«Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω»
Ώρα συγκλονισμού και δέους, η κορύφωση του Θείου Πάθους, αλλά και ώρα μεγαλοπρέπειας και θείας αποκάλυψης. Ο Αναμάρτητος υπομένει εκούσια επί του Σταυρού τον πιο φρικτό θάνατο, από απροσμέτρητη αγάπη για μας. Ο Ιησούς, Εκείνος που δίνει ζωή και κυβερνάει τα σύμπαντα, πάσχει, για να εξαγοράσει την απέραντη ενοχή μας. Και σκοτεινιάζει ο ήλιος, σείεται η γη, η φύση όλη συμπάσχει. «Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται», διασώζει η παράδοσή μας.
Κάθε τέτοια μέρα, είμαστε εκεί νοερά και εμείς, παραστάτες και μάρτυρες του Θείου δράματος. Συμμετέχει ολάκερη η ύπαρξή μας στην ακαταμέτρητη θλίψη του Γολγοθά. Ωστόσο, είναι φορές, που οι καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής δονούν εντονότερα τις χορδές της ψυχής μας. Είναι στιγμές, που το Θείο Πάθος μάς συγκλονίζει βαθύτερα. Βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση στην ύπαρξή μας, όταν οι ίδιοι πονούμε, όταν μας συνέχει το βάρος κάποιας δοκιμασίας.
Ιδού γιατί εφέτος βιώνουμε με μεγαλύτερη συναίσθηση το Θείο Πάθος: Μία θλίψη ανείπωτη πληγώνει τις καρδιές μας, τα γόνατα λυγίζουν, τα μάτια μας βουρκώνουν, καθώς απρόσμενα, αναρίθμητοι υψώθηκαν τριγύρω μας σταυροί. Από τα συντρίμμια ενός σεισμού, ένας απαραμύθητος πόνος μας συγκλονίζει. Κλαίει η ψυχή μας στα χαλάσματα για την αμείλικτη συμφορά βασανισμένων ανθρώπων. Αλλά και η φρίκη του πολέμου, που μαίνεται ακόμη στις ομόδοξές μας χώρες, η αγωνία των αναρίθμητων προσφύγων, οι πληγές, ο πόνος και ο θάνατος, γεμίζουν την ψυχή μας με δάκρυα, και την σκέψη μας με προσευχή. Άνθρωποι προδομένοι, χωρίς στέγη, χωρίς οικογένεια, χωρίς ελπίδα, λυγίζουν από το βάρος της απροσμέτρητης οδύνης, εκεί που τα αντιμαχόμενα συμφέροντα παρασύρουν τους λαούς σε αγριότητες, εκεί που οι κατακτητές φοβερίζουν και λεηλατούν τους αθώους, εκεί που οι οβίδες σπέρνουν τα δεινά και τον όλεθρο. Και στην πατρίδα μας, ολόγυρά μας, ακόμα πλανιέται ο καπνός της πρόσφατης τραγωδίας. Συνάνθρωποί μας, χωρίς να φταίνε, βιώνουν το δικό τους Γολγοθά και σηκώνουν τον δικό τους σταυρό, με μάτια θολωμένα από τα αναπάντητα «γιατί», με την ψυχή να λυγίζει από αβάσταχτο πόνο. Φέρνουν αυθόρμητα στο νου μας τους στίχους του ποιητή:
«Ποιός θα σταθεί αντίκρυ στους σταυρούς
γουλιά νερό στα χείλη να τους δώσει,
Ποιός θα τους πει μία αλήθεια να πιαστούν,
να μην κιοτέψει η ψυχή και τους προδώσει».
Είναι αλήθεια ότι τις ώρες της ανείπωτης δοκιμασίας, ακόμη και το ταπεινότερο δάκρυ συμπαράστασης, ακόμη και η παραμικρή υποψία στοργής, ακόμη και το πιο ασήμαντο βλέμμα αγάπης λειτουργεί σαν βάλσαμο, σαν αύρα λυτρωτικής δροσιάς στο φλογισμένο καμίνι κάθε καταπονημένης ψυχής. Ο πόνος γεννά συμπόνια, κοινωνία, αγάπη. Και η συμπόνια φέρνει στην καρδιά παρηγοριά, της οποίας η γλύκα και η ανακούφιση είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του όποιου πόνου. Αναμφίβολα, όλοι είμαστε τούτο τον καιρό, το κατά δύναμιν, δίπλα στους πονεμένους, έστω και με τη σκέψη μας η και την προσευχή μας.
Ωστόσο, οι πονεμένες καρδιές μπορούν να βρουν απόλυτη παρηγοριά και ανάπαυση μόνο κοντά σε Εκείνον, που ήπιε μέχρι την τελευταία ρανίδα το πιο πικρό ποτήρι της οδύνης. Ανέβηκε αδιαμαρτύρητα τον ανήφορο του Γολγοθά, σηκώνοντας εκούσια όλο το βάρος της πανανθρώπινης αμαρτίας. Πριν κεντηθεί στην πλευρά με τη λόγχη, τρυπήθηκε στην καρδιά από την προδοσία του μαθητή Του. Πριν δοκιμάσει το «όξος μετά χολής μεμιγμένον», δοκίμασε την αχαριστία του ευεργετημένου λαού Του. Ήταν βαρύς ο Σταυρός Του και ασήκωτος σαν από πέτρα. Πόνεσε υπέρμετρα ως άνθρωπος ο Χριστός μας, γι’ αυτό και συμπονά βαθειά. Παρηγορεί, γιατί ως Θεός αγαπά απεριόριστα, και το έργο Του είναι μία δωρεά ευσπλαχνίας και καλοσύνης στο ανθρώπινο γένος.
Κάποτε, όταν ο Ιησούς δίδασκε στους ήσυχους δρόμους της Ιουδαίας, ο Ίδιος είχε καλέσει κοντά Του «πάντας τους κοπιώντας και πεφορτισμένους». Και από τα πανάχραντα χείλη Του είχε ακουστεί τότε η εξαιρετικά παρήγορη αλήθεια, που ειρηνεύει και εμψυχώνει: «Δεύτε προς με, … καγώ αναπαύσω υμάς». Σήμερα, ενώπιόν μας, με τα χέρια απλωμένα στο Σταυρό, ανοιχτά σαν αγκαλιά, καρτερεί κάθε ανθρώπινο πόνο να τον γιατρέψει, κάθε πίκρα της ζωής να την μεταποιήσει σε γλυκύτητα.
Όντως, κοντά Του ξεθολώνει ο λογισμός, και βλέπει ο άνθρωπος τον κόσμο με άλλο βλέμμα. Την όποια ανθρώπινη κακία την δικαιολογεί ως άγνοια, κατά το «ουκ οίδασι τί ποιούσι». Την όποια μοναξιά και εγκατάλειψη την θεωρεί ως ευκαιρία αναζήτησης της θείας παρηγοριάς. Την όποια δοκιμασία τη βλέπει μέσα από το πρίσμα του Σταυρού με την προοπτική της Ανάστασης. Ακόμη και τον θάνατο τον αντιμετωπίζει ως ευλογία, κατά το «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος». Η ζωντανή αίσθηση της παντοδύναμης προστασίας του Θεού, και η επίγνωση της διαρκούς παρουσίας Του ελαχιστοποιεί τον πόνο και εκμηδενίζει τις όποιες δυσκολίες.
Βέβαια, είναι αλήθεια ότι ο κάθε σταυρός δικαιολογεί στις φτωχές καρδιές μας πόνο, ταραχή, ανησυχία, προμηνύει όμως και την Ανάσταση. Ήδη, από το βράδι της Μεγάλης Πέμπτης αυτό που η Εκκλησία μας ψάλλει αμέσως μετά την έξοδο του Τιμίου Σταυρού είναι: «ο Σταυρός Σου Κύριε ζωή και Ανάστασις υπάρχει τω λαώ Σου». Εκεί που φαίνεται να τελειώνει ο δρόμος, ένας άλλος ξανοίγεται. Μπορεί να βρίσκεται ο Ιησούς πάνω στο σταυρό της αισχύνης, κατάστικτος τοις μώλωψι, αλλά ως πανσθενουργός συγκλονίζει τα επίγεια, τα επουράνια και τα καταχθόνια, «καταλύει τω Σταυρώ Του τον θάνατον». Και αν ως νεκρός ενταφιάζεται, αποδεικνύεται «ζωαρχικώτατος», συντρίβοντας με την παλάμη Του τους αιωνίους μοχλούς και τα κλείθρα του Άδη.
Πίσω από το Πάθος Του υποφώσκει η δόξα. «Η ζωή εν τάφω κατατίθεται», και ήδη δονούν την πλάση οι κραδασμοί της Ανάστασης. Εσπερινός της Αποκαθήλωσης σήμερα, και ήδη η Εκκλησία μας λαμπροφορεί. Ιδού, έρχεται «διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω».
Έκτοτε η Εκκλησία μας, μάς υποψιάζει για μία διαφορετική οπτική της ζωής. Μας καλεί να βαδίσουμε σε μία οδό άλλης, υπερκόσμιας λογικής. Μας προτρέπει να ακολουθούμε τον Ιησού αίροντας τον σταυρό μας, να βλέπουμε τη ζωή μέσα από τον θάνατο, να διακρίνουμε τη σωτηρία μέσα από τον πόνο. Να ζούμε την ελπίδα ακόμα και μέσα στη συμφορά η την ασθένεια, να ζούμε τη χαρά ακόμα και μέσα στη στέρηση, στην άσκηση, στη θυσία. Όταν μας λυγίζουν οι όποιες δοκιμασίες, να μας ανορθώνει η προσμονή της λύτρωσης. Αυτήν να καρτερούμε με ελπίδα, ως ζωηφόρο αποκαθήλωση από το σταυρό της όποιας αδικίας ή απειλής, ως λυτρωτική έξοδο από τη δίνη των πειρασμών και της απόγνωσης, ως σωτήρια παρέμβαση του Χριστού στη ζωή μας, ακόμα και όταν Τον εγκαταλείπουμε. Μπορεί οι εμφανείς καταστάσεις να μας θλίβουν, ωστόσο, τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα κατεργάζονται το θρίαμβο και τη χαρά. Τα πρόδηλα μπορεί να σημαίνουν τη φθορά και το θάνατο, τα άδηλα όμως απεργάζονται την Ανάσταση, τη μέγιστη δωρεά του Κυρίου μας στην Εκκλησία και σε όλο το ανθρώπινο γένος.
Με κατάνυξη σήμερα, αλλά και κάθε μεγάλη στιγμή της ζωής μας, όταν βαραίνει επάνω μας η ταραχή των αισθήσεων, όταν απροσδόκητα ανατρέπονται τα δεδομένα της καθημερινότητάς μας, όταν η απελπισία φθάνει στην πόρτα μας, όταν μας τρομάζει ο θάνατος, όταν μας βασανίζει η ολιγοπιστία, όταν λυγίζουμε από το βάρος του προσωπικού μας σταυρού, ας στρέφουμε με δέος και συντριβή αλλά και με απόλυτη εμπιστοσύνη την καρδιά μας στον Εσταυρωμένο Ιησού, και ας Τον ικετεύσουμε ταπεινά:
«Κύριε, βλέπεις τα πάθη και τα βάσανά μας. Αν έχουμε ένα στήριγμα να ξαποστάσουμε στην περιπέτεια του βίου μας, είσαι Εσύ. Αν υπάρχει κάποιος να μας εμψυχώνει, και να γαληνεύει τις τρικυμίες της ζωής μας, είσαι Εσύ. Μόνο κοντά Σου μπορούν να βρουν ανάπαυση οι φτωχές μας καρδιές, γιατί μονάχα Εσύ έχεις τη μυστική δύναμη να ειρηνεύεις, να γιατρεύεις, να χαροποιείς. Μονάχα Εσύ αναιρείς τον κόσμο της φθοράς, μεταστοιχειώνοντάς τον σε κόσμο της αφθαρσίας, έτσι ώστε τον θάνατο να τον διαδέχεται η ζωή, την προσωρινότητα η αθανασία, τον Γολγοθά η Ανάσταση. Μαζί ας πορευτούμε, Κύριε, σ’ αυτόν τον ίδιο δρόμο, που τον περπάτησες Εσύ με το Σταυρό στον ώμο. Άνοιξε τις καρδιές μας να ατενίσουν το φως μετά τη θλίψη, και να αναθαρρήσουν. Ναι, Κύριε, «Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου Ανάστασιν!»
Μετά πολλής πατρικής αγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ