Dogma Newsdesk
Ο Πολιτιστικός σύλλογος περιοχής Βυζαντινού φρουρίου Κομοτηνής διοργάνωσε χθες το απόγευμα επετειακή εκδήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση έντεκα χρόνων συνεχούς λειτουργίας και προσφοράς στα τεκταινόμενα της πόλης.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο μητροπολίτης Μαρωνείας κ. Παντελεήμων, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Θράκη και ἡ ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής».
Η ομιλία του μητροπολίτη Μαρωνείας:
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Το βυζαντινό φρούριο της πόλης μας, η καρδιά του ιστορικού κέντρου της Κομοτηνής, συνδέεται άμεσα με την Ιερά Μητρόπολή μας, καθώς στα όριά του βρίσκονται τόσο ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όσο και το μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’60 επισκοπείο της, όπου η κατοικία του εκάστοτε Μητροπολίτη και τα γραφεία της. Αλλά και παλαιότερα, το επισκοπείο υπήρχε σε άμεση συνάφεια προς το βυζαντινό φρούριο, δεδομένου ότι μέχρι την πρώτη βουλγαροκρατία, την δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, στεγαζόταν σε οίκημα που βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα υπάρχει το ιστορικό κτήριο της Λέσχης των Κομοτηναίων.
Είναι λοιπόν απολύτως ταιριαστό σήμερα να αναφερθούμε δι’ ολίγων στην ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, που σχετίζεται άμεσα με το βυζαντινό παρελθόν της πόλης μας, το οποίο με τη σειρά του ταυτίζεται προς το φρούριό μας. Το φρούριο, στο οποίο τόσο βάναυσα φερθήκαμε οι νεότεροι κατεδαφίζοντας μέρος του για να περάσει ο δρόμος, σαν να μην υπήρχε άλλος χώρος στην πόλη, και το οποίο με τη φροντίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έχει μερικών αναστυλωθεί και αναδειχθεί στις μέρες μας, υπενθυμίζοντας σε όλους μας το ένδοξο βυζαντινό παρελθόν της Θράκης μας, ζωντανή έκφραση του οποίου είναι φυσικά η τοπική μας Εκκλησία.
Η Μητρόπολή μας αποτελεί αρχαιότατη εκκλησιαστική επαρχία, με ιστορική έδρα την αρχαία και βυζαντινή θρακική πόλη της Μαρώνειας, και σημερινή έδρα την Κομοτηνή, η οποία μάλιστα στο πέρασμα των αιώνων υπέστη πολλές και σημαντικές αλλαγές των ορίων και της κανονικής δικαιοδοσίας της. Σήμερα έχει τον τίτλο «Ιερά Μητρόπολις Μαρωνείας και Κομοτηνής», και ο εκάστοτε Μητροπολίτης της επωνυμείται «υπέρτιμος και έξαρχος Ροδόπης». Απαντά στις πηγές ήδη από τον Δ΄ αιώνα, ως υποκείμενη στην Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως, αργότερα δε προήχθη σε Αρχιεπισκοπή. Το 1365 προήχθη σε Μητρόπολη, και κατέλαβε την 98η θέση στο συνταγμάτιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Αργότερα, δυσμενείς ιστορικές συνθήκες και η συναφής αποψίλωση του πληθυσμού οδήγησαν στην έκπτωση της επαρχίας Μαρωνείας στο καθεστώς της πατριαρχικής εξαρχίας. Το 1646 προήχθη και πάλι σε Μητρόπολη, με τόμο του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωαννικίου Β΄, και περιέλαβε και τα νησιά Θάσο και Σαμοθράκη, με πρώτο Μητροπολίτη τον Παγκράτιο. Το Νοέμβριο του 1924 η Θάσος αποτέλεσε για λίγο ανεξάρτητη Μητρόπολη, για να υπαχθεί και πάλι στη Μητρόπολη Μαρωνείας από τον Σεπτέμβριο του 1932, και να προσαρτηθεί τελικά, μετά το 1953 στη Μητρόπολη Φιλίππων.
Όπως είναι γνωστό η Μαρώνεια, η αρχική και ιστορική έδρα της παλαιφάτου Μητροπόλεώς μας, είναι παραδοσιακή κωμόπολη του Νομού Ροδόπης, στους πρόποδες του όρους Ίσμαρος, και σε απόσταση 30 περίπου χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Κομοτηνής, της πρωτεύουσας του νομού. Πρόκειται για οικισμό ιστορικό, αρχικά αποικία των Χίων, που γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τα αρχαία και μεσαιωνικά χρόνια, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα των συστηματικών ανασκαφών που γίνονται εκεί, αλλά και κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, οπότε αποτέλεσε σημαντικό κέντρο ελληνικού πολιτισμού, στα πλαίσια της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Η κωμόπολη αυτή είχε αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, και χτίστηκε μάλλον το 1513 – κατά την παράδοση, χωρίς η χρονολογία να είναι απολύτως εξακριβωμένη από τη σχετική βιβλιογραφία – μακριά από την παραλία, για το φόβο των πειρατών, κοντά στην ομώνυμη αρχαία πόλη του Θρακικού Πελάγους.
Ο επισκοπικός κατάλογος της Μητροπόλεως αρχίζει με τον Αλέξανδρο, το 344. Από τους αναφερόμενους επισκόπους και μητροπολίτες Μαρωνείας, ο Τιμόθεος (404) αναφέρεται ως στενός φίλος του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ενώ ο Δοκιμάσιος (431-459) μνημονεύεται ως «επίσκοπος διοικήσεως Θράκης, επαρχίας Ροδόπης, της πόλεως Μαρωνείας». Ο Ιωάννης, συμμετείχε το 553 στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο. Το 1177 η Μαρώνεια παραχωρήθηκε στον Σάββα, επίσκοπο Καισαρείας της Φιλίππου, ενώ ο Θωμάς συμμετείχε το 1285 στη Σύνοδο των Βλαχερνών και υπέγραψε το 1292 τον συνοδικό τόμο κατά των Λατίνων. Το 1315 η Μαρώνεια δόθηκε στον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Θεόδουλο, ενώ το 1365 παραχωρήθηκαν στον Επίσκοπο Μαρωνείας η Επισκοπή Πολυστύλου και η Επισκοπή Θάσου. Στη συνέχεια, μεταξύ του Διονυσίου (1497-1498) και του Γαβριήλ (1564-1565) μεσολαβεί κενό περίπου ενός αιώνα, ενώ μετά την ανασύσταση της Μητρόπολης, για την οποία έγινε λόγος και παραπάνω, έχουμε περισσότερες πληροφορίες και συνεχή σχεδόν ονόματα μητροπολιτών, από τους οποίους μάλιστα ο Νεόφυτος (1771-1789) αναδείχθηκε και Οικουμενικός Πατριάρχης (1789-1810).
Από τους υπόλοιπους Μητροπολίτες Μαρωνείας αξίζει επίσης να αναφερθούν οι Άνθιμος (1839-1845), που μετατέθηκε στην Μητρόπολη Εφέσου, ο Ιερώνυμος Γοργίας από τη Χίο (1877-1885) που ακολούθως μετατέθηκε στη Μητρόπολη Νικοπόλεως, ο Κωνσταντίνος Βαφείδης (1885-1888) μετέπειτα Μητροπολίτης Σερρών, ο Νικόλος Σακόπουλος ο από Αγκύρας (1902-1914), που στη συνέχεια προήχθη στη Μητρόπολη Καισαρείας, ενώ Μαρωνείας εξελέγη το 1922 και ο Κομοτηναίος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης, χωρίς όμως να δεχθεί την εκλογή, με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί πάλι ως Τραπεζούντος. Σπουδαίο εθνικό έργο επιτέλεσε κατά την δεύτερη βουλγαροκαρατία (1941 κ.εξ.) ο εκδιωχθείς Μητροπολίτης Βασίλειος Κωνσταντίνου, κατόπιν δε ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (1954-1974), μετά ταύτα πρώτος Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, και ο διάδοχός του Μητροπολίτης Δαμασκηνός Ρουμελιώτης (1974-2012), ο αείμνηστος και πολιός Γέροντας, ο σεβαστός και μαχητικός προκάτοχός μας.
Στην Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής λειτουργούν σήμερα πολλά εκκλησιαστικά ιδρύματα, φιλόπτωχα ταμεία, οικοτροφεία και συσσίτια, γηροκομεία, παιδικοί σταθμοί και εστίες, ενώ σε αυτήν υπάγονται μονές όπως της Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος, του Αγίου Δημητρίου Κασσιτερών και του Αγίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτη. Ειδική ποιμαντική μέριμνα τηρείται για την σπουδάζουσα νεολαία και τους φοιτητές του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, σε συνέχεια της εξαιρετικής φροντίδας για την εκπαίδευση του Γένους, που επέδειξαν κατά το παρελθόν, ιδίως δε κατά τους 18ο και 19ο αιώνες οι κατά καιρούς Μητροπολίτες Μαρωνείας.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο έργο των αοιδίμων Μητροπολιτών Μαρωνείας Ιωακείμ του Βαλασιάδη (1894-1900), Κωνστάντιου του Γαζή (1900-1902 και Νικολάου του Σακκοπούλου (1902-1914), επί των ημερών των οποίων αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως το κοινοτικό σύστημα στην Μητρόπολή μας, με όλες τις ευεργετικές του κοινοτισμού συνέπειες για το Γένος μας, και ειδικότερα για τον ελληνισμό της Θράκης. Και τούτο, επειδή με βάση το ισχύον στην τότε οθωμανική αυτοκρατορία κοινοτικό σύστημα, ο ρόλος της Εκκλησίας και των κατά τόπους Μητροπολιτών ήταν, ως γνωστόν, σημαντικός και καίριος για τη ρύθμιση νομικών ζητημάτων ιδιωτικού και αστικού δικαίου. Παραλλήλως ήταν ιδιαιτέρως σημαντική η συμβολή της τοπικής μας Εκκλησίας για την ανάπτυξη των γραμμάτων, της πνευματικής ζωής και της ελληνικής εκπαίδευσης στην υπό οθωμανική κυριαρχία Θράκη, καθώς πολλά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα της περιόδου ιδρύθηκαν και λειτούργησαν κυρίως χάρη στην φιλεκπαιδευτική δράση της τοπικής Εκκλησίας, αλλά και των ευεργετών των εκπαιδευτηρίων της Μαρώνειας.
Από τα υπάρχοντα για το ζήτημα αρχεικά τεκμήρια φαίνεται με τρόπο αδιαμφισβήτητο η μεγάλη φιλογενής συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δια των κατά καιρούς Μητροπολιτών Μαρωνείας, στην υπόθεση της διατήρησης της ιδιοπροσωπείας του Γένους μας, και της διαφύλαξης της ταυτότητάς του ανά τους αιώνες της δουλείας. Η εθναρχική δράση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι που τελικά συνέβαλε ώστε ο θρακικός ελληνισμός, ιδιαίτερα δε ο ελληνισμός της Ροδόπης, να φτάσει στην ημέρα της ενσωμάτωσης στο ελλκηνικό κράτος με ακμαίο το εθνικό του φρόνημα και ακέραιη την πολιτισμική και εθνική ταυτότητά του.
Απολύτως ενδεικτικό για όλα αυτά είναι το περιεχόμενο των σωζόμενων άρθρων του κοινοτικού κανονισμού της Μαρώνειας. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ότι τα όργανα της κοινοτικής αυτοδιοίκησης της Μαρώνειας ήταν ο εκάστοτε Μητροπολίτης Μαρωνείας, η Δημογεροντία, η Επιτροπή των Ιερών Ναών, η Εφοροεπιτροπή των Σχολών και η Γενική Συνέλευση των κατοίκων, περιλαμβάνει δε εκτενείς και αναλυτικές ρυθμίσεις για τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες των οργάνων αυτών. Συνεπώς, ο ρόλος της Μητροπόλεως Μαρωνείας και των Μητροπολιτών της στην μεγάλη υπόθεση της διαφύλαξης της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας του Γένους υπήρξε κυρίαρχος και καθοριστικός.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Μητρόπολή μας ανέδειξε δια των αιώνων πολλές και σημαντικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ως ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετά ταύτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Επειδή για τον πρώτο είναι πολλά γνωστά, και μάλιστα σχετικά πρόσφατα στην πόλη μας έγιναν διαλέξεις και εκδηλώσεις αφιερωμένες στην προσωπικότητα και το έργο του, από τον πάντοτε δραστήριο Μορφωτικό Όμιλο Κομοτηνής, θα περιοριστούμε, στα συγκεκριμένα και στενά όρια της παρούσας ομιλίας, να παραθέσουμε λίγα στοιχεία για τον δεύτερο, που δεν είναι ευρέως γνωστός : Γεννήθηκε το 1892 στη Μαρώνεια Ροδόπης. Το 1906 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε με άριστα το 1914. Κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του χειροτονήθηκε διάκονος και παρέμεινε για ένα χρόνο στη Σχολή, όπου δίδαξε Καινή Διαθήκη, αλλά και ελληνικά στην Εμπορική Σχολή Χάλκης. Το 1915 ο Πατριάρχης Γερμανός Ε΄ του χορήγησε υποτροφία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στις θεολογικές ακαδημίες του Κιέβου και της Αγίας Πετρούπολης.
Στη Ρωσία παρέμεινε μέχρι το 1919, οπότε λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Στις 9 Ιουνίου του 1919 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Τον Οκτώβριο του 1920 το Πατριαρχείο τον έστειλε στην Κομοτηνή ως Έξαρχο στη Μητρόπολη Μαρωνείας και Θάσου. Εκεί ανέλαβε τη διεύθυνση του ημιγυμνασίου της πόλης, στο οποίο δίδαξε θρησκευτικά, ελληνικά και γαλλικά. Όταν μάλιστα ο τότε Μητροπολίτης Μαρωνείας Μελισσηνός ασθένησε και δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο Μιχαήλ ανέλαβε τοποτηρητής της Μητρόπολης. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, φρόντισε για την εγκατάσταση προσφύγων στη Ροδόπη και την αλλαγή πολλών τοπωνυμίων σε ελληνικά, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1923 ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ τον διόρισε γραμματέα και κατόπιν Μέγα Πρωτοσύγκελλο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Στην Αθήνα παρέμεινε επί τέσσερα χρόνια, κατά τα οποία λειτουργούσε στη Μητρόπολη Αθηνών, μετέφραζε και αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Νέος Αγών». Από το 1927 ως το 1939 διετέλεσε ιερέας του Ναού της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Στα δώδεκα αυτά χρόνια διετέλεσε αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας σε διάφορα συνέδρια και επιτροπές, και ασχολούνταν με τη μετάφραση και την αρθρογραφία. Το 1938, ο ως τότε Μητροπολίτης Κορίνθου Δαμασκηνός εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και κατόπιν εκθρονίστηκε από τη Δικτατορία Μεταξά.
Λόγω αυτής της κατάστασης, ο Μητροπολιτικός θρόνος της Κορίνθου παρέμενε κενός, μέχρι το Σεπτέμβριο του 1939, οπότε θεωρήθηκε λύση να εκλεγεί ο Μιχαήλ Μητροπολίτης Κορίνθου. Έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου 1939 χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο και ενθρονίστηκε στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Ως Μητροπολίτης Κορίνθου επέδειξε πλούσιο έργο, τόσο κατά τον Πόλεμο και την Κατοχή (διοργάνωση συσσιτίων, ίδρυση πολυϊατρείου, κ.λπ.), όσο και μετά την Απελευθέρωση, οπότε ανασυγκρότησε το «Αρχείο Μελετών» της Κορίνθου, ίδρυσε την πρώτη βιβλιοθήκη της πόλης, οργάνωσε την Ιερατική Σχολή Κορίνθου, κ.ά.
Μετά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο, ο Μιχαήλ εξελέγη, στις 11 Οκτωβρίου του 1949, διάδοχός του. Ενθρονίστηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1949. Ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση της παιδείας, την ίδρυση κατηχητικών, την οργάνωση της θεολογικής σχολής του Μπρούκλαϊν, την ίδρυση της οργανώσεως νεολαίας Αμερικής. Επί των ημερών του καθιερώθηκαν διάφορες γιορτές και εκδηλώσεις, αυξήθηκαν τα έσοδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, ιδρύθηκε γηροκομείο για τους γέροντες ομογενείς, εξελέγησαν οι πρώτοι επίσκοποι, οργανώθηκε αρτιότερα η αρχιεπισκοπή της Αμερικής και αναγνωρίστηκε από το Αμερικανικό Κράτος. Επί των ημερών του επίσης, ο Πρόεδρος Αϊζενχάουερ θεμελίωσε τον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Ο Μιχαήλ πέθανε στις 13 Ιουλίου 1958 και ετάφη στον περίβολο της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου.
Αυτή η ιστορική Μητρόπολη συνεχίζει σήμερα, με τη χάρη του Θεού, το ποιμαντικό, πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο της, μέσα σε καιρούς κρίσης, αλλά και με αταλάντευτη την ελπίδα στον Κύριο και την αμέτρητη φιλανθρωπία του. Μια Μητρόπολη με ιδιαίτερα πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια, που έζησε στιγμές διωγμών, αλλά και ώρες δόξας, και η οποία συνεχίζει να προσφέρει την μαρτυρία Χριστού στην ακριτική Ροδόπη μας, στην ελληνική Θράκη μας, όπως ακριβώς και το φρούριό μας παρέχει μια μαρτυρία για το ένδοξο βυζαντινό παρελθόν της ευρύτερης περιοχής μας, αλλά και αποτελεί φάρο ιστορικής μνήμης για το διαγραφόμενο μέλλον μας.