποδέχθηκε στον φιλόξενο τόπο μας, όπου διακονείται με συνέπεια ο θεολογικός διάλογος, διαχρονικά.
Η επίσημη έναρξη του Συνεδρίου έλαβε χώρα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας, όπου την Κυβέρνηση εκπροσώπησε η Υφυπουργός Παιδείας Θρησκευμάτων κ. Ζέτα Μακρή, ενώ παρέστησαν η Αντιπεριφερειάρχης Μαγνησίας & Βορείων Σποράδων κ. Δωροθέα Κολυνδρίνη και εκπρόσωποι των Αρχών.
Στον Χαιρετισμό του ο Σεβασμιώτατος εξέφρασε την συγκίνησή του για την πραγματοποίηση του Συνεδρίου, που συνιστά τιμή για τον ίδιο και την Τοπική μας Εκκλησία.
Επεσήμανε ότι το Συνέδριο διεξάγεται σε μια εποχή, που σηματοδοτείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την πανδημία, την κλιματική κρίση, τις κοινωνικές ανισότητες, την έξαρση του φονταμενταλισμού και του αυταρχικού λαϊκισμού, φαινόμενα απέναντι στα οποία η Ορθοδοξία καλείται να κηρύξει τον λόγο του Ευαγγελίου.
Παρατήρησε ότι «η Ορθοδοξία, βαθιά πληγωμένη από τις εθνικές διαιρέσεις όσο και από τις επεκτατικές τάσεις ορισμένων εκκλησιών, καλείται να βρει το σθένος να σταθεί στα πόδια της και να ανταποκριθεί στις επείγουσες προκλήσεις, προσφέροντας «λόγον ελπίδος και απολογία», δίδοντας έτσι απτή και χειροπιαστή μαρτυρία για το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου… Πρόκειται για προκλήσεις οι οποίες θέτουν εν αμφιβόλω το ίδιο το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης και αποκαρδιώνουν συχνά τον λαό του Θεού, απομακρύνοντάς τον από την οδό προς την Βασιλεία…».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Ιγνάτιος τόνισε ότι «χρειάζεται η Θεολογία, ως η προφητική και κριτική φωνή της Εκκλησίας, να μπορέσει να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που ο κόσμος μας θέτει σήμερα και τα οποία συχνά είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτά του παρελθόντος… αυτό που χρειάζεται είναι οι διαρκείς συνθέσεις στο εκάστοτε παρόν, ώστε να μπορέσει, αξιοποιώντας τα πρόσφορα ερμηνευτικά εργαλεία, να εγκεντρίσει δημιουργικά τον δημόσιο λόγο με το αποστολικό κήρυγμα, το πνεύμα των Πατέρων και το ευχαριστιακό ήθος της λατρείας μας…».
Ο Σεβασμιώτατος, επίσης, τόνισε την ανάγκη η «Ορθόδοξη Θεολογία να υπηρετεί σήμερα την ενότητα, με οικουμενική ευαισθησία και διαλογικό ήθος», όπως θα πράξει αυτό το Συνέδριο, «να γονιμοποιήσει μια ανοικτή, δημόσια θεολογία, να πραγματώσει στην πράξη την ενότητα μέσα στην ποικιλία, εικονίζοντας, έτσι την αρχετυπική Τριαδική ενότητα».
Κλείνοντας, ο Σεβασμιώτατος τόνισε ότι το Συνέδριο πραγματοποιείται στον Βόλο, «μια πόλη με παράδοση στον διάλογο και στην ειρηνική συνύπαρξη, μια πόλη που αγωνίστηκε υπέρ της ειρήνης και αντιστάθηκε έμπρακτα σε κάθε κατακτητή και σε κάθε απάνθρωπη ιδεολογία, όπως ο Ναζισμός… μια πόλη στην οποία συνυπάρχουν αρμονικά οι χριστιανικές παραδόσεις με τα δημοκρατικά ιδεώδη».
Στον Χαιρετισμό της η Υφυπουργός Παιδείας & Θρησκευμάτων κ. Ζέτα Μακρή, μεταξύ άλλων παρατήρησε ότι «Η Ελληνική Πολιτεία δεν παρεμβαίνει ούτε χειραγωγεί τις εκκλησιαστικές υποθέσεις, πολύ περισσότερο δεν θεωρεί εαυτήν αρμόδια να διδάξει τους θεολόγους. Υποστηρίζει όμως και ενισχύει κάθε πρωτοβουλία που συμβάλλει στην ανάδειξη και την προβολή του ελληνικού και Ορθόδοξου πολιτισμού, καθώς και στην ένταξη και παρουσία της Ελλάδος στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επιστημονικό γίγνεσθαι, στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, στην ειρηνική συνύπαρξη και τον διάλογο των θρησκειών και των πολιτισμών…».
Η κ. Υφυπουργός εξέφρασε την ευαρέσκειά της για το έργο της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, τονίζοντας ότι «βρίσκεται στην πρωτοπορία της θεολογικής έρευνας, τολμώντας να ανοίξει τη συζήτηση για επίκαιρα όσο και μεγάλης σπουδαιότητας θέματα όπως η σχέση Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας, το πρόβλημα του εθνοφυλετισμού και του θρησκευτικού εθνικισμού, τη θέση της γυναίκας στην Εκκλησία, την παρουσία των χριστιανών στη Μέση Ανατολή, τη σχέση θρησκείας και πολυπολιτισμικότητας, θεολογίας και λογοτεχνίας και πολλά άλλα. Για όλους αυτούς τους λόγους η Βουλή των Ελλήνων την αναγνώρισε ήδη από το 2014 διά νόμου ως Ερευνητικό Κέντρο ισότιμο με τα κρατικά Ερευνητικά Κέντρα. Είναι εκείνη ακόμη που σε συνεργασία με διακεκριμένους Ορθόδοξους θεολόγους από πολλές χώρες, μίλησε έγκαιρα, με τη γνωστή πλέον σε όλους «Διακήρυξη», για τη διαστροφή της Ορθόδοξης θεολογίας που συνιστά η διδασκαλία περί «ρωσικού κόσμου».
Την κεντρική ομιλία στην έναρξη του Συνεδρίου έκανε ο Σεβ. Μητροπολίτης Κορέας κ. Αμβρόσιος, με θέμα «Οι επιπτώσεις του εθνοφυλετισμού στο έργο διαδόσεως της Ορθόδοξης μαρτυρίας εις πάντα τα έθνη».
Ο κ. Αμβρόσιος χαρακτήρισε την «αίρεση του εθνοφυλετισμού φοβερή απειλή καταστροφής των γνησίων κριτηρίων διαδόσεως της Ορθόδοξης μαρτυρίας». Αναφέρθηκε «στην εισπήδηση κάποιων σε ξένες δικαιοδοσίες ως «αλλοτριοεπίσκοποι», όπου πηγαίνουν ως κατακτητές με ύπουλα και παράνομα μέσα, κολάσιμα ακόμη και από το κοινό ποινικό δίκαιο, καταλαμβάνουν ιερούς Ναούς και αποσπούν γηγενείς κληρικούς από την τοπική κανονική Εκκλησία με ανήθικα δολώματα… Σε αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση κατάντησε την Εκκλησία του Χριστού η αίρεση του εθνοφυλετισμού…».
Ο κ. Αμβρόσιος κάλεσε τους συνέδρους «να καταδικάσουμε ξεκάθαρα τον εθνοφυλετισμό στους κόλπους της Ορθοδοξίας, να πάρουμε θέση για τα όσα αντικανονικά συμβαίνουν σήμερα από το Πατριαρχείο Μόσχας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ας στείλουμε μήνυμα συμπαράστασης προς καθένα που υποφέρει από τον καταστροφικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας όχι με πολιτικά κριτήρια αλλά ακραιφνώς θεολογικά και πνευματικά… Ας τονίσουμε με έμφαση ότι δεν είμαστε με το ΝΑΤΟ ή με τον Πούτιν, αλλά μόνον με τον Χριστό. Δεν αποτελούμε μέρος κανενός εγκόσμιου συνασπισμού ή «τόξου», αλλά μόνον μέλη της Εκκλησίας του Χριστού… Ας πάψει, επιτέλους, η προτεραιοποίηση της εθνικής έναντι της Ορθόδοξη Χριστιανικής ταυτότητας. Και ας συμφωνήσουμε πρώτα πρώτα ως Ορθόδοξοι Θεολόγοι ότι ο εθνοφυλετισμός είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με το έργο της εξαγγελίας του Ευαγγελίου εις πάντα τα έθνη, γιατί βασίζεται αποκλειστικά στο αίμα των προγόνων, ενώ η Εκκλησία στο Αίμα του Χριστού».